Ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ προσδιόρισε με σαφείς πολιτικούς όρους τη διαφορά Δεκέμβρη 2018 – Μάη 1968, όπως μας πληροφορεί η Κίτυ Ξενάκη στα «ΝΕΑ» (10/12/18): «Τότε θέλαμε να απαλλαγούμε από έναν στρατηγό [τον πρόεδρο Ντε Γκωλ]… Σήμερα οι άνθρωποι αυτοί θέλουν να βάλουν έναν στρατηγό στην εξουσία» – κάποιοι στα «κίτρινα γιλέκα» ζητούν να γίνει πρωθυπουργός ο στρατηγός Πιερ ντε Βιλιέ, που τον απέπεμψε ο Εμανουέλ Μακρόν από την ηγεσία των γαλλικών ενόπλων δυνάμεων.
Μπορεί αυτό να ήθελαν ο Κον -Μπεντίτ και οι σύντροφοί του, άλλο όμως συνέβη: στις εκλογές που έγιναν αμέσως μετά τον Μάη, η Δεξιά κέρδισε συντριπτική πλειοψηφία: ενώ έναν χρόνο πριν, στις εκλογές του 1967, τα κόμματα της γκωλικής πλειοψηφίας μόλις και μετά βίας είχαν εξασφαλίσει 244 έδρες στην εθνοσυνέλευση (επί 487), το 1968 θα έχουν 363 έδρες, 119 παραπάνω. Και στις προεδρικές εκλογές που έγιναν έναν χρόνο μετά, ο Ζορζ Πομπιντού, διάδοχος του Ντε Γκωλ που παραιτήθηκε, κέρδισε με άνετη πλειοψηφία 58% τον κεντρώο αντίπαλό του. Η Αριστερά έπρεπε να περιμένει άλλα 12 χρόνια ώσπου να φθάσει το 1981, διά του Φρανσουά Μιτεράν, στην εξουσία.
Θέλω να πω, ανεξάρτητα από τις μεγάλες αλλαγές που έφερε στην ευρωπαϊκή κουλτούρα, ο κατ’ εξοχήν αριστερός «Μάης του ’68» ήταν πολιτικά καταστροφικός για την Αριστερά. Ο Δεκέμβρης του 2018 είναι ακροδεξιός και ακροαριστερός, αφού τόσο η Μαρίν Λεπέν όσο και ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν στηρίζουν αναφανδόν τα «κίτρινα γιλέκα», όπως ακριβώς έκαναν οι Αλέξης Τσίπρας και Πάνος Καμμένος κατά τη δική μας περίοδο των «αγανακτισμένων». Θα ωφεληθούν τα δύο άκρα ή θα ωφεληθεί τελικά ο Εμανουέλ Μακρόν, κατά το προηγούμενο του 1968;
Μου φαίνεται, πρέπει προηγουμένως να δούμε ότι ζούμε σε δύο εντελώς διαφορετικές εποχές: είχαμε «Μάη του ’68» επειδή τότε (και ως τα τέλη του 20ού αιώνα περίπου) τα κόμματα ήταν μαζικά και άρα υπήρχε το ήθος της κομματικής αναμέτρησης – συμβολικής, αριθμητικής αλλά ενίοτε και βίαιης – μέσω μαζικών κινητοποιήσεων. Σήμερα δεν υπάρχουν μαζικά κόμματα, οι κινητοποιήσεις είναι ξεσπάσματα για να ακουστούν οι πολίτες από τις πολιτικές ελίτ. Για να συνεχίσουν μετά οι πρώτοι τις δουλειές τους και οι δεύτεροι την απόλαυση της εξουσίας (κυβερνητικής και αντιπολιτευτικής).
Δεν ισχυρίζομαι ότι είναι δείγμα περισσότερης ή καλύτερης δημοκρατίας η ύπαρξη μαζικών κομμάτων, ιδιαίτερα όταν η κομματική συμμετοχή είναι απλώς προαπαιτούμενο για την απόλαυση μέρους των προνομίων από την πελατειακή διαχείριση του κράτους. Αλλωστε οι άνθρωποι ποτέ δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα να συμμετέχουν στην πολιτική: δούλοι-αστυνόμοι με σχοινιά και ρόπαλα έσπρωχναν τους Αθηναίους να πάνε στην Εκκλησία του Δήμου κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα, ώσπου είδαν και απόειδαν οι πολιτικοί και καθιέρωσαν μεροκάματο για να εξασφαλίζουν συμμετοχή και απαρτία σε κρίσιμες συνεδριάσεις.
Το αντίθετο είναι το ζητούμενο: να είναι οι πολιτικοί κοντά στους πολίτες και να ξέρουν τι συνέπειες έχουν για αυτούς οι αποφάσεις τους. Αυτό δεν απαιτεί οπωσδήποτε μαζικά κόμματα, αλλά άλλον κώδικα εργασιακών υποχρεώσεων για τους επαγγελματίες πολιτικούς. Να είναι κοντά στους πολίτες ακριβώς για να υπάρχει επικοινωνία και να μην υπάρχουν ξεσπάσματα.
