Αναζητώντας τα αίτια της δυτικής δυσανεξίας

Υπερκατανάλωση. Απληστία. Ηδονισμός των νέων. Παρακμή της οικογένειας. Ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη. Νέα μέσα που υπονομεύουν την τάξη του κόσμου. Μια τέχνη αποδεσμευμένη από την πραγματικότητα, χαμένη σε άκυρες αναζητήσεις. Πολιτικές ανακατατάξεις και ηθικοί πανικοί. Στην εποχή τους τα τέλη του 19ου και οι αρχές του 20ού αιώνα δεν γίνονταν νοητά ως η παροιμιώδης εποχή ευστάθειας και λειτουργικότητας που η θύελλα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα αναβίβαζε στην κατοπινή συλλογική μνήμη σε ιδανική Belle Époque.

Ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις αναπροσάρμοζαν τις συμμαχίες τους, ένα κύμα αναρχικής τρομοκρατίας δολοφονούσε τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Σαντί Καρνό, τον πρωθυπουργό της Ισπανίας Αντόνιο Κανόβας δελ Καστίγιο, την Ελισάβετ, σύζυγο του αψβούργου αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ Α΄, τον βασιλιά της Ιταλίας Ουμβέρτο· το κίνημα της γυναικείας ψήφου διογκωνόταν· το μαρξιστικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας ισχυροποιούνταν· τα εθνικά κράτη ανταγωνίζονταν τις πολυεθνικές αυτοκρατορίες· επαναστατικά καλλιτεχνικά ρεύματα έρχονταν στο προσκήνιο. Η Ευρώπη, κυρίως, αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες, έμοιαζαν να καταλαμβάνονται από μια διάχυτη δυσφορία που διαχεόταν σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής.

Αυτό το κλίμα fin-de-siècle, της χαοτικής για τους σύγχρονους διαφαινόμενης μετάβασης από τον ένα αιώνα στον άλλον, της αυξανόμενης επιτάχυνσης των μεταβολών, της φαινομενικής ρευστότητας των αξιών, ίσως μας είναι πιο οικείο από τον Μεσοπόλεμο ως αντικατοπτρισμός των δικών μας αρχών ενός νέου αιώνα.

Προφανώς, οι αναλογίες με τη δεκαετία του ’30 έχουν συχνά επισημανθεί, ωστόσο σε αντίθεση με τη μεταπολεμική, έντονα πολωμένη μεταξύ αντιπάλων ιδεολογιών, βίαιη εκείνη εποχή, η malaise των τελευταίων δεκαετιών έρχεται στον απόηχο μιας μεγάλης ύφεσης, χαρακτηρίζεται από πολιτισμικές συγκρούσεις και εκφράζεται, ως τώρα τουλάχιστον, περισσότερο με την επίμονη απόρριψη μιας προηγούμενης πολιτικής τάξης παρά με την ενθουσιώδη αποδοχή των δημαγωγικών ή εξτρεμιστικών μορφωμάτων που επιδιώκουν να την υποκαταστήσουν.

Επειδή ωστόσο οι αναλογίες δεν αποτελούν απαντήσεις, χρησιμεύουν ως ενδείξεις, όχι ως αναλυτικά εργαλεία, το ερώτημα γύρω από τα αίτια της δυσφορίας της δυτικής κοινωνίας στον καιρό της παγκοσμιοποίησης παραμένει κρίσιμο: γιατί επικρατεί ένα αίσθημα fin-de-siècle στις αρχές ενός νέου αιώνα, τι αναδύεται από τις αναζητήσεις της δυτικής κοινωνίας, πού οφείλονται και προς τα πού οδηγούν οι πολλαπλές κρίσεις της εποχής μας;

Δυσαρέσκεια, αυταρχισμός, αναθεωρητισμός

Του Σωτήρη Ριζά

Η ιστορία δεν προσφέρει μια φόρμουλα για τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνική δυσαρέσκεια μπορεί να οδηγήσει σε πολιτική ανατροπή. Ποια περίοδος όμως από τον προηγούμενο, τον 20ό αιώνα, μπορεί να θέσει ερωτήματα που θα μας βοηθήσουν να προσεγγίσουμε το παρόν;

Ο πόλεμος ήταν μια από τις αιτίες που μπορούσε να οδηγήσει σε πολιτική ανατροπή. Αυτή ήταν η περίπτωση των δύο ρωσικών επαναστάσεων, του Φεβρουαρίου και του Οκτωβρίου 1917. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έθεσε σε δοκιμασία τον κρατικό μηχανισμό της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ανέδειξε τη στρατιωτική ανετοιμότητα της τσαρικής μοναρχίας, ενώ οι ανθρώπινες απώλειες ήταν μεγάλες και οι βιοτικές συνθήκες, ιδίως στα αστικά κέντρα, ανυπόφορες.

