Το φθινόπωρο δεν είθισται να φέρνει για το αναγνωστικό κοινό μόνο την προσμονή της νέας εκδοτικής περιόδου. Αποτελεί και την περίοδο κατά την οποία απονέμονται τα πιο γνωστά και διακεκριμένα βραβεία της διεθνούς λογοτεχνίας: κατά τη σειρά που είθισται να απονέμονται, Νομπέλ, Goncourt και Booker. Η απόδοσή τους ταυτίζεται πάντοτε με έναν κόμβο συζητήσεων και δημοσιευμάτων που εκβάλλει πλέον όλο και περισσότερο, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, στη στοιχηματική βιομηχανία – η οποία, με τη σειρά της, ανατροφοδοτεί τον διάλογο στη δημόσια σφαίρα.
Η λειτουργία και η απήχηση ενός θεσμού
Σε μικρότερο βαθμό, για ένα πιο περιορισμένο ασφαλώς αριθμητικά κοινό, παρόμοια φαινόμενα περιβάλλουν και τα μικρότερου διαμετρήματος εθνικά ή διεθνή βραβεία. Θα έλεγε κανείς με ασφάλεια, επομένως, ότι πέραν του πρωταρχικού του σκοπού (της διάκρισης εντός της συγγραφικής κοινότητας) ο θεσμός των βραβεύσεων επιτυγχάνει μία από τις παράπλευρες στοχεύσεις του – την προσέλκυση του ενδιαφέροντος γύρω από την ίδια τη διαδικασία.
Το ερώτημα που μπορεί να θέσει κανείς είναι κατά πόσο τα κάθε είδους βραβεία, παγκοσμίου φήμης και πιο εντοπισμένης εμβέλειας, αντιστοιχούν στο ενδιαφέρον του κοινού, κινητοποιούν την αναγνωσιμότητα, αποτυπώνουν τις φωνές της εποχής. Μας κάνουν τα βραβεία να διαβάζουμε περισσότερο, ανοίγουν ορίζοντες, συνομιλούν με την κοινωνία;
Μία απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί είναι ότι ο χαρακτήρας των βραβεύσεων είναι συγκυριακός: σαφώς τα πρόσωπα των κριτών, τα κριτήρια, η παραγωγή της εκάστοτε περιόδου παίζουν αναπόφευκτα τον ρόλο τους. Η επίδρασή τους επίσης εξαρτάται επίσης από συγκυρίες, εκδοτικές και άλλες. Τα προσωπικά κριτήρια του καθενός υπερισχύουν σε σχέση με τις κάθε είδους λίστες, η τιμητική ετικέτα στο εξώφυλλο μπορεί να προσθέτει κύρος όταν εμφανίζεται στις προθήκες ενός βιβλιοπωλείου, δεν συνιστά όμως και εγγύηση αγοράς.
Μακροπρόθεσμα, αβέβαιη είναι και η συμβολή της βράβευσης στην εικόνα ενός λογοτέχνη: τα ονόματα εκείνων που αγνοούνται σήμερα ενώ θεωρήθηκαν φάροι της εποχής τους, όπως, αντίθετα, των παραγνωρισμένων που διακρίθηκαν μεταγενέστερα είναι πλήθος. Μπορεί όμως βάσιμα να υποστηρίξει κανείς ότι η αξία των βραβείων για το ευρύ κοινό ήταν πάντοτε και παραμένει ακριβώς αυτή της αποτύπωσης της στιγμής – του τι δημιουργείται, του τι συζητείται, του τι απασχολεί, του τι προβληματίζει τις ευαίσθητες κεραίες της κάθε εποχής.
Βραβεία για μια απόλαυση βραδείας καύσης
Της Ερσης Σωτηροπούλου
Ενα βραβείο είναι σαν απρόσμενο δώρο. Δίνει χαρά στον συγγραφέα κι έχει ένα στοιχείο ηθικής καταξίωσης. Μπορεί να φέρει περισσότερους αναγνώστες, αν κι αυτό είναι συχνά αμφίβολο για τα βραβεία εντοπισμένης εμβέλειας.
Οι δυνάμεις που ρυθμίζουν την αγορά του βιβλίου και μπορούν να φτιάξουν ένα μπεστ σέλερ δεν φαίνεται να επηρεάζονται από κρατικά ή τοπικά βραβεία.
