Το διεθνές προφίλ των ΗΠΑ έχει πληγεί σημαντικά από την 8η Νοεμβρίου 2016 και την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Οσοι υποστηρίζουν όμως ότι ο σημερινός πρόεδρος ακολουθεί μια αλλοπρόσαλλη μεθοδολογία αστοχούν στο να κατανοήσουν το Τζακσονιανό αφήγημα. Η συγκεκριμένη σχολή σκέψης εξωτερικής πολιτικής υποστηρίζει τη διεθνοπολιτική εσωστρέφεια και τον οικονομικό προστατευτισμό. Η νεο-μερκαντιλιστική προσέγγιση, οι άκομψες δηλώσεις προς στενούς συμμάχους των ΗΠΑ, όπως ο Καναδάς, η Γερμανία, η Γαλλία, ή η απόφαση της απόσυρσης από τη Συρία αναδεικνύουν τη Τζακσονιανή ατζέντα του Τραμπ.
Οι ΗΠΑ παρουσιάζονται πλέον σε πολλές αναλύσεις ως ο μεγάλος ασθενής του διεθνούς συστήματος που όλοι, ή σχεδόν όλοι, αναμένουν την ηχηρή κατάρρευσή του ώστε να επιβεβαιωθούν οι κασσανδρικού τύπου αναλύσεις του τελευταίου διαστήματος. Ομως, το να συγχέει κάποιος ένα κράτος με την ηγεσία του αποδίδοντας κοινή μοίρα μεταξύ των δύο επιπέδων αποτελεί κομβικό σφάλμα στην πολιτική ανάλυση.
Η λανθασμένη αυτή προσέγγιση εντείνεται έτι περαιτέρω στην περίπτωση των ΗΠΑ που έχουν αναπτύξει ένα τέτοιο θεσμικό περίβλημα στο πολιτειακό σύστημα διακυβέρνησης του κράτους ώστε ουδείς να διαθέτει υπερεξουσίες, ούτε καν ο εκάστοτε ένοικος του Λευκού Οίκου. Φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια οι αναλύσεις γύρω από το πολιτειακό οικοδόμημα των ΗΠΑ επηρεάζονται περισσότερο από την επιτυχημένη σειρά του «House of Cards» και λιγότερο από τη θεσμική συνθήκη που διαπερνά τη λειτουργία του αμερικανικού κράτους. Το αμερικανικό πολιτειακό οικοδόμημα είναι κατασκευασμένο με τέτοιον τρόπο ώστε κανένα πρόσωπο να μην είναι σε θέση να προσπερνά τους θεσμούς και το Σύνταγμα. Μπορεί ο Μιτ Ρόμνεϊ σε πρόσφατο άρθρο του στη «Washington Post» να υποστήριξε ορθώς ότι ο εκάστοτε πρόεδρος των ΗΠΑ διαμορφώνει τον δημόσιο χαρακτήρα του κράτους αλλά την ψυχή του κράτους τη διαμορφώνουν οι θεσμοί και οι ελίτ. Και αυτοί, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τη Τζακσονιανή προσέγγιση του Ντόναλντ Τραμπ.
Η συστημική μεταβολή είναι άλλο ένα ζήτημα που αρκετοί αναλυτές δείχνουν να μην αντιλαμβάνονται. Η μετάβαση του διεθνούς συστήματος από τον ανολοκλήρωτο μονοπολισμό της πρώιμης μεταψυχροπολεμικής εποχής στον εδραιωμένο πολυπολισμό σήμερα, με την Κίνα και τη Ρωσία να είναι σε θέση να ανταγωνίζονται τις ΗΠΑ, πείθει αρκετούς ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται σε καθοδική πορεία. Οι ΗΠΑ όμως συνεχίζουν να είναι ο ισχυρότερος παράγοντας του διεθνούς συστήματος σε επίπεδο έξυπνης ισχύος, ενώ ο ανταγωνισμός, οικονομικός και στρατηγικός, που δέχονται από Κίνα και Ρωσία είναι γεωγραφικά τμηματικός.
