Ηυπογραφή της Συμφωνίας της 17ης Ιουνίου 2018 από τους Υπουργούς Εξωτερικών της Ελλάδος (Πρώτο Μέρος της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της Νέας Υόρκης) και της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (του Δεύτερου Μέρους της) συνιστά αναμφίβολα μία κρίσιμη καμπή στις σχέσεις των δύο χωρών. Σηματοδοτεί επίσης μία νέα εποχή στη θέση της Ελλάδος στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ανεξαρτήτως των αισιόδοξων δηλώσεων και θερμότερων εκδηλώσεων που είδαμε κατά τη διάρκεια της τελετής υπογραφής της από τους πρωταγωνιστές Πρωθυπουργούς, Υπουργούς και διαπραγματευτές, ένα πράγμα είναι σίγουρο: μόνο το άμεσο, με βεβαιότητα δε το απώτερο, μέλλον θα δείξει αν η Συμφωνία αυτή θα καταγραφεί πράγματι στην ιστορία σαν «ιστορική».
Αν, δηλαδή, θα αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου. Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι πρόκειται για μία «Δύσκολη Συμφωνία». Εξηγώ το τρίπτυχο του ρεαλιστικού αυτού χαρακτηρισμού, ο οποίος κάθε άλλο παρά υπεκφυγή αποτελεί:
– Δύσκολη ως προς τη διαπραγμάτευση και συνομολόγησή της. Δεν θα επεκταθώ ως προς τούτο το σημείο. Είναι αυτονόητο και ελπίζω κατανοητό. Η διατύπωση του κρίσιμου και επίμαχου στις δύο χώρες πυρήνα του τελικού πακέτου [ονομασία και εύρος εφαρμογής, γλώσσα και ιθαγένεια (εθνικότητα)] επιτεύχθηκε ως ο πλέον δύσκολος και επώδυνος συμβιβασμός την υστάτη στιγμή.
– Δύσκολη ως προς την πλήρη και πραγματική της εφαρμογή. Προϋποθέτει την ύπαρξη σήμερα και διατήρηση αύριο μίας θετικής «βαλκανικής εξαίρεσης» (Balkan exceptionalism). Εξηγώ την έννοια αυτού του όρου:
α. Η συνολική σε βάθος χρόνου συντονισμένη, άνευ υπαναχωρήσεων και παλινδρομήσεων, οριστική ως προς όλες τις δεσμευτικές πρόνοιες που περιέχει, εφαρμογή της Συμφωνίας και από τις δύο χώρες βαδίζει αντίστροφα προς τη φορά των πολιτικών ανακατατάξεων και του αναθεωρητισμού που επικρατεί στην Ευρώπη.
β. Προεξοφλεί και χρειάζεται, για να καταστεί βιώσιμη, την ύπαρξη συναινετικών και σταθερών πολιτικών και στις δύο χώρες υπέρ της εφαρμογής της Συμφωνίας, καθώς και κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών. Αρα, θεμελιώδης όρος είναι η εφεξής σταθερή και ταυτόχρονη ανάδειξη και εκλογική επικράτηση κομμάτων και σχηματισμού κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών στην Ελλάδα και στη Βόρεια Μακεδονία υπέρ της εφαρμογής της Συμφωνίας.
Μετά βεβαιότητας εκλογική πρόβλεψη είναι σήμερα ριψοκίνδυνη και μάλλον αδύνατη για οποιαδήποτε σχεδόν χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, των θεμελιωτών και των πυλώνων της συμπεριλαμβανομένων. Αρα προβλέπουμε ότι δύο χώρες στα Βαλκάνια, παρά τα θεμελιώδη διαφορετικά χαρακτηριστικά τους, θα αποτελέσουν τη θετική εξαίρεση του ευρωπαϊκού κανόνα.
γ. Επιπλέον, προεξοφλείται, μάλλον λόγω συγκυριακής πολιτικής σκοπιμότητας, το γεγονός ότι δεν φαίνεται δυνατόν να υπερπηδηθούν ανώδυνα τα πολιτειακά αναχώματα στα Σκόπια (Πρόεδρος Γκεόργκι Ιβανώφ), καθώς και πολιτικοί τριγμοί στην Αθήνα και ενδεχόμενες πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα.
δ. Η συνέχεια της πολιτικής και κοινωνικής στήριξης προς τη Συμφωνία εκλαμβάνεται περίπου ως αυτοματοποιημένη. Θεωρείται δεδομένη τόσο κατά την υπογραφή της (οριστικής και αμετάκλητης ως προς την εφαρμογή) Συμφωνίας όσο και για τον πλήρη και ετεροχρονισμένο συγχρονισμό της σε Αθήνα και Σκόπια.
ε. Επιπλέον, αβέβαιο είναι κατά πόσον τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα θελήσουν να δώσουν το τελικό πολιτικό πράσινο φως για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Αν τούτο δεν συμβεί στο ορατό μέλλον κατά απόλυτα δεσμευτικό τρόπο, τόσο η Συμφωνία όσο και οι κυβερνήσεις των Σκοπίων και των Αθηνών θα μπορούσαν να βρεθούν ενώπιον απροβλέπτων εξελίξεων.
Τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης βρίσκονται σε διπλή περιδίνηση· του αναθεωρητισμού τόσο σε σχέση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο όσο και σε σχέση με τη Διεύρυνση προς τα Δυτικά Βαλκάνια.
στ. Θεωρεί ως δεδομένο και προϋποθέτει ότι τα Μόνιμα Μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, και ειδικά η Ρωσική Ομοσπονδία, θα αποδεχθούν άνευ υποσημειώσεων ή ακόμη και αντιρρήσεων τα «τετελεσμένα γεγονότα» που παράγει η Συμφωνία των Πρεσπών. Ειδικά, ως προς την ένταξή της στο ΝΑΤΟ.
Επιπλέον, προεξοφλεί ότι η Τουρκία άνευ αντιρρήσεων θα δεχθεί στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ τη χρήση της νέας ονομασίας ή ότι η Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση θα κυρώσει το Πρωτόκολλο ένταξης της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ με άλλη ονομασία (Βόρεια Μακεδονία ή πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας…).
Για τον λόγο αυτό, δεν θεωρώ παράλογο τον ισχυρισμό ότι η Συμφωνία των Πρεσπών ανά πάσα στιγμή διατρέχει τον πραγματικό κίνδυνο να βρεθεί μετέωρη χωρίς την αναγκαία πολιτική και κοινοβουλευτική στήριξη. Αρα, με αβέβαιη την έκβαση της επιδιωκόμενης πλήρους εφαρμογής της.
– Δύσκολη, επίσης, ως προς τη συνολική αποδοχή της από την κοινή γνώμη. Τούτο διότι θεμελιώδης συνθήκη και προϋπόθεση για να σταθεί και να αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου, πολιτικού και μη, είναι η στήριξη ή έστω η ανοχή της κοινής γνώμης προς το περιεχόμενό της. Η προϋπόθεση αυτή σήμερα δεν φαίνεται να ισχύει κυρίως στην Ελλάδα, αλλά και σε μεγάλο και εν πάση περιπτώσει υπολογίσιμο μέρος της κοινής γνώμης της γειτονικής μας χώρας.
Ο κ. Αλέξανδρος Π. Μαλλιάς είναι πρέσβης επί τιμή, πρώτος διπλωματικός αντιπρόσωπος της Ελλάδος στην πΓΔΜ (1995-1999). Το άρθρο είναι απόσπασμα από το ομότιτλο βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε, με πρόλογο του Ευάγγελου Βενιζέλου (εκδόσεις Ι. Σιδέρης).