Εκείνα που κάνουν τη διαφορά, πέρα από το Νομπέλ, είναι τα βραβεία διεθνούς απήχησης όπως το Goncourt και το Booker. Η κατάκτηση ενός τέτοιου βραβείου εξασφαλίζει τη διεθνή αναγνώριση του συγγραφέα και λειτουργεί ως επιταχυντής των πωλήσεων και ισχυρό εργαλείο προώθησης για τον βραβευμένο τίτλο. Ειδικά με το Goncourt, το οποίο συνοδεύεται από μια συμβολική επιταγή 10 ευρώ, οι πωλήσεις μπορούν να ξεπεράσουν τα 400.000 αντίτυπα αμέσως μετά την ανακοίνωση του νικητή και η ζωντανή παρουσία του βραβευμένου βιβλίου στα βιβλιοπωλεία είναι εγγυημένη τουλάχιστον για έναν χρόνο.
Θα διαβαστούν όλα αυτά τα βιβλία; Αυτό είναι το ερώτημα. Νομίζω ότι ο χρόνος που μπορούμε να αφοσιωθούμε στο διάβασμα χωρίς εξωτερικά ερεθίσματα έχει συρρικνωθεί δραματικά. Δεν είναι μόνο ποσοτική διαπίστωση, αλλά η ποιότητα του χρόνου έχει αλλοιωθεί, διάτρητη από υπενθυμίσεις, μηνύματα, ερεθίσματα συχνά επουσιώδη, ανόητα. Η εικόνα που έχω για το διάβασμα είναι η εικόνα κάποιου που διαβάζει ένα βιβλίο, το αφήνει στην άκρη και σηκώνεται γιατί πρέπει να κάνει κάτι άλλο κι όλη την ώρα που κάνει αυτό το άλλο σκέφτεται το βιβλίο, το βιβλίο είναι μέσα του, νιώθει αδημονησία, μέχρι που ξανακάθεται και το παίρνει στα χέρια του. Το διάβασμα είναι μια απόλαυση βραδείας καύσης.
Πέρα από τη συρρίκνωση του προσωπικού χρόνου, μια άλλη απειλή για το διάβασμα θα προκύψει σύντομα από τις εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης. Το λογοτεχνικό τοπίο κινδυνεύει να γίνει πιο ομοιόμορφο, οι εκπλήξεις αναμενόμενες. Η χρήση των αλγορίθμων της τεχνητής νοημοσύνης από τους εκδότες, προκειμένου να αντλήσουν δεδομένα σχετικά με τις προτιμήσεις και τις αγοραστικές συνήθειες των αναγνωστών ώστε να επιλέξουν βιβλία που έχουν περισσότερες πιθανότητες να πετύχουν και να γίνουν ευπώλητα, αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε συμβατικές επιλογές, χωρίς κανένα ρίσκο. Ο Μαρσέλ Προυστ δεν θα είχε καμία ελπίδα την εποχή της τεχνητής νοημοσύνης. Ο φόβος μου δεν είναι ότι οι αλγόριθμοι της τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούν να γράψουν σαν κι εμάς, αλλά ότι εμείς θα καταλήξουμε να γράφουμε όπως οι αλγόριθμοι.
Η κυρία Ερση Σωτηροπούλου είναι συγγραφέας.
Βραβεύσεις εντίμως και ανεντίμως
Του Ευριπίδη Γαραντούδη
Στην εποχή μας τα κάθε είδους και μικρότερης ή μεγαλύτερης εμβέλειας βραβεία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του λογοτεχνικού-κριτικού θεσμού, στην Ελλάδα και διεθνώς. Η σημασία τους σταθμίζεται από τη διάδραση ανάμεσα στη συγχρονική και στη διαχρονική λειτουργία τους. Ας δούμε αρχικά πώς λειτουργούν τα βραβεία από τη συγχρονική σκοπιά. Oταν τα βραβεία έχουν θεσμική οντότητα και περιβάλλονται με κύρος, επιφέρουν προβολή του έργου ενός λογοτέχνη ή συγγραφέα, συνεπώς εγγράφονται στους παράγοντες που συντελούν στην καταξίωσή του στον χρόνο της βράβευσης. Και αυτό συμβαίνει ενώ όλοι γνωρίζουν, τη εξαιρέσει ενδεχομένως των βραβευθέντων, ότι τα βραβεία επηρεάζονται από την παροντικότητα μέσα στην οποία αναπόφευκτα λειτουργεί το περιβάλλον τους.
