Μπορούμε να το πιάσουμε λίγο παιχνιδιάρικα, από τα επίθετά τους. Ο ένας Μουνκ, η άλλη Μουφ, τρία γράμματα τους χωρίζουν. Και σχεδόν σαράντα χρόνια. Και μια ιδεολογική άβυσσος. Εχουν όμως ένα κοινό: αναζητούν τρόπους να απαντήσουν στην αποδυνάμωση της δημοκρατίας.
Μια άλλη προσέγγιση είναι μέσα από τα καινούργια τους βιβλία. Φιλελεύθερος της Αριστεράς, ο 36χρονος πολωνοεβραίος επισκέπτης καθηγητής στο Χάρβαρντ Γιάσα Μουνκ εντυπωσιάζει όλη την Ευρώπη με το «Λαός κατά Δημοκρατίας», όπου επισημαίνει ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία αντιμετωπίζει σήμερα δύο απειλές: τον «αντιδημοκρατικό φιλελευθερισμό» και την «αντιφιλελεύθερη δημοκρατία».
Αριστερή ριζοσπάστρια, η 75χρονη βελγίδα καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Γουεστμίνστερ Σαντάλ Μουφ υποστηρίζει στο «Για έναν λαϊκισμό της Αριστεράς» ότι παρακολουθούμε την κρίση της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας και πρέπει πάση θυσία να φροντίσουμε να μη βγουν κερδισμένα από τη λαϊκή δυσαρέσκεια τα ξενόφοβα κινήματα.
Ας γυρίσουμε όμως μερικές δεκαετίες πίσω. Βρισκόμαστε στο 1985, το Τείχος δεν έχει ακόμη πέσει, ο Μουνκ είναι τριών ετών και η Μουφ μαζί με τον σύντροφό της, τον Αργεντίνο Ερνέστο Λακλάου, εκδίδουν το «Ηγεμονία και σοσιαλιστική στρατηγική», ένα βιβλίο που θα γίνει κλασικό. Αντλώντας έμπνευση από τον ιταλό φιλόσοφο Αντόνιο Γκράμσι, οι δύο συγγραφείς επιχειρούν να ανανεώσουν τη μαρξιστική ανάγνωση της πραγματικότητας, συνδυάζοντας την οικονομία με τα νέα κοινωνικά κινήματα της εποχής: τον φεμινισμό, τη μάχη κατά του ρατσισμού, την οικολογία. Πρόκειται για την περίφημη «λογική της συνάρθρωσης».
Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Λακλάου εκδίδει τον «Λαϊκιστικό λόγο», όπου αναφέρει ότι προϋπόθεση για την ανάδυση μιας νέας συλλογικής βούλησης είναι η ανάδειξη ενός εχθρού (η «κάστα», η «ολιγαρχία») και η συσπείρωση γύρω από έναν χαρισματικό ηγέτη. Για να πείσεις τον άλλο, δεν χρειάζεται να έχεις καλύτερα επιχειρήματα. Μπορείς να παίξεις με τα συναισθήματα, το μάρκετινγκ και τα εθνικά σύμβολα. Είναι ακριβώς η συνταγή που θα ακολουθήσουν οι Podemos στην Ισπανία, ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και, με μικρότερη επιτυχία, ο Ζαν-Λικ Μελανσόν στη Γαλλία. «Ο Λακλάου είναι ο πνευματικός ταγός του Podemos και του ΣΥΡΙΖΑ» διακήρυσσε τον Φεβρουάριο του 2015 ο «Guardian».
Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Απρίλιο του 2014, ο Λακλάου είχε αποχαιρετήσει τον μάταιο τούτο κόσμο. Και η σύντροφός του, αφού εντρύφησε στον αμφιλεγόμενο Καρλ Σμιτ, αφού δέχθηκε κριτικές ότι εγκατέλειψε τη λογική της πάλης των τάξεων, αφού είδε τον ΣΥΡΙΖΑ να κάνει kolotoumba, το Pοdemos να χάνει την παλιά του αίγλη και τον Μελανσόν να αποτυγχάνει να εκφράσει τη σύγχρονη Αριστερά, επιστρέφει σήμερα υποστηρίζοντας την ανάγκη ενός αριστερού λαϊκισμού, που θα αποκαταστήσει τα πολιτικά σύνορα και θα επαναφέρει στο προσκήνιο την πολιτική ύστερα από πολλά χρόνια «μεταπολιτικής».
