Η κυριότερη αιτία της ανόδου του ναζισμού στην εξουσία δεν ήταν ο εθνικιστικός ρεβανσισμός μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ή η αντίδραση στην υπέρογκη πολεμική αποζημίωση που καλούνταν να καταβάλει η χώρα στους Συμμάχους αλλά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 1929 και η διαχείρισή της από τις συντηρητικές πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ.
Ο εθνικισμός κινούνταν στη γερμανική πολιτική μετά το 1918 και αποτελούσε την κινητήρια δύναμη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος υπό τον Χίτλερ. Η γερμανική οικονομία είχε όμως σταθεροποιηθεί με το αμερικανικό σχέδιο Ντόους του Αυγούστου 1924. Με την εισροή αμερικανικού κεφαλαίου η Γερμανία ήταν ικανή να εξυπηρετεί το πολεμικό χρέος της και ο υπερπληθωρισμός κατεστάλη. Παρά την εκτεταμένη φτώχεια, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και η πολιτική δύναμη που τη στήριζε, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, ήταν σε θέση να ελέγξουν τη γερμανική πολιτική. Αυτό αντανακλάτο και στο αποτέλεσμα των εκλογών του Μαΐου 1928, όταν οι Εθνικοσοσιαλιστές κατέγραψαν ασήμαντο ποσοστό, μόλις 2,6% των ψήφων. Η συσχέτιση της κρίσης με την άνοδο του ναζισμού γίνεται προφανής από τα αποτελέσματα των επόμενων εκλογών, του Σεπτεμβρίου 1930, οπότε οι Εθνικοσοσιαλιστές εξασφάλισαν το 18,3% των ψήφων, και του Ιουλίου του 1932, όταν αναδείχθηκαν πρώτο κόμμα με το 37,4% των ψήφων ενώ η επιρροή των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών μειώθηκε.
Διαβάστε επίσης:
Επέκεινα της μιας ημέρας – Του Γιάννη Μεταξά
Πολιτισμικές παραναγνώσεις του ναζισμού – Του Βαγγέλη Τζούκα
Ο Πέτρος, ο Γιόχαν κι ο Φρανς – Του Κώστα Β. Κατσουλάρη
Κοιτώντας το 1933 από το 2023 – Το Βήμα / Νέες Εποχές
Η κρίση εξελήφθη ως ευκαιρία από τις συντηρητικές πολιτικές, επιχειρηματικές και γραφειοκρατικές ελίτ για την αποδυνάμωση των κοινωνικών χαρακτηριστικών που είχαν προσδώσει στο Σύνταγμα της Βαϊμάρης οι Σοσιαλδημοκράτες το 1919. Οι κυβερνήσεις του Μπρίνινγκ και του Φον Πάπεν, που διόρισε το 1930-1932 ο πρόεδρος της Δημοκρατίας στρατάρχης Χίντενμπουργκ, σύμβολο της κοινωνικής και πολιτικής τάξης που είχε παραμεριστεί το 1918, ακολούθησαν μια ορθόδοξη αντιπληθωριστική πολιτική αποβλέποντας στην οικονομική αντιμετώπιση της κρίσης και στην ανασυγκρότηση μιας κοινωνικής ιεραρχίας και πειθαρχίας που είχαν κλονιστεί με το τέλος του πολέμου. Η μείωση των εισοδημάτων και η απώλεια θέσεων εργασίας, τόσο στο Δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, ενέτειναν το άγχος της έκπτωσης ευρύτατων μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων, τα οποία ήδη πριν από την εκδήλωση της κρίσης απέβλεπαν στη διατήρηση της διαφοροποίησής τους από την εργατική τάξη. Η αγωνία αυτή τροφοδότησε σε μεγάλο βαθμό την εκλογική απήχηση του ναζισμού, ο οποίος όμως δεν διέθετε ένα αποκλειστικά μεσοαστικό ή μικροαστικό ακροατήριο αλλά κινητοποίησε αποτελεσματικά σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης, κυρίως αυτούς που έπληξε η ανεργία και δεν ήταν μέλη των συνδικάτων, είτε σοσιαλδημοκρατικών είτε κομμουνιστικών. Αυτοί, και, γενικότερα, τα πολυάριθμα λαϊκά κοινωνικά στοιχεία και οι νεότερες ηλικίες που προσήλθαν στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, έδωσαν όχι μόνο την ψήφο τους αλλά αποτέλεσαν την κρίσιμη μάζα των ομάδων κρούσεως, των Ταγμάτων Εφόδου, που αναμετρήθηκαν στα αστικά κέντρα με τους Κομμουνιστές και τους Σοσιαλδημοκράτες.
Παρά ταύτα, η άνοδος του ναζισμού στην εξουσία δεν ήταν προδιαγεγραμμένη. Το αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου 1932 έδειξε ότι το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα υποχωρούσε, καθώς έλαβε αυτή τη φορά το 33% των ψήφων. Η ιστορική ευθύνη για την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933 βαραίνει τον Χίντενμπουργκ και τις περί αυτόν ιθύνουσες ομάδες, οι οποίες θεώρησαν ότι ο κοινοβουλευτισμός δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την κρίση και ότι το κοινωνικό καθεστώς θα διασωζόταν μόνο με αυταρχικά μέσα.
Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών του Κέντρου Ερεύνης Ιστορίας Νεωτέρου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.