Συγκεκριμένα, υπόκεινται σε παράγοντες όπως τα κατά καιρούς διαφορετικά πρόσωπα των κριτών, τα διαφορετικά κατά περιόδους κριτήρια βράβευσης (για παράδειγμα, ως προς το ποια είναι τα λογοτεχνικά ή και τα γραμματειακά είδη) ή οι διαφορετικές κατηγορίες βραβείων (για παράδειγμα, τα βραβεία πρωτοεμφανιζόμενων λογοτεχνών δεν υπήρχαν παλαιότερα). Σε ό,τι αφορά τα ετήσια βραβεία, υπάρχει ο περιορισμός ότι η δεξαμενή των προς βράβευση βιβλίων είναι η εκδοτική παραγωγή μιας συγκεκριμένης χρονιάς, ενώ είναι πιθανό σε ένα έτος να έχουν εκδοθεί πολλά σημαντικά, σε διάφορες κατηγορίες, έργα.
Επίσης για την επιλογή προς βράβευση ενός έργου ή προσώπου εφαρμόζεται μια άτυπη επετηρίδα στη βάση της οποίας σταθμίζεται η επιλογή: έχει ήδη βραβευτεί ο συγγραφέας προηγουμένως – πόσο πρόσφατα, πόσες φορές και από ποιον φορέα; Ποια είναι η ηλικία, το φύλο του ή και οι περιστάσεις στις οποίες βρίσκεται; Σε ποια γενιά, ομάδα ή τάση ανήκει; Oλα αυτά προσμετρώνται λοιπόν στη διαμόρφωση μιας παροντικής επιλογής. Στα διεθνή βραβεία, ακόμη και στο γνωστότερο, το Νoμπέλ, ένας επιπρόσθετος περιορισμός είναι ότι οι εκλέκτορες των βραβείων γνωρίζουν τα περισσότερα έργα από μεταφράσεις, καλές, μέτριες ή κακές.
Σε ό,τι αφορά τη διαχρονική θεώρηση των βραβείων, η συμβολή τους στη μακρά πρόσληψη του έργου ενός συγγραφέα ή στην καθιέρωσή του είναι αβέβαιη ή και αμελητέα, καθώς ο αντίκτυπός τους συναρτάται με πολλούς άλλους παράγοντες. Οσο κι αν τα βραβεία λογίζονται ως συντελεστές καταξίωσης γενικότερα ενός συγγραφικού έργου, η κατοχύρωση της αξίας στον κανόνα της λογοτεχνίας, της κριτικής και της επιστήμης είναι μια πολυπαραγοντική και σύνθετη διαδικασία που εκτυλίσσεται στη διάρκεια του χρόνου. Το 1935, όταν ο, ασήμαντος σήμερα, Σπύρος Μελάς έγινε ακαδημαϊκός, ήταν περισσότερο διακεκριμένος και προβεβλημένος από τον διάσημο σήμερα Καβάφη, που πέθανε δύο χρόνια νωρίτερα.
«Στις μέρες μας, σε μια εποχή κυριαρχημένη από τον κυκεώνα των πληροφοριών και τα μέσα που τις διακινούν ταχύτατα, πρέπει να συνεχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε ιδίως τη λογοτεχνία ως τέχνη με διαχρονική αξία.»
Στις μέρες μας, σε μια εποχή κυριαρχημένη από τον κυκεώνα των πληροφοριών και τα μέσα που τις διακινούν ταχύτατα, πρέπει να συνεχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε ιδίως τη λογοτεχνία ως τέχνη με διαχρονική αξία. Ενταγμένα στη μεγάλη κλίμακα της λογοτεχνικής ιστορίας και κρινόμενα με βάση τα δικά της, κατασταλαγμένα αξιολογικά κριτήρια, τα βραβεία δεν τιμούν μόνο τους τιμώμενους, αλλά και, λιγότερο ή περισσότερο, αυτούς που τα απονέμουν. Με άλλα λόγια, η αξία τους κρίνεται από το κύρος αυτών που βραβεύουν και από τη διαφάνεια και την αξιοπιστία των διαδικασιών της βράβευσης. Οι συστηματικοί αναγνώστες της λογοτεχνίας, και ειδικά όσοι από αυτούς συμμετέχουν στον λογοτεχνικό-κριτικό θεσμό, δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσουν μεταξύ τους για την ορθότητα των επιλογών των κάθε είδους βραβείων.
