Τα τελευταία χρόνια ενέσκηψε στα κείμενα των social media ένας καινούργιος όρος: αυτός του «καλοκαιράκια». Η λέξη αναφέρεται στους ανθρώπους (στους οποίους ανήκει και ο γράφων) που αισθάνονται ότι η ετήσια διαδοχή των μηνών σχηματικά δεν αντιστοιχεί σε γραμμή ούτε σε κύκλο, αλλά σε μια καμπύλη ταλάντωσης, η κορυφή της οποίας συμπίπτει πάντα, από πλευράς έντασης στιγμών και υπαρξιακού νοήματος, με τους καλοκαιρινούς μήνες.
Προσωπικά ένιωθα από παιδί μια βαθιά ευδαιμονία να απλώνεται μέσα μου κάθε που έμπαινε το θερινό ωράριο, η οποία εντεινόταν με το τέλος των σχολικών μαθημάτων, για να κορυφωθεί τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, όταν η ζέστη, η εξοχική εκδοχή της διαβίωσης με τα ελάχιστα ρούχα και το άνοιγμα μπαλκονιών, σπιτιών, γραφείων, προς τον νοητό ορίζοντα της θάλασσας, έμοιαζαν να σημαίνουν την επιστροφή στον στοιχειακό τρόπο μιας αιώνια «νηπιακής» ύπαρξης, όταν η φύση αλλά και η πόλη ξαναγινόταν στοργική μητέρα.
Για μένα η άρνηση του καλοκαιριού ήταν ανέκαθεν ακατανόητη. Στα μάτια μου ισοδυναμούσε με την άρνηση του σώματος, του δέρματος, του νερού, εν τέλει με την άρνηση ακόμα και της ίδιας της αγάπης για τη ζωή στην πρωταρχική της μορφή. Το θέρος αποτελούσε την ευφρόσυνη επαναφορά σε μια αναμφισβήτητη αλήθεια, την αλήθεια της αυθεντικής ανθρώπινης διάστασης, απαλλαγμένης από τα αλλεπάλληλα στρώματα τεχνητής προστασίας (θέρμανση, μόνωση, ομπρέλες, παπλώματα, κάλτσες, πανωφόρια) με τα οποία ταυτίζεται από αιώνες ο υλικός πολιτισμός. Αποτελούσε τον θρίαμβο του γυμνού επί του ντυμένου. Την εκδίκηση του σκανταλιάρικου παιδιού μέσα μας πάνω στην υπολογισμένη και προστατευμένη ζωή των ενηλίκων, που επιτάσσει το χειμωνιάτικο κλείσιμο, το σκύψιμο, το κουκούλωμα και τον προσεκτικό βηματισμό.
Γνωρίζω ωστόσο ότι τα τελευταία χρόνια έχουν προστεθεί πολλοί αστερίσκοι στην ανόθευτη απόλαυση του θέρους. Πόσο αδιαμεσολάβητη μπορεί να είναι μια τέτοια απόλαυση, όταν οι θερμοκρασίες σκαρφαλώνουν πλέον για εβδομάδες στους 40 βαθμούς και όταν, από εικοσαετίας πια τουλάχιστον, δεν νοείται ζωή σε εσωτερικό χώρο δίχως ενισχυμένο σύστημα κλιματισμού;
Οταν ανεξέλεγκτες πυρκαγιές και ακολούθως πλημμύρες μάς εξοικειώνουν σε ετήσια βάση με σκηνικά καταστροφής, που κάποτε, ταμπουρωμένοι στην πολυτέλεια της δυτικής αναλγησίας μας, λίγο ως πολύ πιστεύαμε ότι αποτελούν φαινόμενα άλλων ηπείρων, άλλων κόσμων; Και πώς μπορούμε να επικαλούμαστε την επιστροφή σε ένα απροσδιόριστα ανέφελο παρελθόν (τότε που ως παιδιά «μετρούσαμε τον χρόνο με παγωτά») όταν το παρελθόν εκείνο είναι που μας οδήγησε στην παρούσα συλλογική μας «απορία», όπου για την πλειονότητα των συμπατριωτών μας η ίδια η έννοια των διακοπών είναι οικονομικά αδιανόητη και όπου οι μυθοποιημένες «ήσυχες μέρες του Αυγούστου» των πόλεων που εγκαταλείπονται μαζικά από τους παραθεριστές αποτελούν πια ανάμνηση;
Είναι αλήθεια ότι το εξιδανικευμένο, «ελυτικό» καλοκαίρι μάλλον μας έχει αφήσει χρόνους, επιβιώνοντας μονάχα σε τουριστικά σποτ και προσεκτικά στοχευμένες εικόνες του Instagram. (Ακόμα και ο ποιητής που το εξύμνησε, σήμερα συχνά-πυκνά λοιδορείται από νεότερες γενιές για τις οποίες τα βάσανα της επιβίωσης σε ένα εχθρικό κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον δεν απαλύνονται από κανένα «αποκαλυπτικό» όραμα μεσογειακού ήλιου.)
Για άλλους, ο παραμορφωτικός φακός των social media και η απροκάλυπτα ταξική προβολή των σελέμπριτι «με σκάφη σε νησιά», εντείνει την ύβρη και τον κοινωνικό φθόνο, τη στιγμή που χιλιάδες νέοι ζουν με επιδόματα ή με την απάνθρωπη ταλαιπωρία της εργασίας στην τουριστική «σεζόν». Τέλος, για κάποιους η ίδια η έννοια των διακοπών ενέχει ένα στοιχείο μικροαστικής συνθηκολόγησης, αποτελώντας μια αμελητέα, παραπλανητική αποφόρτιση στο μαγγανοπήγαδο του συστήματος που μας παγιδεύει.
Δεν διαφωνώ με τίποτα από τα παραπάνω. Κι ωστόσο, με έναν σχεδόν μαγικό τρόπο, όταν τα ρούχα λιγοστεύουν και η θάλασσα μας γνέφει, το σώμα μοιάζει σαν από μόνο του να «ξέρει». Κι αυτό, για πολλούς από εμάς, δεν είναι καθόλου λίγο.
Ακόμα κι αν δεν προοιωνίζεται τίποτα περισσότερο από μια ετήσια επιστροφή σε κάτι πρωτογενές και μισοξεχασμένο, η υπόσχεση αποκάλυψης του οποίου μένει μονίμως ανεκπλήρωτη. Ακόμα και σαν μια ψευδαίσθηση αθανασίας, το καλοκαίρι πάντα μας καλεί. Κι εμείς, σαν τα τζιτζίκια, βγαίνουμε από το χειμωνιάτικο κέλυφός μας για να τραγουδήσουμε. Εστω και κακόφωνα. Εστω και για ένα απελπιστικά σύντομο διάστημα. Εστω και μόνο «για μια μπίρα στην πλατεία». Γιατί απλά δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς.
Ο κ. Νίκος Α. Μάντης είναι συγγραφέας.