Η απόφαση των ηγετικών ομάδων που πραγματοποίησαν την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917 να συνεχίσουν τον πόλεμο ήταν μοιραία για τις προοπτικές ενός πλουραλιστικού καθεστώτος στη Ρωσία. Οι μπολσεβίκοι, μια αποφασισμένη μειοψηφία που απέβλεπε στον μετασχηματισμό της κοινωνίας, ήταν σε θέση να αξιοποιήσουν το αντιπολεμικό κλίμα, την κατάρρευση των κρατικών δομών και την έλλειψη νομιμοποίησης της εξουσίας.

Μετά τον πόλεμο, η άνοδος του φασισμού στην Ιταλία, το 1922, και του ναζισμού στη Γερμανία, το 1933, οφειλόταν σε μια συνέργεια εθνικιστικής διάψευσης (η Ιταλία είχε μικρά κέρδη από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ενώ η Γερμανία ήταν ηττημένη), οικονομικής κατάπτωσης και υπαρξιακής ανασφάλειας των μικροαστικών και μεσοαστικών στοιχείων έναντι αυτού που εξελάμβαναν ως κίνδυνο κοινωνικής ανατροπής με την ένταση των εργατικών διεκδικήσεων που προερχόταν από τα αριστερά.

Η οικονομική κρίση του 1929 ενέτεινε τη σημασία της οικονομικής πίεσης. Οι κάλπες δεν συνέβαλαν στην άνοδο του φασισμού στην Ιταλία. Η άνοδος του Μουσολίνι οφειλόταν στον θρόνο και τις ελίτ που τον περιέβαλλαν, οι οποίες επίσης διέβλεπαν στην κοινωνική αναταραχή τον κίνδυνο της ανατροπής. Στη Γερμανία, αντίθετα, το ναζιστικό κόμμα είχε σημαντική εκλογική απήχηση αλλά και εκεί αυτή πιθανότατα δεν θα ήταν αρκετή για την άνοδο στην εξουσία. Μεσολάβησε η παρέμβαση του προέδρου Χίντεμπουργκ, ο οποίος περιβαλλόταν από τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα και την παλαιά αριστοκρατία και γραφειοκρατία. Ολοι αυτοί αναζήτησαν στον Χίτλερ τον παράγοντα που θα αποκαθιστούσε την τάξη και την πειθαρχία.

Η ιστορική κληρονομιά και η πολιτική κουλτούρα έπαιζαν βέβαια τον ρόλο τους. Η Ιταλία ήταν μια χώρα με αδύναμους πολιτικούς θεσμούς, η καθολική ψηφοφορία είχε εφαρμοστεί για πρώτη φορά στις εκλογές του 1919, η Αριστερά παρέπαιε μεταξύ μεταρρύθμισης και επανάστασης και η μαζική δημοκρατία προκαλούσε ανασφάλεια στις ελίτ. Αντίστοιχα, η ενωμένη Γερμανία είχε οικοδομηθεί στη βάση της συμμαχίας αριστοκρατίας και μιλιταρισμού ενώ το χάσμα μεταξύ σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών ευνοούσε τη διάσπαση του μετώπου έναντι του ναζισμού.

Αντίθετα, χώρες με φιλελεύθερη δημοκρατική παράδοση, όπως η Βρετανία ή η Γαλλία, αντιμετώπισαν την κρίση στο πλαίσιο της εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία ενώ στην Αμερική το New Deal του προέδρου Ρούσβελτ απετέλεσε το εργαστήριο μιας νέας μορφής παρεμβατικού καπιταλισμού που υπερέβη την κρίση του 1929.

Προς το τέλος του αιώνα, η κατάρρευση των λαϊκών δημοκρατιών το 1989 ήταν μια εξέλιξη που ανέδειξε τη σημασία της νομιμοποίησης. Τα καθεστώτα αυτά όφειλαν την εγκαθίδρυση και την επιβίωσή τους στην παρουσία του Ερυθρού Στρατού στο πλαίσιο της εξέλιξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η καταστολή της εξέγερσης στην Ανατολική Γερμανία το 1953, στην Ουγγαρία το 1956, της Ανοιξης της Πράγας το 1968, της δράσης του συνδικάτου Αλληλεγγύη στη Πολωνία το 1981, επιβεβαίωναν αυτή την υπόθεση.