Αλλά τα βραβεία είναι χρήσιμα για τους μη ειδικούς αναγνώστες ως παράγοντες «εξωστρέφειας», στον ίδιο βαθμό που είναι χρήσιμες εκδηλώσεις όπως τα ποιητικά φεστιβάλ και οι παρουσιάσεις λογοτεχνικών βιβλίων και εκδόσεις όπως οι ανθολογίες. Τα όποια, μαρτυρημένα στο παρελθόν, κρούσματα αδιαφάνειας και αναξιοπιστίας γύρω από τα βραβεία, που πολλοί εικάζουν ότι συμβαίνουν και στο παρόν, δεν οφείλονται στον λογοτεχνικό-κριτικό θεσμό αλλά στα πρόσωπα που τον στελεχώνουν – υπάρχουν, για παράδειγμα, από τη μία ο ανέντιμος Γιάννης Ψυχάρης και από την άλλη ο έντιμος Γιώργος Σεφέρης. Στο βάθος του χρόνου και μέσα από τη συστηματική μελέτη των πραγματολογικών στοιχείων γύρω από τα βραβεία γνωρίζουμε ως ένα σημείο ποιοι άξιοι ή και έντιμοι αλλά και ποιοι ανάξιοι ή και ανέντιμοι βραβεύτηκαν και από ποιους, θεσμούς, φορείς και πρόσωπα.
Ο κ. Ευριπίδης Γαραντούδης είναι καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ, πρόεδρος Επιτροπής Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων.
Μόνος απέναντι στο έργο του
Της Αγγελικής Κορρέ
Αναθυμάμαι συχνά πως χρόνια πριν, περνώντας από την προτομή του Σολωμού στον Εθνικό Κήπο, μια Βρετανίδα μου ζήτησε να τη φωτογραφίσω. Μου είπε πως κάνει διατριβή για τον Σολωμό στο Λονδίνο. Μετανιώνω που δεν τη ρώτησα τι ερευνούσε ή πώς τον ανακάλυψε. Ο Σολωμός δεν έλαβε Νομπέλ Λογοτεχνίας (ούτε καν Κρατικό Ποίησης!), μόνο τη ρετσινιά του «εθνικού ποιητή», που είναι τιμή τόσο όσο η κουτσουλιά είναι γούρι.
Οι περισσότεροι καταλαβαίνουν ότι τα βραβεία είναι θέμα συγκυριών και το αντίκρισμά τους σχετικό. Πολλοί διαβάζουν Μπόρχες προτού διαβάσουν Πάτρικ Γουάιτ (αν διαβάσουν ποτέ Γουάιτ) ή Κάφκα προτού διαβάσουν Γκράτσια Ντελέντα (αν διαβάσουν ποτέ Ντελέντα). Μα ίσως διαβάσουν Τόμας Μαν (Νομπέλ Λογοτεχνίας 1929) ή Γουίλιαμ Φόκνερ (1949) προτού διαβάσουν όλους τους άλλους. Η αίσθησή μας περί του τι διαβάζεται ή όχι είναι επίσης έκθετη στις συγκυρίες. Ο Αλεϊσάντρε βραβεύτηκε το 1977, αλλά το μοναδικό βιβλίο στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 2020 και αγνοήθηκε – δυστυχέστατα – από την κριτική. Τον Τράνστρεμερ πολλοί τον διαβάζουν μανιωδώς από τη βράβευσή του (2011) και ύστερα, απλώς επειδή έτσι τον έμαθαν. Και ο Στίβεν Κινγκ με το Νομπέλ θα ανακάλυψε τον Σεφέρη – μα σίγουρα δεν παραπέμπεις σε στίχους όπως «Να ‘ναι η φωνή/ πεθαμένων φίλων μας/ ή φωνογράφος;» αν δεν σου έχουν αγγίξει μια βαθύτερη χορδή.
Τα πάσης φύσεως λογοτεχνικά βραβεία λειτουργούν όπως τα κινήματα ή οι γενιές: ως ταξινομική μέθοδος, που πρακτικά δεν σημαίνει πολλά. Η αξία τους είναι κυρίως γραμματολογική. Οπωσδήποτε υπάρχει μια βραχυπρόθεσμη επίδραση στις τάσεις του κοινού, αλλά με την προϋπόθεση ότι το κοινό ενδιαφέρεται ήδη.