Η Κίνα με το πρόγραμμα One Belt – One Road έχει επιτύχει να αναβαθμίσει την οικονομική της παρουσία στην Ευρώπη, ενώ η Ρωσία έχει ενισχύσει σε μεγάλο βαθμό τη στρατηγική της παρουσία στη Μέση Ανατολή έχοντας μετατρέψει και το ναυτικό στρατηγικό της δόγμα σε επιχειρήσεις μεγάλης ακτίνας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η άνοδος Κίνας και Ρωσίας οδηγεί σε μαρασμό και συρρίκνωση τις ΗΠΑ. Το πολυπολικό συστημικό παίγνιο, αντιθέτως με το διπολικό, δεν εξελίσσεται μέσα από σενάρια μηδενικού αθροίσματος. Παράλληλα, σε πρόσφατο άρθρο του στην «Καθημερινή» ο Εντι Ζεμενίδης (Endy Zemenides) αναπτύσσει το επιχείρημα ότι οι ΗΠΑ έχουν πλέον περάσει σε ένα νέο επίπεδο που δεν θυμίζει σε τίποτε αυτό της εποχής μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ – αλλά και στα καθ’ ημάς με το σχέδιο Τρούμαν – η Ουάσιγκτον βοήθησε καταλυτικά τη Δυτική Ευρώπη να σταθεί στα πόδια της και να οικοδομήσει ισχυρούς πολυεθνικούς θεσμούς όπως το ενωσιακό οικοδόμημα. Η θέση του Ζεμενίδης είναι καθ’ όλα ορθή. Εκ των πραγμάτων, η δυνατότητα των ΗΠΑ να χρηματοδοτεί τη δυτική ανάπτυξη σε παγκόσμιο επίπεδο δεν θα μπορούσε να είναι διαρκής, πόσω μάλλον σήμερα που η ελεύθερη οικονομία αποτελεί το μοναδικό σύστημα παραγωγής πρωτογενούς πλούτου και κρατικής συγκρότησης σε διεθνές επίπεδο. Ναι, οι ΗΠΑ δεν μπορούν να είναι οι χρηματοδότες του δυτικού κόσμου – ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης αυτής το έχει αναλάβει η Γερμανία με τη σύμφωνη γνώμη της Ουάσιγκτον – αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι πια η ατμομηχανή του δυτικού κόσμου. Το αντίθετο μάλιστα, και οι εξελίξεις στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης αλλά και της Ενέργειας έρχονται να το επιβεβαιώσουν.
Εστω ότι, για χάρη της συζήτησης, οι εσχατολογικές προφητείες επιβεβαιώνονται και οι ΗΠΑ καταρρέουν. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Σε μια τέτοια περίπτωση οδηγούμαστε στον επηρεασμό της λειτουργίας του αμερικανικού συστήματος, δηλαδή της ελεύθερης οικονομίας, της αστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας και της αμερικανικής ήπιας ισχύος.
Οι ΗΠΑ όμως θα συνεχίσουν να αποτελούν έναν ισχυρό παράγοντα στο διεθνές σύστημα, όπως έγινε και με τη Ρωσία ή την Κίνα ακόμη και σε περιόδους παρατεταμένης φθοράς. Αυτοί που θα επηρεαστούν σε μεγάλο επίπεδο είναι τα κράτη του δυτικού κόσμου, όπως για παράδειγμα τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, το Ισραήλ, η Ιαπωνία, ο Καναδάς κ.ά. ενώ ακόμη και οι βασικοί ανταγωνιστές των ΗΠΑ θα αντιμετώπιζαν σημαντικές παρενέργειες σε οικονομικό επίπεδο. Τέλος, το κενό ισχύος που θα εμφανιζόταν στη διεθνή αρένα θα παρήγαγε κομβικές αναταράξεις στο επίπεδο της ασφάλειας με αποτέλεσμα την έκρηξη περιφερειακών συγκρούσεων σε μεγαλύτερη συχνότητα.
Οι μυημένοι στη θεωρία των διεθνών σχέσεων αντιλαμβάνονται ότι στο σημείο αυτό περιγράφεται η αλλαγή συστημικού παραδείγματος με όλες τις αρνητικές παρενέργειες που μια τέτοια εξέλιξη επιφέρει για όλα τα κράτη-μέλη του διεθνούς συστήματος. Μόνο που η αλλαγή αυτή έρχεται μόνο έπειτα από μια συνολική στρατιωτική ήττα, ή την οικονομική κατάρρευση του παράγοντα που λειτουργεί ως ο θεμέλιος λίθος του συστήματος. Στην περίπτωση των ΗΠΑ δεν συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Ο άχαρος Τζακσονιανισμός του Τραμπ δεν αρέσει σε ένα διεθνές σύστημα που συνήθισε στη γοητεία του Μπιλ Κλίντον, στο κύρος του Τζορτζ Μπους πατρός, στην ανεπτυγμένη πολιτική ηθική του Μπαράκ Ομπάμα. Οι επιδόσεις όμως του Τραμπ δεν καταδικάζουν εις το διηνεκές τις δυνατότητες ή τις προοπτικές του κράτους. Είμαι της άποψης ότι στα επόμενα χρόνια με έναν νέο ένοικο στον Λευκό Οίκο το τραυματισμένο κύρος και γόητρο των ΗΠΑ θα επουλωθεί με δυναμικές προωθητικές ενέργειες από την Ουάσιγκτον, με άξονα την εμβάθυνση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και την ενίσχυση των δομών του Διατλαντισμού. Η Ευρώπη οφείλει να είναι έτοιμη ώστε να λειτουργήσει ως καλός αγωγός. Η συγκεκριμένη περίοδος άλλωστε που διανύουμε δείχνει το πόσο σημαντικό για όλα τα κράτη του δυτικού κόσμου είναι οι ΗΠΑ να επιθυμούν να λειτουργούν ως η «Αστραφτερή Πόλη πάνω στον Λόφο», όπως κάποτε είχε περιγράψει ο Ronald Reagan τον ρόλο της Αμερικής στο διεθνές σύστημα.
Ο κ. Σπύρος Ν. Λίτσας είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.