Μιλώντας για τα ευρωπαϊκά πράγματα, ορισμένες προβλέψεις για το 2019 μοιάζουν πολύ εύκολες για να αξίζουν το όνομά τους. Το τροπάριο της δημοσιονομικής πειθαρχίας, ο γρίφος του Μεταναστευτικού, η φλεγμονή του λαϊκισμού, ο ιταλός ασθενής και η κομεντί με το εξιτήριο του άγγλου ασθενούς θα λείψουν από το ρεπερτόριο όσο και ο Μάρτης από τη Σαρακοστή, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα συνεχίσει να διαλογίζεται πάνω στο μέλλον των Ρομά και τις επιπτώσεις του διαβήτη τύπου 2 στην οφθαλμική υγεία του γενικού πληθυσμού. Και, από μιαν άποψη, για τον κοσμάκη η Ευρώπη θα συνεχίσει να είναι λίγο-πολύ ταυτόσημη και ισοπερίμετρη με το ευρώ της. Πιο μυστικοπαθής είναι ο Καζαμίας του 2019 για την Ευρώπη ως πολιτικό και πολιτισμικό πρότζεκτ.
Το όραμα Ντελόρ
Είναι λογικό να σκεφτεί κανείς ότι στη γραφειοκρατική υψικάμινο των Βρυξελλών και στο βουλευτήριο του Στρασβούργου, λόγω πολλών επειγόντων και έκτακτων περιστατικών, δεν μένει και πολύς χρόνος για την περίθαλψη της περίφημης «ευρωπαϊκής ιδέας», δηλαδή του πολιτικού και συνάμα πολιτισμικού πρότζεκτ που λέγαμε. Και δεν πρέπει να είναι πολλοί αυτοί που θυμούνται ότι κάποτε για τον Ζακ Ντελόρ η άλλη όψη του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος είχε εγχάρακτη ακριβώς αυτή την ιδέα – μια «πνευματική διάσταση» (dimension spirituelle) της Ευρώπης που ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την ήθελε αδιαίρετη και ομοούσια με την οικονομική συνεργασία επειδή ήταν πεπεισμένος για τη συμβολική υπεραξία του ευρώ. Οι αισιόδοξοι πρόμαχοι εκείνης της Πρωτοχρονιάς του 1999 δεν μπορούσαν να προβλέψουν ότι το κοινό εκείνο νόμισμα θα γινόταν τοτέμ που θα χώριζε τους Ευρωπαίους σε πειθαρχημένους νοικοκυραίους του Βορρά και σε εξώλεις και προώλεις του Νότου.
Η ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι μόνο εν μέρει η ιστορία της ευρωπαϊκής ιδέας. Η πρώτη, από την αφετηρία της στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα το 1950-1 μέχρι σήμερα, γράφεται κυρίως με οικονομικοπολιτικούς όρους και εμφανίζει ένα μάλλον περιορισμένο καστ πολιτικών προσωπικοτήτων. Η δεύτερη κινείται σε πολύ μεγαλύτερη χρονική κλίμακα: υπάρχουν αυτοί που επιμένουν να βλέπουν το πρόπλασμά της στο πολιτισμικό καταστατικό της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, άλλοι πιστεύουν ότι το περίγραμμά της άρχισε να διακρίνεται πιο καθαρά με την αυτοκρατορία των Φράγκων τον 8ο αιώνα, άλλοι τη βλέπουν ως απότοκο του Μεσαίωνα, όταν η Ευρώπη ταυτιζόταν με τον χριστιανισμό, και κάποιοι άλλοι πριμοδοτούν τον 17ο αιώνα, όταν η οικουμενικότητα του χριστιανισμού άρχισε να δίνει χώρο στην αυτοσυνείδηση του έθνους-κράτους. Μια πιο βραχεία «αρχαιολογία» εντοπίζει τη γέννησή της στα αντιστασιακά κινήματα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αν ήταν πράγματι ο πάντων πατήρ πόλεμος που προκάλεσε τον τοκετό, το νιογέννητο χαιρετίστηκε μέσα σε παραλήρημα ενθουσιασμού και προσδοκιών στο συνέδριο της Χάγης, τον Μάιο του 1948, με την παρουσία του Αντενάουερ, του Μακμίλαν, του Μιτεράν και του δακρυσμένου Τσόρτσιλ.
