Στη σύγχρονη ιστορία της δημοκρατίας, όπως αυτή ορίζεται από την εποχή μετά τη Γαλλική Επανάσταση, το πιο διακριτό στοιχείο του πολιτεύματος αφορά τη διαδικασία των εκλογών.

Οι αιρετοί αξιωματούχοι και η επιλογή τους υπήρξαν οπωσδήποτε χαρακτηριστικό του πολιτεύματος από τα χρόνια της αθηναϊκής άμεσης δημοκρατίας, ωστόσο οι εκλογές και ο τρόπος διεξαγωγής τους εξελίσσονται σε κομβικό παράγοντα στη νεωτερική περίοδο. Ως τις αρχές του 20ού αιώνα το μεγάλο διακύβευμα του εκδημοκρατισμού στην Ευρώπη είναι η έννοια της συμμετοχής.

Ψήφος κάποιου είδους μέσω επιλεγμένων προσώπων, συντεχνιών ή κοινοτήτων για την επιλογή αρχόντων υφίσταται από τα μεσαιωνικά ακόμη χρόνια σε οντότητες όπως οι ελεύθερες πόλεις, η Χανσεατική Ομοσπονδία, η «Γαληνότατη Δημοκρατία» της Βενετίας. Ομως το αίτημα για διεύρυνση του δικαιώματος σε αυτήν διατυπώνεται επιτακτικά μετά το 1789 και αποκτάται σταδιακά στη διάρκεια του 19ου αιώνα.

Τους τρεις «Νόμους περί λαϊκής αντιπροσώπευσης» (1832, 1867, 1884) στη Βρετανία ακολουθούν και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες θεσπίζοντας την καθολική ψήφο των ανδρών, χωρίς οικονομικούς ή άλλους περιορισμούς, ως τα χρόνια πριν από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ακολουθεί στον Μεσοπόλεμο η γυναικεία ψήφος (στην Ελλάδα το 1952).

Παράλληλη είναι η ανάπτυξη του μηχανισμού της δημοκρατίας όπως τον γνωρίζουμε: παρατάξεις, υποψήφιοι, προεκλογικές εκστρατείες, η κάθοδος των μαζών στην πολιτική χρονολογούνται από τις πρώτες δοκιμές τους κατά την Εποχή των Επαναστάσεων και η επεξεργασία τους διαρκεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ως σήμερα.

Πέρα από στοιχεία διαπραγμάτευσης ενός κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ αρχόντων και αρχομένων, τα παραπάνω λειτουργούν ως ιμάντες μεταφοράς συγκεκριμένων θέσεων περί διακυβέρνησης ή επίλυσης ζητημάτων που απασχολούν τα μέρη του συνόλου. Αντίστροφα, η άρθρωση πολιτικών προγραμμάτων, συνήθως σε κομματικά συνέδρια ή διασκέψεις, επιδιώκει δυνητικά να προσελκύσει τη στήριξη της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος. Στην πράξη, βέβαια, το τι ψηφίζουμε όταν ψηφίζουμε εξαρτάται από πλήθος άλλων παραμέτρων εκτός από τη θεωρητικά ορθολογική στοίχιση πίσω από αρχές.

Οι πολιτισμικές παραδόσεις, τα ιδεολογικά ρεύματα, η οικονομική κατάσταση, η γεωγραφία, η ταυτότητα, τα εκλογικά συστήματα, τα πρόσωπα, το θυμικό παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της επιλογής. Και σε περιόδους που διακρίνονται από διάχυτη αμφισβήτηση και δυσπιστία ως προς το δυναμικό και τις δυνατότητες του κομματικού συστήματος να ανταποκριθεί στις ανάγκες του κράτους και της κοινωνίας το αποτέλεσμα της κάλπης μπορεί να κριθεί ενδεχομένως από παράγοντες που σχετίζονται περισσότερο με τη συγκυρία παρά με τη δομή.