Η ώσμωση τεχνολογικής ελίτ και πολιτικής εξουσίας

Γράφοντας στους «New York Times» της 19ης Ιανουαρίου ο Εζρα Κλάιν παρατηρούσε ότι η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου είχε λιγότερο πολιτικό και περισσότερο πολιτισμικό χαρακτήρα. Κατά τον Κλάιν η σημαντικότερη παράμετρος του αποτελέσματος δεν είναι οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί, αλλά η ευθυγράμμιση της Σίλικον Βάλεϊ με την τραμπική Δεξιά.

Ορατή στην ενθουσιώδη συμμετοχή του Ιλον Μασκ στο επιτελείο του Τραμπ, την απόφαση του Μαρκ Ζάκερμπεργκ να τερματίσει τον (όποιο) έλεγχο δεδομένων στο Facebook και να περιορίσει τα προγράμματα συμπερίληψης αναφορικά με τις προσλήψεις και μια διακριτική σειρά άλλων κινήσεων της τεχνολογικής ελίτ, υποδεικνύει στροφή με ευρύτερες συνδηλώσεις. «Από την εποχή του Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ, του μεγιστάνα του Τύπου που διευκόλυνε την αρχική ανάδυση του Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ πριν από έναν σχεδόν αιώνα, έχουμε να δούμε έναν ιδιώτη να ρίχνει ταυτόχρονα τη σκιά του σε τόσο πολλές εκφάνσεις του αμερικανικού βίου» σημείωνε για τον Μασκ στις αρχές Δεκεμβρίου στο «Time» ο αρθρογράφος Σάιμον Σούστερ.

Πρόκειται για κομβική επισήμανση, καθώς η αναγωγή του Ιλον Μασκ από επιχειρηματία σε χρηματοδότη ενός υποψηφίου, έπειτα σε άτυπο σύμβουλο και, τέλος, σε μέλος του στενού κύκλου των εμπίστων του προέδρου, έγινε με ανεπαίσθητα βήματα που καθιστούν εικονικά φυσιολογική μια ριζικά προβληματική συνθήκη.

Η ανοικτή επιρροή του πλουσιότερου ανθρώπου του κόσμου στην αμερικανική κυβέρνηση εγείρει πλήθος ερωτημάτων αναφορικά με την ώσμωση οικονομικής και πολιτικής εξουσίας· οι παρεμβάσεις του υπέρ ή κατά πολιτικών προσώπων εκτός ΗΠΑ και η υπεράσπιση καταδικασμένων εξτρεμιστών διά του Χ υποδηλώνουν τη χρήση της τεχνολογίας ως προσωπικού εργαλείου άσκησης πιέσεων.

Τόσο στην επίσημη βιογραφία του από τον Γουόλτερ Αϊζακσον όσο και στο βιβλίο Character Limit (εκδ. Penguin) των Κέιτ Κόνγκερ και Ράιαν Μακ καθίσταται απόλυτα σαφές ότι πέρα από νομοθεσίες, κανόνες και ρυθμιστικές αρχές η κανονικοποίηση του λόγου στο πρώην Twitter (και, προφανώς, και στα λοιπά κοινωνικά μέσα) περνά από αλγοριθμικά μέτρα των οποίων η τελική έγκριση, απόρριψη ή τροποποίηση βρίσκεται στην απόλυτη διάκριση του ιδιοκτήτη του. Μια τέτοια σύμπλευση πλούτου, τεχνολογίας και πολιτικής εξουσίας θέτει ζητήματα λειτουργίας της δημοκρατίας, όχι απόμακρα και μελλοντικά, αλλά απτά και άμεσα: λόγω της φύσης τους και των εκφραστών τους οι τεκτονικές μετατοπίσεις στην άλλη όχθη του Ατλαντικού θα έχουν επιπτώσεις στη δική μας.

