Στο «Σάββατο» του πολυβραβευμένου βρετανού συγγραφέα Ιαν Μακ Γιούαν ο 48χρονος πρωταγωνιστής, νευροχειρουργός Χένρι Περόουν, διαφωνεί με τη νεαρή κόρη του για την επικείμενη εισβολή στο Ιράκ. «Επομένως είσαι υπέρ του πολέμου».

«Οπως είπα, δεν είμαι υπέρ κανενός πολέμου. Αλλά αυτός θα μπορούσε να είναι το μικρότερο κακό. Θα το ξέρουμε σε πέντε χρόνια».

[…]

«Λες, προχωρήστε με τον πόλεμο, και σε πέντε χρόνια, αν φέρει αποτέλεσμα, θα είσαι υπέρ του, αν όχι, τότε δεν θα είσαι ο υπεύθυνος. Είσαι ένας μορφωμένος άνθρωπος που ζει σ’ αυτό που ονομάζουμε ώριμη δημοκρατία, και η κυβέρνησή μας πηγαίνει σε πόλεμο. Αν νομίζεις πως αυτό είναι καλή ιδέα, πολύ ωραία, πες το, δώσε επιχειρήματα, αλλά μην καλύπτεις τα νώτα σου. Θα στείλουμε στρατεύματα ή όχι. Τώρα συμβαίνει. Και το να κάνεις εικασίες για το μέλλον είναι αυτό που καμιά φορά κάνεις μπροστά σε μια ηθική επιλογή. Σημαίνει: σκέφτομαι σταθμίζοντας τις συνέπειες. Είμαι εναντίον του πολέμου επειδή πιστεύω πως θα συμβούν φοβερά πράγματα. Εσύ νομίζεις πως θα προκύψουν καλά, αλλά δεν υποστηρίζεις αυτό που πιστεύεις».

[…]

«Ακου Ντέιζυ, αν ήταν στο χέρι μου, αυτά τα στρατεύματα δεν θα βρίσκονταν στα ιρακινά σύνορα. Δεν είναι η καλύτερη στιγμή ν’ αρχίσει πόλεμο η Δύση με ένα αραβικό έθνος. Και μάλιστα χωρίς να διαφαίνεται κάποιο σχέδιο για τους Παλαιστίνιους. Αλλά ο πόλεμος θα γίνει, με ή χωρίς την έγκριση των Ηνωμένων Εθνών, ό,τι και να λέει η όποια κυβέρνηση και παρά τις μαζικές διαδηλώσεις. Τα κρυμμένα όπλα, είτε υπάρχουν είτε όχι, είναι άσχετα. Η εισβολή θα γίνει, και από στρατιωτική άποψη είναι βέβαιο πως θα πετύχει. Θα είναι το τέλος του Σαντάμ και ενός από τα πιο απεχθή καθεστώτα που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, και θα ευχαριστηθώ».

«Δηλαδή οι απλοί Ιρακινοί πρώτα την παθαίνουν από τον Σαντάμ και τώρα πρέπει να υποστούν και τους αμερικανικούς πυραύλους, αλλά όλα είναι μια χαρά αφού εσύ θα είσαι ευχαριστημένος».

[…]

Εκείνη τον διακόπτει και η φωνή της είναι δυνατή. «Σταμάτα να διαστρέφεις τα λόγια μου. Κανείς δεν διαφωνεί να κυνηγήσουμε την Αλ Κάιντα. Μιλάμε για το Ιράκ. Πώς γίνεται οι λιγοστοί που δεν είναι εναντίον αυτού του βρώμικου πολέμου να είναι όλοι πάνω απ’ τα σαράντα; Τι συμβαίνει όταν γερνάς; Δεν βλέπεις την ώρα ν’ ανταμώσεις τον θάνατο;».

[…]

«Ο θάνατος είναι ολόγυρά μας», συμφωνεί. «Ρώτα τους βασανιστές του Σαντάμ στη φυλακή του Αμπού Γκράιμπ και τους είκοσι χιλιάδες έγκλειστους. Και θέλω να σε ρωτήσω. Πώς γίνεται και ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο εκατομμύρια ιδεαλιστές σήμερα να μην είδα ούτε ένα πανό, ούτε μια φωνή να υψωθεί κατά του Σαντάμ;».