Οταν το 1989 έγινε αντιληπτό ότι η υπό την ηγεσία του Γκορμπατσόφ Σοβιετική Ενωση δεν θα επενέβαινε για να υποστυλώσει τα παραπαίοντα κομμουνιστικά κόμματα, τα καθεστώτα αυτά κατέρρευσαν σε διάστημα λίγων εβδομάδων. Η ιδεολογική ηγεμονία ανήκε στη Δύση, η οποία φαινόταν να εξασφαλίζει ελευθερία επιλογής και ένα ασύγκριτα υψηλότερο επίπεδο ζωής.

Ο Μεσοπόλεμος φαίνεται να δίνει περισσότερες αφορμές για προβληματισμό σήμερα. Τα μεσαία στρώματα συμπιέζονται από τον πληθωρισμό και από τον οικονομικό μετασχηματισμό τον οποίο προκάλεσε η παγκοσμιοποίηση και ευνόησε τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Μοιάζει να επικρατεί στην πολιτική σκέψη μια υπονομευτική ιδέα για τη δημοκρατία, σύμφωνα με την οποία το δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης δεν παράγει αποτελέσματα για τους πολλούς, οι οποίοι με τη σειρά τους ελκύονται όλο και περισσότερο από πολιτικά σχήματα αυταρχικής λογικής.

Η εθνική κυριαρχία θεωρείται συνώνυμη σήμερα κυρίως με την παρεμπόδιση της μετανάστευσης, η οποία υποδαυλίζει φόβους αντικατάστασης των γηγενών πληθυσμών από μετανάστες. Εν τούτοις, ο πόλεμος της Ουκρανίας ή η διαμάχη περί την Ταϊβάν υποδηλώνει την επεκτατική ροπή παλαιών αυτοκρατοριών με συστήματα αυταρχικής διακυβέρνησης οι οποίες, κατά το πρότυπο των αναθεωρητικών δυνάμεων του Μεσοπολέμου, επανέρχονται σε χώρους που είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν σε φάσεις συρρίκνωσης, ενώ η αποδιάρθρωση του ευρω-ατλαντικού συστήματος ασφαλείας μπορεί να σημαίνει την επικράτηση του αναθεωρητισμού ως μεθόδου επίλυσης διεθνών διαφορών διά της ισχύος όπως στη δεκαετία του ’30.

Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.

Κατακερματισμένη απαισιοδοξία

Της Χαριτίνης Καρακωστάκη

Πριν από λίγες μέρες (21/3/2025), ο «New Yorker» δημοσίευσε ένα σκίτσο της Εϊμι Χουάνγκ που απεικονίζει ένα μέντιουμ να κάθεται στα σκαλιά του μαγαζιού της και να συζητάει με μια κυρία, μια γειτόνισσα κατά πάσα πιθανότητα, η οποία κοντοστέκεται για να της μιλήσει. «Δεν πάνε καλά οι δουλειές» της λέει το μέντιουμ, «κανείς δεν θέλει να μάθει το μέλλον»! Το γέλιο είναι πηγαίο πλην πικρό. Αν κανείς δεν θέλει να γνωρίσει τι του επιφυλάσσει το μέλλον είναι γιατί όλοι είναι βέβαιοι ότι θα είναι δυσοίωνο.

Ποτέ μια πρόβλεψη για εκείνο που θα ‘ρθει δεν αφορά πραγματικά το μέλλον. Η προθυμία (ή η απροθυμία) να το γνωρίσουμε δεν είναι παρά ένας συναισθηματικός δείκτης που αντανακλά το παρόν, το πώς νιώθουμε τώρα. Υποκινείται από τη λαχτάρα να σταματήσουμε τον χρόνο και να κρατηθούμε για πάντα εδώ, σε αυτή τη συναισθηματική γεωγραφία υπέρμετρης αισιοδοξίας που φτιάχνει μέσα μας την αίσθηση ότι όλα θα πάνε καλά, γιατί «δεν μπορούν να μην πάνε».

