Η κλιματική αλλαγή είναι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει και θα συνεχίζει ακόμα εντονότερα στο μέλλον να αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα. Και ενώ οι περισσότεροι νομίζουμε ότι το κλίμα δεν είναι παρά ένα φαινόμενο που καθορίζεται αποκλειστικά από την ατμόσφαιρα, εύκολα ξεχνάμε πως οι θάλασσες και οι ωκεανοί είναι βασικοί ρυθμιστές του κλίματος στην υδρόγειο. Η υδρόσφαιρα που περιβάλλει τον πλανήτη αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό οικοσύστημα που ρυθμίζει το κλίμα απορροφώντας περίπου το 1/4 του διοξειδίου του άνθρακα που παράγεται από ανθρωπογενείς δραστηριότητες και σχεδόν το 90% της αύξησης της θερμότητας που οφείλεται στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, ενώ παράλληλα μέσω των θαλάσσιων ρευμάτων αναδιανέμει τεράστια ποσά ενέργειας σε όλον τον πλανήτη.
Ξεκινώντας από την αύξηση της θερμοκρασίας του νερού και φτάνοντας μέχρι την επίδραση της κλιματικής κρίσης στη βιοποικιλότητα, είναι φανερό ότι οι θάλασσες και οι ωκεανοί είναι στενά συνδεδεμένοι τόσο με τα αίτια όσο και με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Ειδικά στην περιοχή της Μεσογείου, έρευνες έχουν δείξει ότι αυτή ανταποκρίνεται στην κλιματική αλλαγή με σημαντικά ταχύτερους ρυθμούς σε σχέση με τον παγκόσμιο ωκεανό. Προσθέτως, οι έντονες άμεσες ανθρωπογενείς πιέσεις που ασκούνται εδώ και δεκαετίες, όπως η ναυτιλία, η βιομηχανία, η αστικοποίηση των παράκτιων περιοχών, ο τουρισμός, οι αλιευτικές δραστηριότητες και οι πρόσφατες εξορύξεις υδρογονανθράκων κάνουν ακόμα πιο δυσεπίλυτα τα προβλήματα στο θαλάσσιο περιβάλλον.
Ενδεικτικά, η επιφανειακή θερμοκρασία της Μεσογείου αυξάνεται με ρυθμό 0,34 βαθμό Κελσίου ανά δεκαετία (περίοδος 1993-2022 σύμφωνα με το Copernicus Marine Service Ocean State Report), ενώ η τάση αυτή εμφανίζεται ακόμα εντονότερη στην Ανατολική Μεσόγειο (περίπου 0,5 βαθμός ανά δεκαετία την περίοδο 1982-2018). Οι έρευνες συμφωνούν πως ο ρυθμός αύξησης έχει επιταχυνθεί τις δύο τελευταίες δεκαετίες.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως τα τελευταία 30 χρόνια η επιφανειακή θερμοκρασία στη Μεσόγειο αυξήθηκε κατά περίπου 0,6 βαθμούς περισσότερο σε σχέση με τον παγκόσμιο ωκεανό, γεγονός που καταδεικνύει την ταχύτερη ανταπόκριση της Μεσογείου στις κλιματικές πιέσεις. Αύξηση έχει παρατηρηθεί και στην αλατότητα του νερού, αρκετά εντονότερη στην Ανατολική Μεσόγειο.
Παράλληλα, τόσο λόγω της θέρμανσης της θάλασσας όσο και εξαιτίας του λιωσίματος των πάγων πάνω από τη χέρσο του πλανήτη, η στάθμη της θάλασσας στη Μεσόγειο αυξάνεται με ρυθμό 2,5 εκατοστά ανά δεκαετία (περίοδος 1993-2022). Ακόμα πιο απαισιόδοξες είναι οι μελλοντικές επιστημονικές προβλέψεις. Συγκεκριμένα, οι προγνώσεις μιλούν για συνέχιση της ανόδου της επιφανειακής θαλάσσιας θερμοκρασίας στη Μεσόγειο που μπορεί να φτάσει ως και 3 βαθμούς μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα, ενώ μιλούν για άνοδο της στάθμης της θάλασσας πάνω από 1 μέτρο μέχρι το 2100, αν η θέρμανση της ατμόσφαιρας την ίδια χρονική περίοδο φτάσει τους 3 βαθμούς.
Οπως θα περίμενε κανείς, όλες αυτές οι μεταβολές στα χαρακτηριστικά της Μεσογείου επηρεάζουν και τους οργανισμούς που την εποικίζουν. Υπάρχουν μεταβολές στις βιοκοινότητες που έχουν ήδη επισυμβεί, όπως χαρακτηριστικά η είσοδος και εγκατάσταση ξενικών ειδών τροπικής προέλευσης από την Ερυθρά Θάλασσα (λαγοκέφαλος, λεοντόψαρο αλλά και πολλοί λιγότερο γνωστοί οργανισμοί), που επιταχύνθηκε τις τελευταίες δεκαετίες με τη σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας και της αλατότητας στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου η οποία εξομοίωσε τις περιβαλλοντικές συνθήκες στις δύο πλευρές της διώρυγας του Σουέζ.
Παράλληλα, η παρατηρούμενη οξίνιση των νερών έχει σαν αποτέλεσμα οργανισμοί που «χτίζουν» ασβεστολιθικά κελύφη (ασπόνδυλα μαλάκια, κοχύλια αλλά και πλαγκτονικοί οργανισμοί) να αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα στη διαδικασία αυτή. Ο συνδυασμός της αύξησης της θερμοκρασίας με την οξίνιση αλλά και την παρατηρούμενη μείωση του οξυγόνου επιφέρουν αθροιστικά αρνητικές επιπτώσεις στη δομή και λειτουργία των οικοσυστημάτων και τη βιοποικιλότητα.
Οι «μεταναστευτικές ροές» αναμένεται να αυξηθούν, κυρίως προς Βορρά, από τους οργανισμούς που έχουν αυτή τη δυνατότητα ενώ δεν αναμένεται το ίδιο για τους εδραίους, βενθικούς οργανισμούς. Ομως, εκεί που αναμένουμε τις επιδραστικότερες μεταβολές είναι στους βιογεωχημικούς κύκλους των στοιχείων, που συμβαίνουν στο επίπεδο αλληλεπίδρασης των μικροοργανισμών (πλαγκτόν) με το αβιοτικό περιβάλλον.
Εδώ δεν έχουμε ακόμη σαφείς ενδείξεις και μονοσήμαντες προβλέψεις. Ετσι, σε σχέση με τη δυνατότητα απορρόφησης διοξειδίου του άνθρακα μέσω της φωτοσύνθεσης, η αύξηση της επιφανειακής θερμοκρασίας αναμένεται να εντείνει τη στρωμάτωση που θα εμποδίσει περαιτέρω τη βαθύτερη ανάμειξη, άρα και τον εμπλουτισμό των επιφανειακών υδάτων με θρεπτικά συστατικά, οδηγώντας έτσι στη μείωση της παραγωγικότητας και στην ενίσχυση του «ολιγοτροφικού» χαρακτήρα του οικοσυστήματος. Σε κάθε περίπτωση οι επιπτώσεις στους οργανισμούς είναι ιδιαίτερα πολύπλοκες και δεν είναι δυνατή αυτή τη στιγμή μια ασφαλής γενικευμένη πρόβλεψη.
Ο κ. Δημήτρης Βελαώρας είναι κύριος ερευνητής στο Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας του ΕΛΚΕΘΕ.
Η κυρία Στέλλα Ψαρρά είναι διευθύντρια Ερευνών στο Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας του ΕΛΚΕΘΕ.