Στην ψυχολογία της καθημερινής ζωής, λέγεται ότι, σε περίπτωση που κάποιος απευθύνεται σ’ έναν συνάνθρωπό του που για τον οποιονδήποτε λόγο ανησυχεί και υποφέρει, επαναλαμβάνοντας φράσεις όπως «ηρέμησε», «πώς κάνεις έτσι», «δεν έγινε και τίποτα», το πιθανότερο είναι ότι δεν νοιάζεται πραγματικά για την κατάσταση του συνανθρώπου του αλλά για τη διατήρηση της δικής του ηρεμίας. Αυτή η περιγραφή στην κοινωνική της αναγωγή έχει νομίζω μεγάλη σχέση με το γνωστό ζήτημα της εποχής μας, εκείνο που αποκαλείται, ενδεχομένως αφοριστικά, ως το αίτημα της πολιτικής ορθότητας.

Γυναίκες, άνθρωποι άλλου χρώματος πέραν του λευκού, γκέι, λεσβίες, τρανς και άτομα διαφορετικού έμφυλου ή σεξουαλικού προσδιορισμού αποκτούν λόγο στον τρόπο που ρυθμίζεται η συλλογική ζωή, προσπαθώντας να επισημάνουν καθιερωμένες εκφράσεις, χειρονομίες, ήθη και συμπεριφορές, αλλά και δημόσια πρόσωπα και ιστορικές μορφές, που διαιωνίζουν τη γλώσσα της καταπίεσης, με στόχο να αλλάξει το κοινωνικό λεξιλόγιο, ακόμα και απαλείφοντας ολόκληρα κομμάτια του.

Την ίδια στιγμή, οι «λευκοί δυτικοί στρέιτ άνδρες», που μέχρι χθες έστεκαν στην κορυφή των προνομίων και των δικαιωμάτων, βρίσκονται ξαφνικά μπροστά σε ολοένα αυξανόμενα εμπόδια: «Δεν επιτρέπεται πια να λες αυτό», «να κάνεις εκείνο», «να με κοιτάζεις έτσι», «να γελάς με αυτά ή με τα άλλα αστεία», «να αποθεώνεις εκείνους που ως τώρα ήταν οι ήρωές σου». Ενα κοινωνικό ναρκοπέδιο, που για τους συντηρητικούς στερείται νοήματος («τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε πια ανενόχλητοι, δίχως να δίνουμε λογαριασμό στις διάφορες μειονότητες») αποτελώντας συν τοις άλλοις και την απόδειξη για την ανεπίστροφη παρακμή της Δύσης, με κύριο δείγμα τη διαρκή ομφαλοσκόπηση γύρω από το «φύλο των αγγέλων».

Λόγος γίνεται για ταινίες, για βιβλία, που πια περνάνε από νέα λογοκρισία, για κυνήγι μαγισσών και σύγχρονους ιεροεξεταστές, που ετούτη τη φορά δεν φέρουν την γκρίζα κάπα του ιησουίτη αλλά την παρδαλή στολή του Pride Parade, στα χρώματα του ουράνιου τόξου. Είναι όμως έτσι; Εχουν βαλθεί να μας τρελάνουν οι νέες γενιές, εμάς τους Boomers, με τη λογική της «μυγιάγγιχτης χιονονιφάδας» που κουβαλάνε απέναντι στα πάντα;

Ερωτήματα: Μπορούν οι στρέιτ να γράφουν για τους γκέι, ή να τους υποδύονται στο θέαμα, μπορούν άνθρωποι της μέχρι χθες κυρίαρχης λευκής φυλής να καταπιάνονται καλλιτεχνικά με τα βάσανα των καταπιεσμένων, υφαρπάζοντας τη γλώσσα, την κουλτούρα και τις αφηγήσεις τους; Και τι συμβαίνει με τα έργα που φέρουν ακόμα στη γλώσσα τους τα ίχνη της αλλοτινής καταπίεσης; Τα διασκευάζουμε; Τα καταργούμε; Τα εξαφανίζουμε από τον δημόσιο λόγο;

Σκέφτομαι το κλασικό αμερικανικό μυθιστόρημα του Μαρκ Τουέιν, τον Χάκλμπερι Φιν, στις σελίδες του οποίου είναι καταγεγραμμένη 219 φορές η λέξη από το γράμμα «n» που συμπυκνώνει σε δύο συλλαβές όλον τον σωματικό και ψυχικό πόνο των Αφροαμερικανών επί τέσσερις αιώνες. Πώς μπορούμε να λέμε ότι δεν «τρέχει τίποτα» με τη σχολική διδασκαλία του βιβλίου αυτού, όταν τα μαύρα παιδιά καλούνται να αποστασιοποιηθούν εντός της τάξης από την ίδια τους την κληρονομημένη εμπειρία, εγγεγραμμένη σχεδόν στα γονίδιά τους, σαν να είναι μια απλή πράξη ψυχικής αριθμητικής;

Από την άλλη, κάποιοι ζητούν την αποκαθήλωση της μουσικής του Μπαχ, επειδή εκείνος, ως κραταιός πατριάρχης, έκανε με τις δύο διαδοχικές συζύγους του είκοσι παιδιά. Ωστόσο, πόσο μπορεί το άκουσμα της μουσικής του να σχετιστεί με μια τέτοια πληροφορία; Γίνεται η πατριαρχία να μεταφερθεί μέσα από νότες, ακόμα κι αν είναι οι θεϊκότερες που γράφτηκαν ποτέ;

Σε κάθε περίπτωση, οι υπερβολές συχνά καταλήγουν να προδίδουν τον σκοπό των κοινωνικών κινημάτων. Και το να βρεθεί μια κοινή γλώσσα που δεν θα αφήνει κανέναν απροστάτευτο, αδύναμο να εκπροσωπηθεί, εκεί που ως τώρα η μοναδική έγκυρη φωνή εκπορευόταν από τους ισχυρούς, είναι ένα δίκαιο αίτημα. Που ωστόσο θα πρέπει να σταθμίζεται κάθε φορά, ζυγίζοντας το επίδικο αγαθό, εκείνο που κερδίζεται κι αυτό που χάνεται. Μέχρι να επέλθει η δύσκολη ισορροπία που θα οδηγήσει τα πράγματα σε μια πιο αδιαμεσολάβητη επικοινωνία, δίχως την ανάγκη να ρυθμίζεται ξανά και ξανά.

Πού βρίσκεται όμως το επιθυμητό όριο; Νομίζω ότι ένα κριτήριο είναι το πιο σωστό: όταν κάποιος δηλώνει πόνο ή τραύμα, από κάτι που συμβαίνει για χρόνια και που τώρα θα πρέπει να αλλάξει, δεν γίνεται εμείς να απαντάμε απλά «χαλάρωσε». Οταν ο πόνος είναι αληθινός, και όχι ένα πολιτικό στρατήγημα, οφείλουμε να τον σεβόμαστε και να σκύβουμε πάνω του. Αλλιώς παγιδευόμαστε στην αυταρέσκεια του περίκλειστου κόσμου μας, με κίνδυνο να είμαστε ολοένα και πιο μόνοι μέσα σ’ αυτόν.

Ο κ. Νίκος Α. Μάντης είναι συγγραφέας.