Αυτή η διάχυτη συλλογική αισιοδοξία ήταν που οδήγησε, μαζικά, ετερόκλητα πλήθη των δυτικών κοινωνιών σε μέντιουμ και χαρτορίχτρες τη δεκαετία του ’80 και του ’90. Αυτή η διάσπαρτη ευφορία ήταν που έκανε τον Μιτεράν, με τον μεταστατικό καρκίνο και την ιατρική πρόβλεψη των «λίγων μηνών ζωής», να συμβουλεύεται τακτικά την προσωπική του αστρολόγο, και τον Παπανδρέου, με τη μεγάλη πλην εύθραυστη καρδιά, να συνομιλεί με τον αστρολόγο του. Γιατί, τι είναι αυτό που κάνει δυο ετοιμοθάνατους διανοούμενους να θέλουν να μάθουν τα μελλούμενα, αν όχι η έξαψη της επιθυμίας να μείνουν αγκυροβολημένοι, ενάντια σε όλους τους οιωνούς, στην παντοδυναμία του παρόντος;

Πολλά έχουν αλλάξει από τη δεκαετία του ’80 προς το καλύτερο. Ζούμε συνολικά καλύτερα, έχουμε καλύτερη τεχνολογία, καλύτερη εκπαίδευση, εμπεδωμένο φιλελευθερισμό, περισσότερη ισότητα, κατοχυρωμένα δικαιώματα, βελτιωμένη θέση των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ, πλουσιότερη και εκδημοκρατισμένη κουλτούρα. Κι όμως, είμαστε συλλογικά πιο απαισιόδοξοι και πιο δυσαρεστημένοι από ποτέ. Εκεί έγκειται και η μεγάλη διαφορά του σήμερα από το τότε: στην οριστική εγκατάλειψη της ελπιδοφόρας στάσης απέναντι στο μέλλον.

Σε κάποιο βαθμό αυτό ήταν αναμενόμενο να συμβεί καθώς βαθαίνει η εκκοσμίκευση και εξατομικεύεται η νοηματοδότηση της ζωής (Charles Taylor, Πηγές του εαυτού, εκδ. Πόλις, 2007). Αυτό όμως που δεν προβλέψαμε και δεν συζητήσαμε αρκετά ήταν ότι η απομάγευση θα είχε σαν συνέπεια να χαθεί και η «μαγεία». Η εγκατάλειψη των κάθε λογής προφητειών και η συνακόλουθη στροφή προς τα εγκόσμια και τον Εαυτό σήμανε και το τέλος της ομοιομορφίας, ενώ συνέβαλε στη μετατόπιση του κέντρου βάρους του υποκειμένου από το συλλογικό στο ατομικό βίωμα.

Σε αντίθεση με την κοινωνία της δεκαετίας του ’80, όπου ακόμα και ο ατομικός βίος βιωνόταν συλλογικά, ο συλλογικός βίος της δεκαετίας του ’20 εξατομικεύεται συστηματικά. Το αναλογικό σύμπαν (με τα πολύωρα τηλεφωνήματα που στοίχιζαν 10 δραχμές και τις φάρσες στα σταθερά) και ο μοναδικός τηλεοπτικός δέκτης στο κέντρο του σαλονιού που έδειχνε ένα πρόγραμμα «για όλη την οικογένεια» έφτιαχνε μια στιγμή συλλογικού οικιακού βίου. Σήμερα η οικογενειακή εμπειρία κατακερματίζεται σε ατομικές οθόνες ταυτόχρονης θέασης που προσαρμόζουν το περιεχόμενό τους στο γούστο και την ηλικία του δέκτη με το πάτημα ενός κουμπιού (ή ενός σουάιπ).

Ο εργασιακός βίος έφτιαχνε μια εμπειρία κοινή για όλους: μία, το πολύ δύο αλλαγές εργοδότη σε ολόκληρη την επαγγελματική καριέρα, χρόνος που μετράει αντίστροφα μέχρι τη σύνταξη. Δουλειές γραφείου, δουλειές δημιουργικές που συρρικνώνουν το «προλεταριάτο», φτιάχνουν τη μεσαία τάξη και επιτρέπουν την κοινωνική κινητικότητα. Τώρα το «παραμορφωμένο» πρεκαριάτο μεταπηδά από εργοδότη σε εργοδότη ανά διετία και ψυχαγωγείται με το ενδεχόμενο να αποδημήσει πριν τη σύνταξη, γιατί «δεν θα υπάρχει πια σύνταξη».