Το 2020 το Νομπέλ Λογοτεχνίας απονεμήθηκε στην Γκλικ «για την αλάνθαστη ποιητική φωνή της, που με λιτή ομορφιά κάνει την ατομική ύπαρξη οικουμενική». Αναρωτήθηκα τότε αν η ατομική ύπαρξη ήταν εκείνο το χοντρό πράγμα στη μέση του γαλαξία που βρήκαν οι Γκέντσελ και Γκεζ, οι οποίοι τιμήθηκαν με το Νομπέλ Φυσικής την ίδια χρονιά «για την ανακάλυψη μιας υπερμεγέθους συμπαγούς μάζας στο κέντρο του γαλαξία μας». Οι δε Κατζίτα και Μακ Ντόναλντ, που τιμήθηκαν με Νομπέλ Φυσικής το 2015 επειδή ανακάλυψαν ότι τα νετρίνα έχουν μάζα, σίγουρα δεν γονάτισαν το Internet όπως η Αλεξίεβιτς (2015) με εκείνα τα «πολυφωνικά γραπτά», που έκαναν πολλούς να αναρωτιούνται πού το πάει η Σουηδική Ακαδημία, όπως αναρωτήθηκαν με τον Ντίλαν, τον Τσόρτσιλ, τον Ράσελ, τον Μπερξόν. Αλλά δεν είναι τα νετρίνα κάπως πιο σημαντικό θέμα από το αν μια δημοσιογράφος αξίζει το Νομπέλ Λογοτεχνίας;
Μάλλον όχι. Διότι τα νετρίνα, σε αντίθεση με τη λογοτεχνία, δεν είναι δυνάμει κτήμα όλων, δεν αποτυπώνουν την ανθρώπινη πραγματικότητα όπως ο άνθρωπος την εννοεί και, κυρίως, δεν μπορούν να κατακτηθούν ιδίαις δυνάμεσι από όλους. Τα νετρίνα ή οι οιονεί κρύσταλλοι, που έδωσαν το Νομπέλ Χημείας στον Σέχτμαν το 2011, δεν είναι κτήμα κανενός, δεν ερεθίζουν κανενός το φαντασιακό.
«Οπως ο λογοτέχνης είναι πάντα μόνος απέναντι στον αναγνώστη, έτσι και ο αναγνώστης είναι πάντα μόνος απέναντι στον λογοτέχνη.»
Βέβαια, ως γνωστόν, οι μεγάλοι λογοτέχνες είναι αμίμητοι (έχουν κάτι τόσο χαρακτηριστικό, που κάθε επιρροή θα δημιουργούσε κακέκτυπα). Συνεπώς, δεν μπορούν να γίνουν κτήμα κανενός. Σε αυτό μοιάζουν με τα νετρίνα ή τους οιονεί κρυστάλλους. Η ανεξέλεγκτη τύχη που έφερε εκείνη τη Βρετανίδα στον Σολωμό ήταν ένα πράγμα, και ένα άλλο ήταν το σαράκι που την έκανε να του αφιερωθεί. Θα μπορούσε να τον είχε ανακαλύψει από ένα Νομπέλ, ένα ταξίδι στη Ζάκυνθο ή διηγήσεις ελληνίδας γιαγιάς. Αλλά για να τον κατακτήσει θα χρειαζόταν περισσότερα, όπως χρειάστηκε ο Κινγκ με τον Σεφέρη. Οπως ο λογοτέχνης είναι πάντα μόνος απέναντι στον αναγνώστη, έτσι και ο αναγνώστης είναι πάντα μόνος απέναντι στον λογοτέχνη. Εξάλλου, μήπως ένα βραβείο στον Σολωμό θα εξασφάλιζε πως ο αναγνώστης θα διέκρινε τον Χέγκελ;
Τα βραβεία είναι μια ανάδειξη και ανάδειξη σημαίνει κατεύθυνση – μία, ανάμεσα σε χιλιάδες. Ενδεχομένως δεν έχει σημασία ποιος βραβεύεται, αλλά τι βραβεύεται (η τέχνη, η επιστήμη, οτιδήποτε), πράγματα σημαντικά για την ερμηνεία της ζωής. Είναι η ίδια η συζήτηση που ξεσηκώνουν ωφέλιμη, για την εκάστοτε πτυχή της ανθρώπινης κατάστασης όπου στρέφουν την προσοχή του κόσμου. Από εκεί και πέρα, ο άνθρωπος είναι πάντα μόνος απέναντι στα έργα του – και αυτό είναι το ευτύχημά του.
Η κυρία Αγγελική Κορρέ είναι ποιήτρια, μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων.