Οταν στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η φαινομενολογία των γερμανών φιλοσόφων είχε αρχίσει να κεντρίζει την προσοχή της ευρωπαϊκής διανόησης, ο Ρεϊμόν Αρόν, όντας σπουδαστής στο Βερολίνο, ήταν από τους πρώτους που αντιλήφθηκαν τη σημασία της. Η διαφορά με τις κείμενες απόψεις περί φιλοσοφίας ήταν η αφετηρία: αντί να ξεκινά από αφηρημένα αξιώματα και θεωρίες επεδίωκε να συνδεθεί ξανά με τη βιωμένη εμπειρία. Οπως το έθεσε, σύμφωνα με μεταγενέστερη μαρτυρία της Σιμόν ντε Μποβουάρ, στην ίδια και στον Ζαν-Πολ Σαρτρ, σε μια συνάντηση στο Μονπαρνάς για κοκτέιλ βερίκοκο, «αν είσαι φαινομενολόγος, μπορείς να κάνεις φιλοσοφία ακόμα και μιλώντας γι’ αυτό εδώ το κοκτέιλ».
Η εντύπωση που προξένησε η αποστροφή αυτή στον Σαρτρ, κατά τη βρετανίδα συγγραφέα Σάρα Μπέικγουελ, ήταν τέτοια ώστε να στραφεί προς τη διατύπωση μιας φιλοσοφίας της ελευθερίας και της ανθρώπινης ζωής – τον υπαρξισμό. Το στιγμιότυπο είναι χαρακτηριστικό τόσο της διαχρονικής διάστασης μεταξύ θεωρητικής και πρακτικής πλευράς της φιλοσοφίας όσο και της κατά καιρούς επιδίωξης ενός οδικού χάρτη για τον συσχετισμό της με την καθημερινή ζωή. Τα ζητήματα του ευ ζην, της παιδείας, της ορθής διακυβέρνησης, μεταξύ άλλων, τέθηκαν ως ερωτήματα και απέβησαν αντικείμενα φιλοσοφικού στοχασμού ήδη από την αρχαιότητα. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι στην ιστορική της διαδρομή η φιλοσοφία απώλεσε την πρακτική της συνιστώσα. Εκλαϊκευτικές όψεις της συνεχίζουν βέβαια να φτάνουν στο ευρύ κοινό, ιδιαίτερα στην εποχή των μαζικών μέσων ενημέρωσης σε περιπτώσεις στοχαστών που διακρίνονται για την ικανότητα (Αλμπέρ Καμί, Μισέλ Φουκό) ή την προκλητικότητα του λόγου τους (Σλάβοϊ Ζίζεκ).
Οπωσδήποτε, σε μια εποχή μεταβάσεων, τεχνολογικών μεταβολών, κοινωνικών και πολιτισμικών μετατοπίσεων η αναζήτηση νοήματος και αξιών δεν είναι αμελητέο αίτημα. Τον χώρο αυτόν στις μέρες μας καταλαμβάνουν συχνά ευπώλητες υβριδικές προσεγγίσεις στα όρια μεταξύ μάρκετινγκ και αυτοβελτίωσης που αναγνωρίζονται από τα αριθμητικά στον τίτλο και την υπόσχεσή τους να ξεκλειδώσουν άκοπα τα μυστικά της ευζωίας και της διανοητικής γαλήνης.
Ο όρος «άκοπα» είναι κομβικός, μια και η κίνηση των ιδεών υποδεικνύει ότι ούτε ο προβληματισμός ούτε η βιβλιοπαραγωγή έργων φιλοσοφικής προπαιδείας έχει εκλείψει. Σε μια στιγμή μεγάλων μετασχηματισμών κατά την οποία η κριτική ικανότητα και η διανοητική εγρήγορση αποτελούν αναγκαίες ιδιότητες για την πλοήγηση σε έναν ωκεανό «μετα-αλήθειας», «εναλλακτικών γεγονότων» και αστήρικτων ισχυρισμών, η φιλοσοφία μπορεί να επιτελέσει για τον καθένα το έργο που πάντοτε επικαλούνταν: της συνεπούς χρήσης των εννοιών, της κατανόησης των διακυβευμάτων, του ελέγχου του εαυτού μας και των άλλων.