***

Η απειλή του ψηφιακού οικοσυστήματος

Της Λίλιαν Μήτρου

Μόλις μια ημέρα μετά την ορκωμοσία του Τραμπ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συζητούσε την (επιτακτική!) ανάγκη εφαρμογής της «Πράξης για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες» (DSA) «για να προστατευτεί η δημοκρατία από την ξένη επέμβαση και την αλγοριθμική χειραγώγηση». Συνιστούν οι πλατφόρμες και τα δίκτυα όπως το Meta ή το SpaceX απειλές για τη δημοκρατία; Δοκιμάζει το «ψηφιακό οικοσύστημα» τις ισορροπίες και τις αντοχές του ευρωπαϊκού «συνταγματικού οικοσυστήματος»;

Ανησυχία διάσπαρτη, καταφανής και δικαιολογημένη. Ηδη οι τεχνολογίες επικοινωνίας του 20ού αιώνα αμφισβήτησαν την εδαφικότητα και την κρατική κυριαρχία λόγω της υπερεθνικής φύσης των υποδομών αλλά και εξαιτίας της σχεδόν αμιγούς ιδιωτικής ιδιοκτησίας αυτών. Η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη, σε συνδυασμό με την αργοπορία, την αμηχανία ή και την αποτυχία των δημόσιων παραγόντων να αντιμετωπίσουν έγκαιρα και κατάλληλα την πρόκληση της ρύθμισης του Διαδικτύου, προκάλεσε κενά διακυβέρνησης, τα οποία σιγά-σιγά καλύπτονταν από τις νέες ιδιωτικές εξουσίες. Οι μεγάλες πλατφόρμες και τα δίκτυα εδραίωσαν μια εξέχουσα θέση στην επικοινωνία και εν τέλει στην ψηφιακή οικονομία και κοινωνία.

Οι νέοι αυτοί παράγοντες διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην άσκηση δικαιωμάτων των χρηστών. Ο έλεγχος του περιεχομένου που ασκούν οι διαδικτυακές πλατφόρμες είναι κρίσιμος για την προστασία δημόσιων αγαθών αλλά και των δικαιωμάτων των προσώπων.

Εγείρει ωστόσο αναπόφευκτα το ζήτημα των αξιών και των κριτηρίων αλλά και το ερώτημα της ικανότητας και της εξουσίας πλατφορμών και δικτύων να επιβάλλουν περιορισμούς ή και λογοκρισία στο περιεχόμενο και, κατ’ αποτέλεσμα, στη συμμετοχή των προσώπων στην επικοινωνία, στη διάδοση και την αναζήτηση πληροφορίας.

Ποιος και πώς επιτρέπεται να παρεμβαίνει με έλεγχο, αξιολόγηση, κατηγοριοποίηση, αποδοχή ή αφαίρεση/απόκρυψη περιεχομένου ή και να παράγει τη σήμανση του περιεχομένου ως αληθινού, ψευδούς ή αμφισβητούμενου;

Πλατφόρμες και δίκτυα ασκούν οιονεί (ημι)δημόσιες λειτουργίες, χωρίς να υφίστανται ανάλογες εξισορροπητικές και προστατευτικές εγγυήσεις και να υπόκεινται στον έλεγχο της δημόσιας εξουσίας που – αντίθετα – επιλέγει ή αποδέχεται ότι (πρέπει να) βασίζεται όλο και περισσότερο στους ενδιάμεσους για να εφαρμόσουν δημόσιες πολιτικές, όπως ο έλεγχος του παράνομου ή αθέμιτου περιεχομένου ή της παραπληροφόρησης στον δικτυακό κόσμο. Με άλλα λόγια, στους «πληροφοριακούς θεματοφύλακες» που αναλαμβάνουν και απολαμβάνουν τον ρόλο «ρυθμιστή», αν και η στάθμιση δικαιωμάτων ή και ο περιορισμός αυτών προσιδιάζει σε φορείς δημόσιας εξουσίας. Αν και ορισμένοι συνδέουν τον κρατικό έλεγχο με επιτήρηση, συχνά αυταρχική, η ιδιωτική κυριαρχία εγείρει ζητήματα λογοδοσίας και θεσμικών ελέγχων.

Με την Πράξη για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες που ετέθησαν σε εφαρμογή στις αρχές του 2024 η Ευρωπαϊκή Ενωση επιχείρησε να εισαγάγει υποχρεώσεις διαφάνειας και λογοδοσίας ως προς τον έλεγχο του περιεχομένου, τη διαφήμιση και τις αλγοριθμικές διαδικασίες που εφαρμόζουν οι πλατφόρμες, αλλά και την αιτιολογία καθώς και τη δυνατότητα αμφισβήτησης των αποφάσεων ελέγχου του περιεχομένου.