Είναι κουραστικό να διαβάζει κανείς συνεχώς ότι για όλα αυτά φταίει η παγκοσμιοποίηση που περιθωριοποιεί ανθρώπους ή περιοχές: η Αθήνα διαγουμίστηκε το 2008 με αφορμή τη δολοφονία παιδιού από αστυνομικό, το Παρίσι το 2018 επειδή, οικολογικότατα, αυξήθηκε η τιμή της βενζίνης. Αυτοί που καίνε, σπάζουν, λεηλατούν δεν ενδιαφέρονται για την πολιτική, δεν ψηφίζουν καν στις εκλογές – τους χρειαζόμαστε όμως όσοι ψηφίζουμε για να ακουστεί η διαμαρτυρία μας, μια και εμείς δεν θα μπορούσαμε ποτέ να κάνουμε τέτοιες πράξεις, και οι βαρήκοοι πολιτικοί ακούν μόνο όταν ο θόρυβος γίνει εκκωφαντικός.
Θα έλεγα λοιπόν ότι αιτία των τωρινών ταραχών είναι μάλλον ότι οι πολιτικές ελίτ περιθωριοποιούν τους πολίτες: παρασύρονται από το δικό τους παιχνίδι, κλείνονται στον δικό τους κόσμο και δεν ενδιαφέρονται καθόλου για το τι συμβαίνει στους πολίτες της χώρας τους.
Δεν είναι καθόλου αναγκαίο για τα προβλήματα μας να φταίει η παγκοσμιοποίηση και όχι ότι οι κρατικές υπηρεσίες υποβαθμίζονται, ότι η αστυνομία είναι αναποτελεσματική και ταυτόχρονα υπερβολικά βίαιη, ότι τα πάντα αποτελματώνονται σε γραφειοκρατικές διαδικασίες, ότι οι πολιτικοί δεν μπορούν να ελέγξουν τους μισθούς και την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν τα ιδιωτικά ολιγοπώλια, που κατάντησαν ίδια με τα παλιά κρατικά (όλες οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας συμπεριφέρονται πια όπως ο κρατικός ΟΤΕ, εκτός από τους μισθούς), ότι το περιβάλλον υποβαθμίζεται από τα σκουπίδια.
Να φταίει δηλαδή ότι το πολιτικό σύστημα δεν ενδιαφέρεται όχι να λύσει μείζονα προβλήματα, υπαρξιακά προβλήματα επιβίωσης και ταυτότητας («το τέλος του κόσμου» των «κίτρινων γιλέκων»), αλλά να διαχειριστεί τα καθημερινά προβλήματα του δημόσιου χώρου που είναι αρμοδιότητά του («το τέλος του μήνα», κατά τους ίδιους). Οταν η κατάσταση γίνεται αντιληπτή ως τέλμα, το να εμφανίζονται κάποιοι και να την ταρακουνούν βίαια ως κάποιο σημείο δεν ενοχλεί, ή και ευχαριστεί – εξαρτάται από την ένταση της βίας. Επομένως, ο Μακρόν θα κριθεί από το αν κριθεί ότι «ακούει» ή όχι.
Η αναζήτηση «βαθύτερων αιτίων», όταν οι απαντήσεις είναι προφανείς, απλώς αθωώνει πολιτικούς και κόμματα – πώς να ελέγξουν οι έλληνες βουλευτές αν θα φύγει η Βρετανία από την ΕΕ ή τι θα γίνει στο G20; Το ενδογαμικό, κλειστό σύστημα της πολιτικής ελίτ μετρά τα πάντα με βάση τις δικές του ανάγκες.
Για τους περισσότερους πολιτικούς, η δημοκρατία και οι υποχρεώσεις προς τους πολίτες που υποτίθεται ότι συνεπάγεται είναι κουραστική λεπτομέρεια: δεν έχει την αξία που έχει για εμάς, η σημασία της για αυτούς έγκειται στο ότι αποτελεί επαγγελματική τους κατάκτηση, να μη διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να φθάσουν στην εξουσία. Βέβαια, όταν απειλούνται με φυλάκιση, όπως κατά κόρον συμβαίνει στη χώρα μας ή σε αντιφιλελεύθερες δημοκρατίες, ουσιαστικά η δημοκρατία έχει καταργηθεί ως fair play μεταξύ των πολιτικών, οπότε οι πολίτες έχουμε ακόμη μικρότερη σημασία – ως προς τις ανάγκες μας· χρειάζονται μόνο την ψήφο μας που προσπαθούν να την κερδίσουν με δημαγωγία. Ξεσπάσματα, λοιπόν, δεν αποκλείονται.