Για όλες τις χώρες, ανεξάρτητα από επετείους, υπάρχει μια ευφρόσυνη χρονιά που αποτελεί σταθμό στην πορεία τους. Στον 20ό αιώνα, για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης αυτή η ευφρόσυνη και ιδρυτική χρονιά ήταν το 1945, η λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Απελευθέρωση.

Θα μπορούσε να ήταν και για την Ελλάδα, αν δεν ακολουθούσε ο Εμφύλιος. Για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης το έτος αυτό είναι το 1989. Για την Ελλάδα είναι αδιαμφισβήτητα το 1974. Η Μεταπολίτευση του 1974 αποτελεί γεγονός σημαντικό, ευφρόσυνο και ιδρυτικό. Αν απομακρυνθούμε από αυτή τη θεμελιακή τοποθέτηση, ό,τι άλλο και αν πούμε θα είναι άστοχο και παραπλανητικό.

Ας επαναλάβω το πανθομολογούμενο: η πρωτόγνωρη στη νεοελληνική ιστορία αδιατάρακτη δημοκρατική ζωή μισού αιώνα θεμελιώθηκε σε εκείνους τους πρώτους μήνες της Μεταπολίτευσης. Αυτή βεβαίως η τοποθέτηση αποτελεί ύστερη σοφία.

Για ικανό αριθμό αριστερών φοιτητών του αντιδικτατορικού κινήματος η εικόνα της Μεταπολίτευσης – δηλαδή, ο Γκιζίκης να ορκίζει τον Καραμανλή – συνιστούσε πικρή απογοήτευση, ενώ για τους αριστεριστές σήμαινε καθαρή ήττα.

Η Μεταπολίτευση δεν αποτελεί απλή αποκατάσταση της προδικτατορικής Δημοκρατίας, αλλά και μετάβαση σε νέα περίοδο πλήρους δημοκρατικού βίου. Τρία είναι, ως γνωστόν, τα κρίσιμα επιτεύγματα: η επιστροφή του στρατού στους στρατώνες, το τέλος της Μοναρχίας και η κατάργηση του ΑΝ 509, δηλαδή η νομιμοποίηση του ΚΚΕ.

Το πρώτο συνοδεύτηκε από μερική κάθαρση στον στρατό, πολύ μεγαλύτερη πάντως από ό,τι στα Σώματα Ασφαλείας, επειδή ακριβώς ο στρατός ήταν πιο επίφοβος για ανατροπή της δημοκρατικής μετάβασης.

Το δεύτερο αποτελούσε ασφαλώς και προσωπική επιθυμία του Καραμανλή, αλλά η σοφή στάση της ουδετερότητας που τήρησαν ο ίδιος και η κυβέρνηση ήταν καθοριστική ώστε το ιστορικό τέλος της Μοναρχίας να συντελεστεί χωρίς δραματικότητα, σχεδόν αθόρυβα, και να μην έχει διχαστική συνέπεια.

Το 1974 δεν θα μπορούσε να νοηθεί καμία αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας χωρίς τη νομιμοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων (ΚΚΕ, ΚΚΕ εσωτερικού και άλλες αριστερίστικες οργανώσεις), όχι μόνο γιατί η Αριστερά σήκωσε το κύριο βάρος του αντιδικτατορικού αγώνα.

Το γεγονός αυτό, δηλαδή η δυνατότητα ενός ΚΚ να γίνει κυβέρνηση (μόνο ή σε συνασπισμό), αποτελεί ένα βήμα πέραν της απλής αποκατάστασης του κοινοβουλευτισμού τον οποίο κατάργησε η δικτατορία, αποτελεί μετάβαση σε μια πληρέστερη μορφή κοινοβουλευτικού βίου. Μπορεί να φανταστεί κανείς τι θα γινόταν στη χώρα να πηγαίναμε σε εκλογές με το ΚΚΕ απαγορευμένο και παράνομο;

Οποιος έζησε τα γεγονότα θυμάται ότι το ΚΚΕ είχε νομιμοποιηθεί εν τοις πράγμασι, στους δρόμους. Στις συγκεντρώσεις πριν από την 23η Σεπτεμβρίου 1974 (ημερομηνία κατάργησης του 509) οι οπαδοί του κραύγαζαν «Τιμημένο ΚΚΕ», ανέμιζαν κόκκινες σημαίες με σφυροδρέπανα και κρατούσαν αντίστοιχα πανό.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αξίζει έπαινος στον Καραμανλή για τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, του αξίζει ασφαλώς, αλλά με την έννοια πως είχε την ικανότητα να αναγνωρίσει το πραγματικό, πολλώ μάλλον που είχε σκοπό και την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ. Επιπλέον, το γεγονός αυτό σημαίνει ότι η Μεταπολίτευση δεν ήταν μόνο μια διαδικασία από τα πάνω, όπως συχνά λέγεται, αλλά πολλά επιβλήθηκαν από τα κάτω.

Τα πράγματα λοιπόν συνολικά έγιναν σωστά και υπεύθυνα. Η μεγαλύτερη δικαίωση της Μεταπολίτευσης του 1974 έρχεται το 1981 με τη νίκη του ΠαΣοΚ και την ομαλή εναλλαγή στην εξουσία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν θα μπορούσαν να γίνουν και καλύτερα, ιδίως στο πεδίο της αποχουντοποίησης.

Κατανοώ ότι η κάθαρση, σε όλες τις χώρες που γνώρισαν δικτατορίες, δεν μπορεί να είναι πλήρης, γιατί τότε, σε ορισμένες περιπτώσεις, θα έπρεπε να αγγίξει τη μισή και παραπάνω κοινωνία. Ολα όμως είναι ζήτημα βαθμού.

Η αποχουντοποίηση στην Ελλάδα ήταν περισσότερο του αναγκαίου περιορισμένη και σε ορισμένους θεσμούς ανύπαρκτη. Οπου έγινε (π.χ., πανεπιστήμιο) οφειλόταν στην πίεση από τα κάτω, εν προκειμένω στο φοιτητικό κίνημα.

Το πιο θλιβερό από όλα ήταν ότι δεν τιμωρήθηκαν όσο τους άξιζε οι βασανιστές, αυτά τα ανθρώπινα τέρατα, οι αληθινοί στυλοβάτες της δικτατορίας, πολλοί μάλιστα αθωώθηκαν κιόλας!

 

Ο κ. Σταύρος Ζουμπουλάκης είναι συγγραφέας, επίτιμος διδάκτορας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Πανεπιστημίου Κρήτης.