Η Συνθήκη της Λωζάννης συμπληρώνει έναν αιώνα από τη σύναψή της. Ρύθμισε με τρόπο μόνιμο τις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας. Γιατί άνθεξε; Για ένα κρίσιμο διάστημα, από το 1923 έως το 1939-40, αντικατόπτριζε τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των δύο χωρών και τις ανάγκες τους. Οι τούρκοι εθνικιστές ήταν υποχρεωμένοι να στραφούν στο έργο της εσωτερικής οικοδόμησης ενός νέου λαϊκού και κοσμικού έθνους-κράτους, που υποκαθιστούσε την πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία και το χαλιφάτο που είχαν καταλυθεί. Η Ελλάδα έπρεπε να επιδοθεί στο έργο της αποκατάστασης των προσφύγων που αποτελούσαν το 20% περίπου του πληθυσμού, ένδειξη της κλίμακας του εγχειρήματος, και της οικονομικής της ανάπτυξης.

Η σταθερότητα της Συνθήκης της Λωζάννης δεν προέκυπτε όμως μόνο ή κυρίως από την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αλλά και από το γεγονός ότι ρύθμιζε θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος. Τα Στενά ήταν ένα από αυτά, όπως και η ρύθμιση των συνόρων μεταξύ της Τουρκίας και νέων κρατικών οντοτήτων που προέκυπταν από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι οντότητες αυτές, όπως η Συρία, ο Λίβανος, το Ιράκ, θα αποτελούσαν μόνιμα στοιχεία του χάρτη της Μέσης Ανατολής. Eνδειξη της αντοχής του καθεστώτος της Λωζάννης, η οποία προέκυπτε από τη δέσμευση σε αυτό των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, ήταν το γεγονός ότι η διευθέτηση των Στενών αναθεωρήθηκε με συμφωνημένη διαδικασία από τους συμβαλλόμενους, οι οποίοι συνήψαν μια νέα συνθήκη στο Μοντραί το 1936.

Αν αυτός ο συνδυασμός παραγόντων, διμερών και πολυμερών, εξηγεί την αντοχή της Λωζάννης έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τι εξηγεί το γεγονός ότι η Συνθήκη επιβίωσε και κατά τη μεταπολεμική εποχή; Hταν η κληρονομιά, ασφαλώς, της τουρκικής πολιτικής κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Aγκυρα είχε παραμείνει ουδέτερη. Η τουρκική κυβέρνηση κήρυξε τελικά τον πόλεμο στον Aξονα μόλις τον Φεβρουάριο του 1945, με συνέπεια τα χαρτιά της να μην είναι ισχυρά στην αυγή της μεταπολεμικής περιόδου. Πέραν αυτού, το 1945-46 θα αντιμετώπιζε την ισχυρή πίεση της Σοβιετικής Eνωσης για αλλαγές στα χερσαία τουρκο-σοβιετικά σύνορα και στο καθεστώς των Στενών. Η Μόσχα απέβλεπε στον αποκλεισμό των παραδοσιακών ναυτικών δυνάμεων από τη Μαύρη Θάλασσα και στη δορυφοροποίηση της Τουρκίας. Αυτό προκάλεσε την παρέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών και την εξαγγελία του δόγματος Τρούμαν για την Ελλάδα και την Τουρκία τον Μάρτιο του 1947. Στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, το συμβατικό καθεστώς της Λωζάννης και του Μοντραί για τα Στενά, αποκτούσε πρωτεύουσα σημασία για τις δυτικές δυνάμεις αλλά και για την Ελλάδα και την Τουρκία, που εντάσσονταν ταυτόχρονα στις ευρω-ατλαντικές δομές ασφαλείας το 1947 και στο ΝΑΤΟ το 1952.

Η ανακίνηση του Κυπριακού το 1954 αποτελούσε όμως μια υπόμνηση ότι η δυναμική της σύγκρουσης των εθνικών συμφερόντων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας μπορούσε να υπονομεύσει το καθεστώς της Λωζάννης. Στο σημείο αυτό οι διεθνείς διαστάσεις, ιδίως ο αμερικανικός παράγων, διαδραματίζουν ασφαλώς σημαντικό ρόλο για την επιβίωση της Συνθήκης, ιδίως αν ληφθούν υπόψη οι αλλεπάλληλες ελληνοτουρκικές κρίσεις που αφορούν είτε το Κυπριακό είτε το Αιγαίο από τη δεκαετία του ’50 και εντεύθεν. Από τη δεκαετία του ’70 διαγράφεται το μοτίβο δύο ριζικά διαφορετικών πολιτικών έναντι τoυ καθεστώτος της Λωζάννης: της Ελλάδας, η οποία είναι η κατεξοχήν δύναμη του status quo, και της Τουρκίας, που αποβλέπει στην αναθεώρησή της. Ιδίως για την τελευταία, στις ειδικές αιτιάσεις και διεκδικήσεις που προβάλλονται από το 1973 και εξής, προστέθηκε μια γενική απορριπτική τάση που βασίζεται στην ιστορική ερμηνεία της Συνθήκης εκ μέρους του πολιτικού Ισλάμ ως μιας αποτυχίας του κεμαλισμού να προστατεύσει τα τουρκικά ή οθωμανικά συμφέροντα έναντι των δυτικών δυνάμεων.

Παρά αυτό το υπόβαθρο, και την εκδήλωση του αναθεωρητισμού στις διεθνείς σχέσεις, το καθεστώς της Λωζάννης είναι κάθε άλλο παρά καταδικασμένο: Διαθέτει ισχυρά διεθνή ερείσματα καθώς διακρίνεται η αντίληψη στον δυτικό κόσμο ότι η κατάρρευση του καθεστώτος της Λωζάννης θα σήμαινε χάος στην Ανατολική Μεσόγειο και την πύλη προς τη Μέση Ανατολή. Αλλά και στην Τουρκία διαφαίνεται η συνειδητοποίηση ότι η απομάκρυνση από τη Δύση έχει περιορισμένη χρησιμότητα λόγω των αντίστοιχα περιορισμένων δυνατοτήτων της Ρωσίας και ότι η αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων και των στρατιωτικών αναγκών της χώρας απαιτούν δυτική βοήθεια. Στο πλαίσιο αυτό, η επιδίωξη της επίλυσης των ελληνο-τουρκικών διαφορών εντός του πλαισίου της Λωζάννης και του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, το οποίο αναπτύχθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες, δεν είναι αδιανόητη.

Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών του Κέντρου Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.