Οι μεγάλες επιγραμμικές πλατφόρμες επιβάλλεται ταυτόχρονα να αξιολογούν τους κινδύνους τους οποίους ενέχουν τα συστήματά τους ώστε να αναπτύξουν κατάλληλα εργαλεία διαχείρισης απειλών για την προστασία της ακεραιότητας των υπηρεσιών τους έναντι της χρήσης τεχνικών χειραγώγησης και να μετριάζουν κινδύνους, όπως η παραπληροφόρηση ή η χειραγώγηση εκλογικών διαδικασιών.

Οι πρόσφατες εξελίξεις στις ΗΠΑ σε συνδυασμό με τη δήλωση του Μαρκ Ζάκερμπεργκ ότι περιορίζει – χάριν της ελευθερίας του λόγου – δραστικά το λεγόμενο fact-checking ανέδειξαν εκ νέου τα όρια της πραγματικής εμβέλειας της ευρωπαϊκής κανονιστικής προσέγγισης, παρά τη ρητή πρόβλεψη της εξωεδαφικής εφαρμογής των κανόνων σε όσους παρέχουν ψηφιακές υπηρεσίες στην ΕΕ. Πώς επιβάλλονται οι υποχρεώσεις, όταν η συγκέντρωση πληροφοριακής ισχύος επιτρέπει στις πλατφόρμες αυτές, ως νέα δημόσια σφαίρα, να προσδιορίζουν σε σημαντικό βαθμό τη ροή της πληροφορίας και να ασκούν άμεση επιρροή στον δημόσιο διάλογο και στη διαμόρφωση γνώμης και αντιλήψεων;

Η παγκοσμιοποίηση και η κυριαρχία των ψηφιακών δικτύων παγκοσμιοποίησε αντίστοιχα τις απειλές και έθεσε το ζήτημα της ψηφιακής κυριαρχίας, μιας κυριαρχίας που συνδέεται με την ικανότητα μιας χώρας ή μιας ένωσης, όπως η ΕΕ, να θέτει τους κανόνες και τις προδιαγραφές της αλλά και την ικανότητα να αποφασίζει και να δρα αυτόνομα σε σχέση με τις ψηφιακές (και όχι μόνο) διαστάσεις της οικονομίας, της κοινωνίας, της δημοκρατίας, του μέλλοντός της. Δύσκολη άσκηση επιβίωσης για την Ευρώπη.

*Η κυρία Λίλιαν Μήτρου είναι καθηγήτρια του Τμήματος Μηχανικών Πληροφοριακών και Επικοινωνιακών Συστημάτων Πανεπιστημίου Αιγαίου.

***

Μεταξύ τεχνολιγαρχίας και παραπληροφόρησης

Του Αντώνη Γ. Καραμπατζού

Η πολιτική μεταβολή στις ΗΠΑ φώτισε, με κάθε επισημότητα πια, τον ελέφαντα στο δωμάτιο των φιλελεύθερων δημοκρατιών: την τεράστια ισχύ που έχουν αποκτήσει τα τελευταία χρόνια οι τεχνολογικοί κολοσσοί και κυρίως αυτοί που κατέχουν τα μεγάλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ). Μέσω της στενής συμπόρευσής τους πλέον με την ηγεσία των ΗΠΑ και του αλγοριθμικού σχεδιασμού των πλατφορμών τους, συνιστούν μία σοβαρή απειλή για τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Ας δούμε, όμως, εγγύτερα πώς έχουν τα πράγματα:

Ο έλεγχος εξαιρετικά δημοφιλών ΜΚΔ βρίσκεται στα χέρια ολιγαρχών οι οποίοι στηρίζουν σήμερα ανοιχτά τον Τραμπ, καθιστώντας τον ιδιαίτερα ισχυρό, τουλάχιστον προσώρας – η πραγματικότητα μπορεί να αποδειχθεί αμείλικτη γαρ. Η συνδυαστική επιρροή τεχνολιγαρχίας και τραμπισμού υπερβαίνει ασφαλώς τα εθνικά σύνορα. Ο πολυπράγμων Μασκ, ιδιοκτήτης του Χ, ήδη στηρίζει ευθέως ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες (λ.χ., Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία).