Αλλά στον βαθμό που είναι ανιχνεύσιμη η ευρωπαϊκή ιδέα υπερβαίνει τις συγκυρίες του πολέμου και τους υπολογισμούς της Realpolitik γιατί είναι συνάρτηση «συλλογικών αναπαραστάσεων», για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Εμίλ Ντιρκέμ, συλλογικών συμβόλων και αξιών που διαμορφώνονται μακροπρόθεσμα μέσα σε μια κοινή πνευματική παράδοση και ανήκουν στο χαρτοφυλάκιο της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας και της τέχνης. Η συνείδηση και η ανάγκη αυτής της παράδοσης κανοναρχεί συχνά ρομαντικές, νοσταλγικές και ευχολογικές αφηγήσεις, και η σχετική βιβλιογραφία εμπλουτίζεται σταθερά από τη δεκαετία του 1950 μέχρι τις μέρες μας. Ομως άλλο η βιβλιογραφία για την ευρωπαϊκή ιδέα και άλλο η πραγματικότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι εν ενεργεία πολιτικοί της οποίας δύσκολα μπορούν να αποδράσουν από τους καταναγκασμούς της συγκυρίας και να προχωρήσουν πέρα από γενικόλογες διαγνώσεις, ακόμη και όταν, λόγω περιορισμένων εξουσιών, έχουν την ευχέρεια να μιλούν μια λιγότερη τεχνοκρατική γλώσσα.
Πολιτικό πρότζεκτ
Για του λόγου το αληθές θα μπορούσε να παραπέμψει κανείς σε έναν από τους πιο ομιλητικούς και επίμονους ευρωπαϊστές, τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, τον Γιόαχιμ Γκάουκ: «Παρόλο που η Ευρώπη είναι ελκυστική, η Ευρωπαϊκή Ενωση κάνει πολλούς να αισθάνονται ανίσχυροι και χωρίς φωνή. Υπάρχουν πράγματι ζητήματα που η Ευρώπη πρέπει να τα ξεκαθαρίσει. Οταν βλέπω την ανυπομονησία, την εξάντληση και την απογοήτευση του κόσμου, και όταν ακούω για δημοσκοπήσεις που δείχνουν απλούς ανθρώπους να είναι αβέβαιοι για το αν θέλουν περισσότερη Ευρώπη, έχω την αίσθηση ότι στεκόμαστε στο κατώφλι νέων καταστάσεων χωρίς να ξέρουμε αν θέλουμε πραγματικά να συνεχίσουμε το ταξίδι. Αυτή η κρίση έχει και άλλες διαστάσεις πέρα από την οικονομική. Είναι ταυτόχρονα κρίση εμπιστοσύνης στην Ευρώπη ως πολιτικό πρότζεκτ. Δεν παλεύουμε μόνο για το κοινό μας νόμισμα, μέσα μας διεξάγεται και μια άλλη πάλη. Παρ’ όλα αυτά, βλέπετε μπροστά σας έναν απτόητο ευρωπαϊστή, έναν άνθρωπο που αισθάνεται την ανάγκη να στοχαστεί τι σήμαινε η Ευρώπη στο παρελθόν, τι σημαίνει τώρα, και ποιες είναι οι δυνατότητές της στο μέλλον». Το έσχατο όριο του ευρωπαϊσμού μοιάζει να είναι η έγνοια για την πολιτική υγεία της Ευρώπης.
Το συνέδριο της Χάγης, τον Μάιο του 1948, συγκρότησε τρεις επιτροπές για την πολιτική, την οικονομία και τον πολιτισμό αντίστοιχα. Οι δύο πρώτες δρομολόγησαν απτές εξελίξεις όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα. Η τρίτη σχεδίασε ένα Ευρωπαϊκό Κέντρο Πολιτισμού που υλοποιήθηκε έναν χρόνο αργότερα στη Γενεύη με σκοπό, όπως γράφει ο μεγάλος ευρωπαϊστής και μελετητής της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και κουλτούρας Ντενί ντε Ρουζμόν, να αφυπνίσει και να συντηρήσει την αίσθηση της κοινής συμμετοχής των Ευρωπαίων στην πνευματική περιπέτεια της Ευρώπης. Αλλά οι ιδέες δεν είναι τελωνειακοί δασμοί για να τις συντονίσεις, η σημερινή Ευρώπη δεν είναι αυτή που έστειλε τους ενθουσιώδεις εκπροσώπους της στη Γενεύη, οι ηγέτες της δυσκολεύονται να τη δουν ως κάτι περισσότερο από ένα υπό αμφισβήτηση πολιτικό πρότζεκτ και η ευρωπαϊκή ιδέα, που ήθελε να βλέπει ο Ντελόρ την Πρωτοχρονιά του 1999, δεν φαίνεται (ακόμη;) καθαρά στην άλλη όψη του νομίσματος.
Ο κ. Θεόδωρος Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ.