Μεταπολεμικά, η άκρα δεξιά παρέμενε επί δεκαετίες στο πολιτικό περιθώριο. Οι ιδεολογικές συνδέσεις της με τον φασισμό και το γεγονός ότι ο οργανωμένος χώρος της σε χώρες όπως η Ιταλία, η Γερμανία ή η Αυστρία εμφάνιζε συνέχειες με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ού αιώνα, μείωνε σημαντικά την επίδραση της άκρας δεξιάς στο εκλογικό σώμα.
Ο εκλογικός εξοστρακισμός της προπάντων την πρώτη μεταπολεμική περίοδο συμπληρωνόταν με μια στάση θεσμικής «υγειονομικής ζώνης» (cordon sanitaire). Πρόκειται για έναν άτυπο κλοιό που σχημάτιζαν τα δημοκρατικά κόμματα και τα ΜΜΕ σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες προκειμένου να περιορίσουν την επιρροή της άκρας δεξιάς μη νομιμοποιώντας την παρουσία της και απομονώνοντάς την πολιτικά.
Η μετεωρική άνοδος της εκλογικής επιρροής της άκρας δεξιάς σχεδόν απ’ άκρου εις άκρον της ΕΕ που λαμβάνει χώρα στη στροφή του αιώνα σταδιακά μετακινεί την τοποθέτησή της από το περιθώριο της πολιτικο-κομματικής αρένας σε περισσότερο επιδραστικές θέσεις στο κομματικό και πολιτικό σύστημα. Η εκλογική άνοδος της άκρας δεξιάς επικυρώνεται στις ευρωεκλογές του 2014, στις οποίες η δύναμη των κάθε είδους ακροδεξιών συνδυασμών τριπλασιάζεται σε σύγκριση με την αντίστοιχη επιρροή του χώρου στις τελευταίες ευρωεκλογές του 20ού αιώνα (βλ. V. Georgiadou, L. Rori, C. Roumanias, «Mapping the European far right in the 21st century: A meso-level analysis», Electoral Studies 54, 2018).
Σε συνδυασμό με την αύξηση της κινηματικής της δυναμικής που εκφράζεται μέσα από την παρουσία της στα διάφορα ταυτοτικά (identitarian) κινήματα, η άκρα δεξιά αφενός μεν δικτυώνεται με ευρύτερα ακροατήρια μέσα και έξω από την εθνική επικράτεια και αφετέρου επικαιροποιεί το ιδεολογικό της credo εμπλουτίζοντάς το με θεματικές όπως εκείνες της εναντίωσης στην παγκοσμιοποίηση, τη μετανάστευση και το Ισλάμ, οι οποίες είναι ακριβώς αυτές που τροφοδοτούν τα «παράπονα» των ψηφοφόρων διευκολύνοντας τη στροφή τους προς μια λαϊκιστική ή και εξτρεμιστική εκδοχή της άκρας δεξιάς.
Η επιρροή της άκρας δεξιάς δεν είναι γραμμική· υπάρχουν διακυμάνσεις, ενώ εντοπίζονται περίοδοι με υποχώρηση της δυναμικής της. Ωστόσο, συνολικά εξεταζόμενη η άκρα δεξιά, εμφανίζεται πλέον ως μια καθιερωμένη πολιτική ομάδα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Ως «κομματική οικογένεια» η παρουσία της έχει παγιωθεί τόσο στις χώρες του οικονομικά εύρωστου ευρωπαϊκού Βορρά όσο και του πιο ευάλωτου ευρωπαϊκού Νότου, τόσο στις εδραιωμένες όσο και στις νεότευκτες ευρωπαϊκές δημοκρατίες.
Παρά την αύξηση της επιρροής της, κομβικό χαρακτηριστικό της άκρας δεξιάς παραμένει η εκ μέρους της – ανοικτή ή καμουφλαρισμένη – αμφισβήτηση των βασικών αρχών της φιλελεύθερης δημοκρατίας που είναι η πολυφωνία και ο πλουραλισμός, η καθολική ισότητα, η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η αναγνώριση των αντιπροσωπευτικών θεσμών και του κράτους δικαίου.
Με την αύξηση της, εκλογικής προπάντων, επιρροής της άκρας δεξιάς και μπροστά στον φόβο των κατεστημένων κομμάτων του δημοκρατικού τόξου για περαιτέρω υποχώρηση της επιρροής τους σε τμήματα των εκλογέων τους που ελκύονται από τη λαϊκιστική ρητορική, τις εναντιωματικές θέσεις και την πολεμική εναντίον «του συστήματος» που υιοθετούν τα κόμματα της άκρας δεξιάς, το αφήγημά της «κανονικοποιείται»· δηλαδή τίθενται σε λειτουργία μηχανισμοί έστω μερικής απορρόφησης και διείσδυσης του ακροδεξιού αφηγήματος στη δημόσια σφαίρα και τους θεσμούς.
Περισσότερο ακόμη κι από την εντυπωσιακή αύξηση της εκλογικής υποστήριξης της άκρας δεξιάς σημασία έχει η υποχώρηση της ανθεκτικότητας της δημοκρατίας και των θεσμών της απέναντι στις ιδέες, τη συλλογιστική, ακόμη και τις πρακτικές της άκρας δεξιάς. Κι αν η συμβατική σοφία υποστηρίζει ότι οι διεργασίες της κανονικοποίησης διαθέτουν ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό πρόσημο και επιδρούν πάνω στο συντηρητικό τμήμα του πολιτικού φάσματος που μοιράζεται κεντρικά μοτίβα εθνικιστικής ιδεολογίας με τον ακροδεξιό πόλο, η αλήθεια είναι ότι η κανονικοποίηση έχει διεισδύσει σε ένα πολύ ευρύτερο τμήμα του πολιτικο-ιδεολογικού spectrum.
Ενα πρόσφατο παράδειγμα που πιστοποιεί τη διεύρυνση της κανονικοποίησης της άκρας δεξιάς είναι η περίπτωση του εξαγγελθέντος νέου κόμματος στη Γερμανία υπό τη μέχρι πρότινος βουλευτή και πρώην επικεφαλής του ριζοσπαστικού-αριστερού κόμματος Die Linke, Σάρα Βάνγκενκνεχτ. Η ίδια έχει προαναγγείλει την ίδρυση ενός νέου κόμματος που θα συνδυάζει θέσεις υπέρ των ισχυρών κρατικών κοινωνικών παροχών με περιορισμούς, όμως, όσον αφορά τον αριθμό του προσφυγικού πληθυσμού στη Γερμανία.
Η κανονικοποίηση προχωρά βαθύτερα από όσο ενδεχομένως εκτιμούν παρατηρητές της. Και μπορεί μεν να μη χρειαστεί στη Γερμανία το CDU να μπει στο δίλημμα μιας κυβερνητικής συνεργασίας με το ακροδεξιό AfD καθώς η εναλλακτική ενός κανονικοποιημένου με αριστερή προέλευση κόμματος από τα σπάργανα του Die Linke να έδινε λύση σε ένα πιθανό δίλημμα διακυβέρνησης.
Ομως η κανονικοποίηση ως τέτοια υπονομεύει την ποιότητα των θεσμών και εν τέλει αποτελεί μια παγίδα για τη δημοκρατία, σε μια εποχή που αυτή είναι ευάλωτη σε αυταρχικές και ανελεύθερες επιλογές και χωρίς επαρκή υποστήριξη από την κοινωνική βάση.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).