Ισως, όμως, η πιο ανησυχητική εξέλιξη των τελευταίων εβδομάδων είναι η απόφαση του Ζάκερμπεργκ, ιδιοκτήτη του Facebook, να τερματίσει, αρχικά στις ΗΠΑ και ενδεχομένως μετά ένα έτος στην Ευρώπη, το πρόγραμμα ελέγχου της αλήθειας των αναρτήσεων (fact-checking). Η σχετική σήμανση-κατάρριψη περί παραπληροφόρησης, παρά τις προβληματικές πτυχές της, αναχαίτιζε σε κάποιον βαθμό την ευρύτερη διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών, ανακλούσε δε και μία αξιακή τοποθέτηση για τη διαβρωτική λειτουργία του ψεύδους σε μία δημοκρατική κοινωνία. Οι σημάνσεις αυτές δεν αποτελούσαν λογοκρισία και δεν οδηγούσαν σε απόσυρση περιεχομένου – σε αντίθεση με τις περιπτώσεις ανάρτησης «επιβλαβούς περιεχομένου» (λ.χ., για παιδιά), όπου η ίδια η πλατφόρμα αποσύρει την ανάρτηση.

Μία επιχείρηση στοχευμένης – μαζικής παραπληροφόρησης μπορεί να έχει σοβαρή επίδραση στα πολιτικά πράγματα μιας χώρας. Αλλωστε, έχουμε και πρόσφατα παραδείγματα προσπάθειας επηρεασμού εκλογικού αποτελέσματος, όπως στη Ρουμανία. Η σχετική απειλή είναι υβριδική και ασύμμετρη: οι τεχνολιγάρχες, ελέγχοντας τους αλγόριθμους των ΜΚΔ που κατέχουν, δύνανται να κατευθύνουν ή να χειραγωγούν ευρείες μάζες πολιτών προς την υιοθέτηση συγκεκριμένων θέσεων, εξτρεμιστικών ή άλλων – που δεν δίνουν, πάντως, λύση στα υπαρκτά τους προβλήματα (λ.χ., ανισότητες, περιθωριοποίηση). Ο αλγόριθμος μπορεί να σχεδιάζεται έτσι ώστε να ενθαρρύνει κυρίως τη μισαλλοδοξία και τη ριζοσπαστικοποίηση, στοιχεία που λειτουργούν υπονομευτικά για την ομαλή δημοκρατική λειτουργία.

Η ΕΕ οφείλει πλέον να αναλάβει αποφασιστική δράση απέναντι σε τέτοιες πρακτικές χειραγώγησης και παραπληροφόρησης, όπερ φυσικά δεν σημαίνει, από την άλλη, παραγνώριση της σημαντικής συμβολής των ΜΚΔ στη διεύρυνση της ελευθερίας έκφρασης, καθώς και της ανάγκης διαφύλαξης αυτής. Ειδικότερα, όπως ορθά έχει ήδη προταθεί (από τον Τζ. Ράιαν στον «Guardian» της 14ης Ιανουαρίου – https://www.theguardian.com/commentisfree/2025/jan/14/big-tech-picking-apart-europe-democracy-switch-off-algorithms), η ΕΕ θα πρέπει πρωτίστως: να επιταχύνει τις δράσεις της, με βάση τον πρόσφατο Κανονισμό για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (DSA), για την αντιμετώπιση των αλγορίθμων που χειραγωγούν και εκτροχιάζουν τον πολιτικό διάλογο· να ασκήσει ισχυρή πολιτική πίεση προεχόντως στην Ιρλανδία, προκειμένου αυτή να εφαρμόσει τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων για τις εταιρείες τεχνολογίας που διατηρούν τα ευρωπαϊκά στρατηγεία τους στο έδαφός της (Google, Meta, TikTok, κ.ά.). Οπως όλοι γνωρίζουμε πλέον, ο μεγάλος θησαυρός των εταιρειών αυτών είναι τα δεδομένα των χρηστών και η αλγοριθμική επεξεργασία τους: ήτοι τα διαδικτυακά ίχνη που αφήνουμε και η δημιουργία, δυνάμει αυτών, εξατομικευμένων προφίλ (που χρησιμοποιούνται για την εστιασμένη-αποτελεσματική διαφήμιση προϊόντων, την αύξηση της εθιστικής επίδρασης του μέσου, κ.λπ.). Μεταξύ άλλων, ο Γενικός Κανονισμός απαγορεύει, κατ’ αρχήν, πρακτικές επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων, όπως οι πολιτικές πεποιθήσεις ή οι σεξουαλικές προτιμήσεις, εκτός αν έχουμε ρητώς αποδεχθεί μία τέτοια επεξεργασία. Δυστυχώς, μέχρι στιγμής η Ιρλανδική Αρχή Προστασίας Δεδομένων φαίνεται να καθεύδει, ενώ ούτε η Επιτροπή τής έχει ασκήσει έντονη πίεση προς την παραπάνω κατεύθυνση. Ενθαρρυντικό νέο, πάντως, είναι η πρόσφατη απαίτηση της Επιτροπής έναντι της Χ να παραδώσει εσωτερικά έγγραφα σχετικά με τον αλγόριθμο των συστάσεών της.