Η «μεσαία τάξη» εξαϋλώνεται ενώ δεν μπορεί να νοικιάσει σπίτι γιατί το 1% των πλουσιότερων αγοράζει τα ακίνητα για να τα κάνει Airbnb και πεντάστερα ξενοδοχεία. Η καταναλωτική εμπειρία εξατομικεύεται κι αυτή. Τη δεκαετία του ’80 η απόκτηση μιας ηλεκτρικής συσκευής ήταν αποτέλεσμα οικογενειακής στρατηγικής. Τηλεοράσεις και στερεοφωνικά ταξίδευαν λαθραία στις μπαγκαζιέρες των πούλμαν για να γλιτώσουν τους τελωνειακούς δασμούς.

Το γουόκμαν «από το εξωτερικό» αναγόταν σε λάφυρο που έφτιαχνε μια στιγμή κομπασμού στην παρέα, κοιτίδα συλλογικού βίου και αυτή. Η διέγερση της τεχνολογικής πρωτοκατανάλωσης έδωσε τη θέση της στην επαναλαμβανόμενη ματαίωση επειδή γέμισε πάλι η μνήμη του κινητού. Πώς θα λάβω τώρα την ημερήσια δόση υπερ-κατακερματισμένης κουλτούρας που ο έξυπνος αλγόριθμος έξυπνα εξατομικεύει;

Το απαισιόδοξο παρόν μας αναζητεί συγκολλητική ουσία. Απουσία συλλογικών εμπειριών χαράς, αποζητούμε τη συλλογικότητα μέσα στο πένθος. Κρίση. Τέμπη. Και το μέλλον παραμένει μαζικά μοναχικό και κατακερματισμένα δυσοίωνο.

Η κυρία Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στην EHESS.

Στον αντίποδα της πολιτικής δυσφορίας

Της Κατερίνας Λαμπρινού

Το 2013, κυκλοφόρησε το βιβλίο του γάλλου νεο-αντιδραστικού Αλαίν Φινκελκρότ με τον εύγλωττο τίτλο Η δυστυχής ταυτότητα (L‘identité malheureuse). Ο εξαιρετικά παρεμβατικός στον δημόσιο διάλογο φιλόσοφος εντόπιζε τα αίτια της σύγχρονης δυστυχίας στην πολυπολιτισμικότητα, στον πολιτισμικό υβριδισμό που ενυπάρχει στην καρδιά της παγκοσμιοποιημένης συνθήκης.

Για τον Φινκελκρότ, τα μεταναστευτικά ρεύματα και δη τα ισλαμικά ευθύνονται για τη διάλυση της γαλλικής και τελικά της ευρωπαϊκής ταυτότητας, καθώς δεν επιθυμούν να αφομοιωθούν πολιτισμικά και κοινωνικά. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Εντσο Τραβέρσο επικέντρωσε τη δική του προβληματική στην Αριστερή Μελαγχολία. Με τον όρο αυτόν περιέγραφε την τραυματική διανοητική – ψυχική κατάσταση της πολιτικής και κοινωνικής Αριστεράς μετά το 1989, τον μεταβατικό ιστορικό χρόνο όπου οι διαψεύσεις και το παραλυτικό βάρος του παρελθόντος συνυπάρχουν με τη αναζήτηση για ένα νέο λεξιλόγιο και τους ανάλογους μετασχηματισμούς.

Στις δημοφιλείς αυτές προσεγγίσεις, προερχόμενες από διαφορετικές πλευρές του πολιτικού φάσματος, το συναισθηματικό υπόβαθρο μοιάζει κοινό. Τις διαφοροποιεί όμως η προβληματική γύρω από αυτό και η κατεύθυνση της επιθυμητής διεξόδου. Οπως και η πραγματικότητα της σύγχρονης δυσφορίας. Αν κάτι μοιάζει να τη φέρνει στο επίκεντρο ως κυρίαρχη αίσθηση της εποχής είναι ότι συντονίζεται με μια υπαρξιακή κρίση του πολιτικού φιλελευθερισμού σε θεσμικό και οικονομικό επίπεδο.

Η κρίση αυτή αποτυπώνεται καταρχήν στη φθίνουσα αποδοχή της δημοκρατίας και τη χαμηλή εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς. Κυρίως όμως αφορά την καταστατική αδυναμία του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού να διαχύσει – παρά τη σχετική υπόσχεση των trickle-down economics – οικονομικά οφέλη προς τα κάτω· τη διαχρονική αποτυχία του να λειτουργήσει ως κάτι πέρα από μηχανισμός αναπαραγωγής οικονομικών προνομίων για τους happy few και τελικά ως μηχανισμός όξυνσης των ανισοτήτων.

