Προεκτείνοντας την τεράστια τιμή που μου είχε κάνει, όταν με επιφόρτισε με την ευθύνη της εκφώνησης του επικηδείου του αείμνηστου Προέδρου, η οικογένεια του Κωστή Στεφανόπουλου μου ζήτησε να μιλήσω στις 23 Ιανουαρίου στο Μέγαρο Μουσικής – μαζί με τον Αντώνη Σαμαρά και τον Ανδρέα Λοβέρδο – στο, τρόπον τινά, «πολιτικό μνημόσυνό του». Δηλαδή στην παρουσίαση της πολιτικής του παρακαταθήκης, αφού την ημέρα αυτή θα παρουσιαστεί το βιβλίο του πρέσβη Κωστή Αιλιανού, που συγκεντρώνει το σύνολο των «προεδρικών ομιλιών» του ΠτΔ με τα «σταλινικά ποσοστά» κοινωνικής αποδοχής.
Αυτή, λοιπόν, η πρόσκληση μου έδωσε την ευκαιρία για μια ακόμη φορά να αναλογιστώ «τις ήτο;» ο εκ Πατρών πολιτικός. Ποια, δηλαδή, υπήρξαν τα – τελείως διακριτά και διαφοροποιητικά – στοιχεία που τον χαρακτήριζαν και τον σφράγισαν;
Ο αυτοσεβασμός και η αξιοπρέπεια είναι το πρώτο στο οποίο σταματάει η σκέψη μου. Αυτό το αναδεικνύει, βέβαια, ο τρόπος με τον οποίο προστάτευσε ολόκληρη την υπέροχη οικογένειά του από κάθε ανθυποψία ευνοϊκής μεταχείρισης, προσέλκυσης προνομίων ή ευκαιριών ανόδου, άντλησης ευκαιριών δημοσιότητας κ.λπ. Ακόμη πιο εύγλωττα όμως το αναδεικνύει ο τρόπος με τον οποίο προστάτευσε – και σε ορισμένες περιστάσεις επέστρεψε στην πηγή του – το δημόσιο χρήμα. Για να μην εστιάσω και στην αντίστασή του στη διαμόρφωση ενός επικοινωνιακού ολιγοπωλίου, για το οποίο πίεζαν ή με το οποίο συμβιβάστηκαν οι πάντες, δεξιοί και αριστεροί, πλην αυτού. Επρόκειτο, δε, για μια αντίσταση, υψηλού για τον ίδιο κόστους, που ωστόσο ιστορικά δικαιώθηκε απόλυτα, αφού το εν λόγω ολιγοπώλιο, με τους όρους που συγκροτήθηκε, επρόκειτο στην πορεία πολλαπλώς και πολλάκις να υπονομεύσει τόσο την εξουσία (=το «κράτος») του δήμου όσο και τη δημόσια αισθητική, κατεβάζοντας σημαντικά και το επίπεδο της δημόσιας ζωής. Η αυτογνωσία του, επίσης, πιο συγκεκριμένα η αυτεπίγνωσή του τόσο σε ατομικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, όπως και η μετριοπάθεια και η αυτοκριτική ικανότητα και η αυτοσυγκράτηση, δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως οι πιο ασήμαντες από τις αρετές του. Ιδιαίτερα αν συγκρίνονταν με τον βαθμό που τα χαρακτηριστικά αυτά εντοπίζονται – ή απουσιάζουν – σε άλλους έλληνες πολιτικούς, συγχρόνους του και μεταγενέστερους. Μάλιστα ο Στεφανόπουλος δεν περίμενε να φθάσει στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα για να εξευγενίσει τον δημόσιο βίο της χώρας: ποτέ δεν θα ξεχάσω τον τρόπο με τον οποίο, ως σημαντικός κυβερνητικός υπουργός, «άδειασε» τους χούλιγκαν της δικής του παράταξης, όταν αυτοί χυδαία αποδοκίμασαν τον Γεώργιο Μαύρο, διότι αξίωσε μεγαλύτερη προβολή από την κρατική τηλεόραση του λόγου της αντιπολίτευσης…
Η παιδεία του, ανθρωπιστική, ιστορική και γενικότερη, ο σεβασμός του προς τη γλώσσα, η ικανότητά του να θέτει τη φραστική του καλλιέπεια στην υπηρεσία της ακρίβειας και της κυριολεξίας της έκφρασης, ο σεβασμός του προς τους πάντες, η αίσθηση του χρέους που είχε, αλλά και η υπαινικτική υπόμνησή του προς τους άλλους (προσποιούμενος πως θεωρούσε «αυτονόητη» την επιτέλεσή του από όλους τους φορείς δημόσιων ρόλων), όλα αυτά ασφαλώς και θα μπορούσαν επίσης να καταγραφούν ως σημαντικά επιμέρους χαρακτηριστικά του.
Κυρίως όμως η διαρκής πρόταξη του γενικού και του εθνικού έναντι του παραταξιακού και του ειδικού, η άοκνη καταπολέμηση των κάθε λογής ιδιοτελειών των επιμέρους συλλογικοτήτων, η διαρκής εναντίωσή του στην πατριδοκαπηλία (κάτι που συνιστούσε έκφραση του αγνότερου και λυσιτελέστερου πατριωτισμού), αυτά ήταν που προσδιόριζαν πρωτίστως το στίγμα του ως δημόσιου άνδρα. Ενός δημόσιου άνδρα που δεν υπήρξε μόνο μεγάλος Πρόεδρος. Που υπήρξε, πρωτίστως, μεγάλος Ανθρωπος, ο οποίος απλώς εμπλούτισε με το ανθρώπινο μεγαλείο του και το προεδρικό αξίωμα.
Τελικά λοιπόν και συγκεφαλαιωτικά θα έλεγα πως ο Κωστής Στεφανόπουλος εκφράζει την ηττημένη Ελλάδα. Την Ελλάδα που ηττήθηκε τότε (φάνηκε και στην προσπάθεια της ΔΗΑΝΑ), που ηττάται σήμερα (φαίνεται στον κυρίαρχο δημόσιο λόγο), που θα συνεχίσει να ηττάται στο εγγύς μέλλον. Με δεδομένες, δε, τις παρεμβάσεις των τελευταίων χρόνων στην Παιδεία, αλλά και με βάση τα προσφάτως και πολυμόρφως προβληθέντα πολιτισμικοαισθητικά πρότυπα, την Ελλάδα που είναι καταδικασμένη να ηττάται και στο απώτερο μέλλον. Αφού η τεράστια δημοφιλία του τα προεδρικά του χρόνια οφείλεται, φοβάμαι, κυρίως στο ότι οι λαοί θαυμάζουν ό,τι τους ξεπερνά αισθητικά και πολιτισμικά. Πλην όμως μιμούνται και ακολουθούν μόνον ό,τι τους κολακεύει, τους εκφράζει ή τους μοιάζει. Για να μην ηττηθεί όμως το πλαίσιο των αξιών που ενσάρκωνε ο Κωστής Στεφανόπουλος, θα έπρεπε το παράδειγμά του να έχει βρει λιγότερους θαυμαστές. Και περισσότερους μιμητές…
Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.