Πώς πρέπει να διδάσκεται η Ιστορία στα σχολεία στις αρχές του 21ου αιώνα; Πώς θα μπορέσουν οι μαθητές να επωφεληθούν από ένα μάθημα που όχι μόνο συμβάλλει στην αντίληψη της θέσης τους στον κόσμο, αλλά και παρέχει και τα εργαλεία της κριτικής αποτίμησής του;
Τα ερωτήματα δεν είναι ρητορικά, αλλά πρακτικά και άπτονται ιδιαίτερα της ελληνικής περίπτωσης.
Γενεές μαθητών σε πλήθος επίσημων και ανεπίσημων ερευνών τεκμηριώνουν την έλλειψη διασύνδεσης του παρελθόντος με το παρόν μιλώντας για έναν ανέμπνευστο τρόπο προσέγγισης της γνώσης που εστιάζει στην τυπική τοποθέτησή της στον χώρο και στον χρόνο χωρίς να αγγίζει τον αντίκτυπό της στον σημερινό κόσμο. Το πρόβλημα, οπωσδήποτε, δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Αποτελεί ουσιαστικά έκφραση της μετάβασης από ένα παλαιότερο πρότυπο μάθησης και διδασκαλίας σε ένα νέο το οποίο να ανταποκρίνεται στους κοινωνικούς, τεχνολογικούς, παιδαγωγικούς μετασχηματισμούς του μεταπολεμικού (και μεταψυχροπολεμικού) κόσμου.
Οι κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν συνειδητοποιήσει το ζήτημα εδώ και δεκαετίες και έχουν επιχειρήσει, περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένα, κατά περίπτωση, να ανασυγκροτήσουν τη διδασκαλία της Ιστορίας στο πλαίσιο τόσο των νέων αναγκών όσο και των νέων κατευθύνσεων του ίδιου του επιστημονικού αντικειμένου.
Στην Ελλάδα, ωστόσο, το θέμα της σχολικής Ιστορίας εντάσσεται στο πλαίσιο μιας συνολικής δυστοκίας που παρατηρείται στον τομέα της παιδείας: η αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών Ιστορίας συζητείται τακτικά, τα ίδια έχουν υποστεί πολλαπλές μεταρρυθμίσεις, συχνά ανατρεπτικές των προηγούμενων, αλλά βασικά προβλήματα παραμένουν ανεπίλυτα. Το πρόσφατο παρελθόν και ο διάλογος στη δημόσια σφαίρα υποδεικνύουν πράγματι ότι η ελληνική κοινή γνώμη διατηρεί μια ιδιαίτερη ευαισθησία ως προς την εικόνα της Ιστορίας στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αλλά αυτό δεν ισχύει αποκλειστικά για την Ελλάδα. Η σχολική Ιστορία έχει καταστεί συχνά πεδίο αντιπαράθεσης στη Γαλλία ή στις ΗΠΑ χωρίς οι διενέξεις να αποτελέσουν καθοριστικό ανασχετικό παράγοντα των μελετώμενων αλλαγών.
Οπως και στον υπόλοιπο χώρο της παιδείας, η πολιτική βούληση και η στάθμιση του πολιτικού κόστους σε σχέση με το πολιτικό όφελος συχνά επηρεάζει στα καθ’ ημάς τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των αλλαγών. Ως αποτέλεσμα της δυστοκίας, ο εκσυγχρονισμός της σχολικής Ιστορίας καρκινοβατεί, ενώ στερεοτυπικές απόψεις εξακολουθούν να προβάλλονται στην ύλη της. Και όσο παρόμοιες μεταρρυθμίσεις θα χρονίζουν, άλλες καίριας σημασίας συζητήσεις, όπως ο διεθνής προβληματισμός για τον ιστορικό προσανατολισμό των μαθητών στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο της ψηφιακής εποχής, θα τίθενται σε δεύτερη μοίρα, ενώ θα αποκτούν όλο και περισσότερο τον χαρακτήρα του επείγοντος.