Εν κατακλείδι, δεν χρειάζεται να μελετήσει κανείς τον Καντ για να αντιληφθεί ότι εάν το ψέμα ή η δυσπιστία επικρατήσουν στον δημόσιο διάλογο, τότε κανείς δεν θα πιστεύει κανέναν, οι δηλώσεις και οι λέξεις θα είναι κενές νοήματος, με απότοκη συνέπεια να κλονιστούν τα θεμέλια της ίδιας της κοινωνικής συμβίωσης.
Βεβαίως, η επιχειρούμενη στις ΗΠΑ και αλλού μετάβαση στον αυταρχικό λαϊκισμό και τη «μετα-αλήθεια» περιβάλλεται συχνά με το ένδυμα-πρόταγμα της αποκατάστασης της ελευθερίας, κυρίως του λόγου. Καθώς φαίνεται, ωστόσο, το πρόταγμα αυτό αποτελεί ένα περίτεχνο προπέτασμα για την επιβολή αυταρχικών πρακτικών και πολιτικών περιοριστικών της ελευθερίας.

*Ο κ. Αντώνης Γ. Καραμπατζός είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ.

***

«Ο λαϊκισμός της πλουτοκρατίας»

Της Εφης Γαζή

Αναφέρεται συχνά ότι η εκλογή του δισεκατομμυριούχου Ντόναλντ Τραμπ στη θέση του προέδρου των ΗΠΑ το 2016 σηματοδότησε μια «πλουτοκρατική στροφή» στην αμερικανική πολιτική. Αυτή η στροφή ολοκληρώνεται, σύμφωνα με αυτή την άποψη, με την πρόσφατη δεύτερη εκλογή του και την ανάληψη των καθηκόντων του. Ωστόσο, η σχέση των οικονομικών ελίτ και των ισχυρών του χρήματος με την πολιτική εξουσία δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Ορισμένοι ιστορικοί επισημαίνουν τον τελευταίο καιρό ότι η σύγχρονη αμερικανική πολιτική ζωή θυμίζει την «Επίχρυση Εποχή» (The Gilded Age): Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη σε τομείς όπως οι σιδηρόδρομοι και οι μεταφορές, οι κατασκευές, η βιομηχανική παραγωγή, ο τραπεζικός τομέας, ανέδειξε μια σειρά εμβληματικών επιχειρηματιών (Τζον Ροκφέλερ, Αντριου Κάρνεγκι, Τζ. Π. Μόργκαν, Κορνέλιους Βάντερμπιλτ, Λίλαντ Στάνφορντ κ.ά.) οι οποίοι κυριάρχησαν όχι μόνο στην οικονομία, αλλά ευρύτερα στον δημόσιο βίο. Παράλληλα, μεγάλες – μεταναστευτικές, κυρίως – κοινότητες ανθρώπων που είχαν συρρεύσει στις ΗΠΑ σε αναζήτηση εργασίας ζούσαν μέσα στη φτώχεια.

Πρέπει, ωστόσο, να επισημάνουμε ότι υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφορές. Κατ’ αρχάς, η ανάμειξη πλούσιων επιχειρηματιών στην πολιτική δεν περιορίζεται μόνο στις ΗΠΑ αλλά αφορά και άλλες χώρες, όπως η Ρωσία, η Ινδία, η Αργεντινή. Επίσης, αυτή η ανάμειξη είναι συχνά πλέον άμεση, δηλαδή είτε οι ίδιοι οι μεγιστάνες επιχειρηματίες καταλαμβάνουν τη θέση των «παραδοσιακών» πολιτικών ανατρέποντας παλαιότερες ισορροπίες στη σχέση της πολιτικής με την οικονομική ισχύ είτε παρεμβαίνουν στον δημόσιο χώρο, με ισχυρή παρουσία και πολιτικό λόγο. Τέλος, σε αντίθεση με τη βιομηχανική εποχή, πρόκειται συχνά για εκπροσώπους του τεχνο-καπιταλισμού, των big tech και των μίντια.