«Είναι απεχθής», λέει εκείνη. «Είναι δεδομένο».

«Οχι, δεν είναι δεδομένο. Ξεχασμένο είναι. Τότε γιατί όλοι σας τραγουδούσατε και χορεύατε στο πάρκο; Η γενοκτονία και τα βασανιστήρια, οι μαζικοί τάφοι, η μυστική αστυνομία, το δολοφονικό απολυταρχικό κράτος – η γενιά του iPod δεν θέλει να ξέρει. Τίποτε δεν θέλουν να παρεμβληθεί ανάμεσα σ’ αυτούς και το clubbing με ecstasy και τα φτηνά αεροπορικά εισιτήρια και τα τηλεοπτικά reality. Αλλά θα συμβεί, αν δεν κάνουμε κάτι. Νομίζετε πως είστε όλοι χαριτωμένοι και ευγενείς και αθώοι, όμως οι θρησκευτικοί ναζί σας απεχθάνονται. Γιατί νομίζετε πως έβαλαν τη βόμβα στο Μπαλί; Χτύπησαν τους clubbers. Το φανατικό Ισλάμ μισεί την ελευθερία σας».

Εκείνη υποκρίνεται την κατάπληκτη. «Μπαμπά, λυπάμαι που είσαι τόσο ευαίσθητος με την ηλικία σου. Αλλά το Μπαλί ήταν δουλειά της Αλ Κάιντα και όχι του Σαντάμ. Τίποτε απ’ όσα είπες δεν δικαιολογεί την εισβολή στο Ιράκ».

[…]

«Δεν πρόκειται μόνο για το Ιράκ. Μιλάω για τη Συρία, το Ιράν, τη Σαουδική Αραβία, μια τεράστια ζώνη καταπίεσης, διαφθοράς και μιζέριας. Σε λίγο θα είσαι μια συγγραφέας που έχει εκδώσει τη δουλειά της. Πώς και δεν σ’ ενοχλεί η λογοκρισία και οι ομότεχνοί σου συγγραφείς στις αραβικές φυλακές, και μάλιστα στην ίδια περιοχή όπου επινοήθηκε η γραφή; Ή μήπως η ελευθερία και η έλλειψη των βασανιστηρίων είναι μια δυτική επιτήδευση που δεν θα έπρεπε να επιβάλλουμε στους άλλους;».

«Ω, για όνομα του Θεού, όχι πάλι αυτό το παραμύθι της σχετικότητας. Και συνεχώς φεύγεις απ’ το θέμα. Κανείς δεν θέλει τους άραβες συγγραφείς στη φυλακή. Ωστόσο η εισβολή στο Ιράκ δεν πρόκειται να τους απελευθερώσει».

«Θα μπορούσε. Να μια ευκαιρία ν’ αλλάξουμε ένα κράτος. Να φυτέψουμε ένα σπόρο. Να δούμε αν θα βλαστήσει και θα απλωθεί».

«Δεν φυτεύεις σπόρους με πυραύλους Κρουζ. Ο λαός θα μισήσει τους εισβολείς. Οι θρησκευτικοί εξτρεμιστές θα αποκτήσουν μεγαλύτερη δύναμη. Θα υπάρχει λιγότερη ελευθερία, περισσότεροι συγγραφείς στις φυλακές».

«Βάζω στοίχημα πενήντα λίρες πως τρεις μήνες μετά την εισβολή θα υπάρχει ελευθερία του Τύπου στο Ιράκ και ελεύθερη πρόσβαση στο διαδίκτυο. Στο Ιράν οι αναμορφωτές θα ενθαρρυνθούν, οι ηγεμόνες της Συρίας, της Λιβύης και της Σαουδικής Αραβίας θ’ αρχίσουν να τρέμουν».

Η Ντέιζυ λέει, «Ωραία. Κι εγώ βάζω στοίχημα πενήντα λίρες πως θα είναι ένα χάος που ακόμη κι εσύ θα εύχεσαι να μην είχε συμβεί».

 

Ian McEwan, «Σάββατο». Μετάφραση Μαρία Γεωργουσοπούλου, εκδ. Νεφέλη, 2006.