Η πανδημία του κορωνοϊού επιβεβαιώνει ότι το κεϊνσιανό κράτος και οι δημόσιες πολιτικές παραμένουν το μόνο ασφαλές καταφύγιο της κοινωνίας. Ιδιαίτερα σε περιόδους χωρίς προηγούμενο, όπως η σημερινή.

Επιβεβαιώνει, παράλληλα, ότι τα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα περί κράτους-βάρους στην κοινωνία αποτελούν επικίνδυνη αεροβασία όταν οι απειλές στην οικονομική και κοινωνική συνοχή είναι ισχυρές και απρόβλεπτες.

Πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αναλαμβάνουν τον ρόλο του εγγυητή ρευστότητας έσχατης καταφυγής, ώστε να αποτρέψουν τη μετεξέλιξη της βραχυπρόθεσμα μειωμένης ζήτησης σε μακροχρόνια ύφεση και χρηματοπιστωτική κρίση. Το ίδιο πράττει και η γερμανική κυβέρνηση σε σχέση με τις επιχειρήσεις της που πλήττονται, διατηρώντας τις ενστάσεις της περί «ηθικού κινδύνου» μόνο στην Ευρώπη, από κοινού με την Ολλανδία.

Ωστόσο, οι ήδη ασκούμενες πολιτικές δημοσιονομικής επέκτασης σε εθνικό επίπεδο, χωρίς συντονισμένη δημοσιονομική επέκταση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα συμβάλουν στην ενίσχυση των ανισορροπιών εντός της ευρωζώνης.

Οι συμμετρικές κρίσεις χρειάζονται συμμετρικές απαντήσεις. Τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν υποκαθιστούν τη δημοσιονομική επέκταση. Γι’ αυτό άμεση προτεραιότητα θα πρέπει να είναι όχι δάνεια, αλλά η έκδοση ευρωομολόγου, χωρίς τις μνημονιακές αιρεσιμότητες του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας. Με τον τρόπο αυτόν, θα αποτραπεί η διεύρυνση των δημοσιονομικών ανισορροπιών Βορρά-Νότου και θα ενισχυθούν η δημοσιονομική εμβάθυνση και η σταθερότητα της ευρωζώνης.

Παράλληλα, το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα έπρεπε να έχει ανασταλεί για τη διετία 2020-2021 για να διευκολυνθεί η ταχεία και κοινωνικά βιώσιμη ανάκαμψη. Η πλήρης ευελιξία του, με την ενεργοποίηση της ρήτρας γενικής εξαίρεσης, ως προσωρινή απόκλιση από τους στόχους του για το 2020 – αλλά όχι και από τις διαδικασίες του – δεν ισοδυναμεί με αναστολή του. Είναι επαναβεβαίωση της ισχύος του, σύμφωνα με το Eco/Fin της περασμένης Δευτέρας.

Η ευρωζώνη θα γίνει η ίδια θύμα του κορωνοϊού, εάν δεν ανταποκριθεί συλλογικά και αποτελεσματικά στην υπαρξιακή πρόκληση που αντιμετωπίζει. Η σημερινή κρίση θα αποδειχθεί η πολιτικά κρισιμότερη. Γιατί πλήττει δυσανάλογα όχι μικρές οικονομίες, όπως η ελληνική, αλλά μεγάλες, όπως η ιταλική, η ισπανική και η γαλλική. Η διαφοροποιημένη έντασή της στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν σχετίζεται με εσωτερικά αίτια και ενδεχόμενες αβελτηρίες του παρελθόντος, αλλά, σε μεγάλο βαθμό, με αδυναμίες των εθνικών συστημάτων πρόληψης και υγείας. Σχετίζεται, δηλαδή, με τις συνέπειες από τη δεκαετή λιτότητα στην Ευρώπη. Αυτό δημιουργεί τις πολιτικές προϋποθέσεις ώστε η επόμενη μέρα να είναι διαφορετική. Γι’ αυτό, τυχόν εμμονή στη γερμανικής εμπνεύσεως διαχείριση της οικονομικής κρίσης, που συνοψίζεται στη φράση «λίγα, αργά, και με δάνεια» θα αποσυνθέσει την ευρωζώνη.

Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η Ελλάδα διέρχεται διπλή εξωγενή κρίση: όχι μόνο την πανδημία του κορωνοϊού αλλά και την οργανωμένη προσπάθεια πρόκλησης νέας προσφυγικής/μεταναστευτικής κρίσης στην Ευρώπη, ως γεωπολιτικό όπλο από την τουρκική ηγεσία.

Το κλείσιμο των συνόρων μας με την Τουρκία σε παρατεταμένες συνθήκες έκτακτης ανάγκης, που υπερβαίνουν την αυτονόητη υποχρέωση φύλαξης των συνόρων ενός κυρίαρχου κράτους, απαιτεί, πέρα από κάθε πρόβλεψη, πρωτοφανή κινητοποίηση ανθρώπινων και οικονομικών πόρων. Ο ελληνικός λαός επιβαρύνεται με πρόσθετο κόστος, από το οποίο η Ευρωπαϊκή Ενωση αντλεί το όφελος ότι αποφεύγει την επανάληψη της μεταναστευτικής κρίσης του 2015.

Με αυτά τα δεδομένα, η Ευρώπη έχει ηθική και πολιτική υποχρέωση να χαλαρώσει τη δική της θηλιά από τον λαιμό μας, μειώνοντας σημαντικά τα πρωτογενή πλεονάσματα όχι μόνο για το 2020, αλλά και για την υπολειπόμενη διετία 2021-2022. Η Ελλάδα δεν μπορεί να σηκώνει ταυτόχρονα τα βάρη των συνεπειών από τρεις ευρωπαϊκές κρίσεις – της οικονομικής, της δημόσιας υγείας και της προσφυγικής/μεταναστευτικής.

Ο κ. Παναγιώτης Παυλόπουλος είναι τέως γενικός γραμματέας Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο υπουργείο Εξωτερικών.