Η δομική αυτή σύγκρουση μεταξύ χαμένων και κερδισμένων της παγκοσμιοποίησης αναδιαμόρφωσε τα κομματικά συστήματα της Δύσης και είναι ο καταλύτης της εκλογικής εκτίναξης της άκρας Δεξιάς. Η Ακροδεξιά πια δεν είναι περιθώριο. Είναι κυβερνώσα ή δυνάμει κυβερνώσα. Γιατί κατάφερε προς το παρόν να προσδώσει στη «δυστυχή ταυτότητα» του Φινκελκρότ ή στην άγρια απελπισία των ρέντνεκς των Μεσοδυτικών Πολιτείων (καταγωγικού τόπου του Τζέι Ντι Βανς) μια προσδοκία ανάτασης – πλασματικής μεν, ανάτασης δε.

Η νέα Ακροδεξιά δεν εκφράζει μόνο τη δυσανεξία της απέναντι στην ύπαρξη του «άλλου», αλλά εμφανίζεται ως δύναμη απελευθέρωσης από πολλαπλά δεσμά: από την πολιτική οικολογία με τα προσκόμματα στην απεριόριστη χρήση των φυσικών πόρων· από την «πολιτική ορθότητα» και τη δήθεν λογοκρισία που επιβάλλουν «δικαιωματιστές» του ’68· από τους ρυθμιστικούς κανόνες – ας σκεφτούμε το αίτημα η ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης να γίνει πολύ γρήγορα και χωρίς περιορισμούς· από τις ποσοστώσεις των θετικών διακρίσεων, τη δημοκρατική λογοδοσία, τη φορολογία κ.ο.κ. Αυτή η απόλυτη αίσθηση της δυνατότητας παραβίασης κάθε ορίου που εκπροσωπεί η Ακροδεξιά αλλά και η αυταρχική Δεξιά, διεκδικεί την ηθική νομιμοποίηση σε μια πολύ οικεία λαθροχειρία: στη δήθεν αποκατάσταση της βούλησης της πλειονότητας απέναντι στην «τυραννία των μειονοτήτων».

Η συνολική υφαρπαγή της έννοιας της ελευθερίας, πολύ πιο διεισδυτική από παραδοσιακά τρίπτυχα τύπου πατρίδα – θρησκεία – οικογένεια, συνδέεται με τη διαρκή υπόσχεση για αποκατάσταση της διασαλευθείσας τάξης του κόσμου. Σε κάποιους ακούγεται αν μη τι άλλο ως μια ανακουφιστική υπόσχεση.

Ας σκεφτούμε εδώ την άλλη πλευρά. Την Αριστερά. Η κριτική που γεννά η δυσαρέσκεια απέναντι στις στρεβλώσεις της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της φιλελεύθερης οικονομίας δεν τροφοδοτεί ένα αφήγημα απελευθερωτικό, την αίσθηση ότι η πολιτική πρακτική μπορεί να άρει αυτό το παγιωμένο αίσθημα ανημπόριας. Η Αριστερά δεν είναι μόνο καθηλωμένη στη μελαγχολία αλλά και αμήχανη απέναντι σε κάθε αίσθημα χαράς ή ευχαρίστησης, καχύποπτη απέναντι σε αναγνώσεις που δεν φλερτάρουν εν τέλει με τη δυστοπία.

Η άλλη όψη της διαπίστωσης αυτής δεν είναι η καταναγκαστική «ευτυχιοκρατία», η υποχρέωση στην ευτυχία ως μια άλλη εκδοχή του αμερικανικού ονείρου, όπως την προπαγάνδισε επιτυχώς η επέλαση της αγγλοσαξονικής «θετικότητας».

Εχει ενδιαφέρον όμως να συγκρατήσουμε τη βασική θέση του Μικαέλ Φεσέλ στο βιβλίο του Κόκκινα φανάρια. Η ηδονή και η Αριστερά, ο οποίος αναγνωρίζει ότι η ευχαρίστηση που βιώνεται και μοιράζεται από κοινού και συλλογικά σε πείσμα ενός συστήματος οργανωμένου γύρω από τη θλίψη και την καταπίεση είναι αυτή που μπορεί να επιφέρει την αμφισβήτηση της κυριαρχίας του.

Η κυρία Κατερίνα Λαμπρινού είναι διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.