Το ερώτημα όμως που ενδεχομένως παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι τι συμβαίνει σε εκείνες τις χώρες που διαθέτουν σχετικά μακροβιότερες δημοκρατικές παραδόσεις και στις οποίες εκλέγονται οι εκπρόσωποι της «πλουτοκρατίας». Αναμφίβολα, οι αιτίες της συγκεκριμένης πολιτικής επιλογής είναι πολλές και πολυπαραγοντικές. Μία από αυτές συνδέεται με το γεγονός ότι οι πυκνοί δεσμοί ανάμεσα σε οικονομικές και πολιτικές ελίτ έχουν καλλιεργήσει στα εκλογικά σώματα την πεποίθηση ότι δεν υφίσταται λογοδοσία και διαφάνεια στην πολιτική ζωή και επομένως ότι η διάκριση δεν υφίσταται ή δεν είναι λειτουργική.

Ενας άλλος λόγος είναι η σταδιακή εδραίωση προτύπων ατομικής επιτυχίας, πλουτισμού και ανέλιξης, από τον ύστερο 20ό αιώνα μέχρι τις ημέρες μας. Αυτό το μοντέλο ατομικής επιτυχίας δεν περιβάλλεται μόνον με την αίγλη του πλούτου ή τη νοσταλγία της ευμάρειας. Εκφράζεται συχνά από ιδιόμορφες προσωπικότητες και επιχειρηματολογίες που παραπέμπουν σε τεχνο-ουτοπίες ενός υπό κατασκευήν «θαυμαστού νέου κόσμου», με τους δικούς του πρωτοπόρους και κατακτητές.

Αν όμως όλα τα παραπάνω ενδιαφέρουν ένα τμήμα των πολιτών στις σύγχρονες δημοκρατίες, φαίνεται πως ευρείες κοινωνικές ομάδες και τάξεις βρίσκονται σε αναζήτηση ενός κοινωνικού και πολιτικού σχεδίου που μπορεί να τις περιλαμβάνει. Αυτό αφορά ειδικά τους ανθρώπους που ορίζονται ως οι «χαμένοι της παγκοσμιοποίησης». Αν και η θέση τους βρίσκεται στον αντίποδα των μεγιστάνων που διεκδικούν την ψήφο ή την υποστήριξή τους, το όνειρο «να γίνει η χώρα μεγάλη ξανά», η ελπίδα να αναζωογονηθούν τομείς της οικονομίας που πλήττονται, η προσδοκία να ανασυγκροτηθεί μέσα από τον οικονομικό προστατευτισμό και τον κοινωνικό συντηρητισμό ένας «οικείος» κόσμος προσελκύουν κοινωνικά στρώματα και ανοίγουν τον δρόμο στον «λαϊκισμό της πλουτοκρατίας» και στον «αυταρχικό καπιταλισμό». Δεκαετίες εδραίωσης μιας παγκοσμιοποίησης χωρίς έλεγχο και ενός κατακτητικού τεχνο-καπιταλισμού σε συνδυασμό με μια εποχή πολυ-κρίσεων εκτροχιάζουν τα πολιτικά συστήματα και τις δημοκρατίες.

Σήμερα, ο δρόμος για τη μεταβολή αυτής της πραγματικότητας εύλογα φαίνεται μακρύς και δύσβατος ενώ οι απειλές για τη δημοκρατία είναι πολλές. Η δημοκρατία όμως ποτέ δεν ήταν μια δεδομένη πραγματικότητα. Ηταν πάντα ένας υπερασπίσιμος χώρος και μια διαδικασία σε εξέλιξη. Η επίμονη προσπάθεια για την αντιμετώπιση της προπαγάνδας και των fake news, η καταπολέμηση του ρατσισμού, η λογοδοσία, η διαφάνεια, η κοινωνική δικαιοσύνη και η πρόταξη του συλλογικού έναντι του ατομικού συμφέροντος αποτελούν πυξίδες σε μια δύσκολη διαδρομή.

*Η κυρία Εφη Γαζή είναι καθηγήτρια Θεωρίας της Ιστοριογραφίας και Νεότερης Ιστορίας του Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.