Σύμφωνα με τον γνωστό ολλανδό πολιτικό επιστήμονα Κας Μούντε, η διαφορά ανάμεσα στον αριστερό και στον δεξιό λαϊκισμό είναι ότι ο πρώτος περικλείει, ενώ ο δεύτερος αποκλείει. Ο αμερικανός δημοσιογράφος Τζον Τζούντις, πάλι, χαρακτηρίζει τον αριστερό λαϊκισμό δυαδικό (λαός εναντίον ελίτ), ενώ προσθέτει στον δεξιό λαϊκισμό μια τρίτη πλευρά, που είναι συνήθως οι μετανάστες, τους οποίους υποτίθεται ότι η ελίτ ευνοεί. Η Σαντάλ Μουφ δεν διαφωνεί αναγκαστικά με αυτές τις περιγραφές, παρ’ όλο που δεν έχει λύση για την ένταξη των μεταναστών στον «λαό». Θεωρεί όμως ότι αυτό που χαρακτηρίζει τον αριστερό λαϊκισμό είναι πως ο «λαός» οικοδομείται δημοκρατικά, όχι στη βάση του έθνους ή της φυλής. Με κατάλληλη στρατηγική καθοδήγηση, ένα ριζοσπαστικά δημοκρατικό κίνημα που αγωνίζεται υπέρ της ισότητας και της ισονομίας μπορεί να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον νατιβισμό.
Ο Γιάσα Μουνκ δεν είναι τόσο αισιόδοξος. Για την ακρίβεια, δεν είναι καθόλου αισιόδοξος. Το 2016, μάλιστα, οι «New York Times» τον είχαν χαρακτηρίσει «τον πιο απαισιόδοξο άνθρωπο που μπορεί να χωρέσει σε ένα δωμάτιο». Κοσμοπολίτης ο ίδιος, αφού γεννήθηκε στην Πολωνία, μεγάλωσε στη Γερμανία και πήγε να σπουδάσει στο Κέιμπριτζ, διαπίστωσε ύστερα από λίγους μήνες στην Αγγλία ότι οι διαφορές ανάμεσα στη γερμανική και στη βρετανική κουλτούρα ήταν πιο βαθιές απ’ ό,τι νόμιζε. Και όχι μόνο σε ό,τι αφορά τις ατομικές και συλλογικές πεποιθήσεις, αλλά και το ταμπεραμέντο και το χιούμορ. «Σιγά-σιγά άρχισα να έχω επιφυλάξεις για τη βιωσιμότητα ενός μεταεθνικού μέλλοντος» σημειώνει στο νέο του βιβλίο.
«Σε όλον τον κόσμο ο εθνικισμός επιστρέφει»
Υιοθετώντας τις θέσεις του γνωστού βέλγου πολιτικού επιστήμονα Ιβάν Κράστεφ για το «δημοκρατικό άγχος», και βαδίζοντας στα χνάρια του πολύ δημοφιλούς φιλοσόφου Μάικλ Σαντέλ, ο Μουνκ προτείνει τέσσερις τρόπους για την «επιδιόρθωση» της οικονομίας: επανεφεύρεση του κοινωνικού κράτους, αύξηση της φορολογίας των πλουσίων, επένδυση στην εκπαίδευση και προώθηση μιας επιθετικής πολιτικής για τη στέγη. Οι θέσεις του αυτές τον έχουν κάνει πολύ δημοφιλή μεταξύ των αντιτραμπικών διανοητών στις Ηνωμένες Πολιτείες και οι εκπομπές του podcast του «Τhe Good Fight» φτάνουν και τους 50.000 ακροατές. Στην τελευταία του εκπομπή, μάλιστα, φιλοξενεί την αμερικανίδα καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης Σέρι Μπέρμαν, γνωστή στην Ελλάδα από το βιβλίο της «Το Πρωτείο της Πολιτικής» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
Ο Μουνκ είναι υπέρμαχος των αγορών, αλλά αντίπαλος των υπερβολών του νεοφιλελευθερισμού. Δηλώνει βαθιά ευρωπαϊστής, χωρίς αυτό να τον εμποδίζει να είναι πολύ επικριτικός απέναντι στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Και πιστεύει ότι η μετανάστευση πρέπει να αντιμετωπιστεί επειγόντως από τους φιλελεύθερους προτού την πάρουν στα χέρια τους οι εθνικιστές. Τάσσεται λοιπόν υπέρ ενός «συμπεριληπτικού πατριωτισμού». Μια χώρα, λέει, πρέπει να εξασφαλίσει την παραμονή στο έδαφός της όσων προσφύγων βρίσκονται ήδη εκεί, καθώς και των μεταναστών υψηλής ειδίκευσης. Για να έχει μέλλον όμως ένα έθνος, με την έννοια της γεωγραφικά οροθετημένης κοινότητας, πρέπει απαραιτήτως να διατηρήσει τον έλεγχο των συνόρων του. Σε αντίθετη περίπτωση, η «λαϊκιστική στιγμή» θα μετατραπεί σε μια ολόκληρη εποχή.
Απορρίπτοντας τόσο τον δεξιό όσο και τον αριστερό λαϊκισμό, καταλήγουμε λοιπόν να κάνουμε εκπτώσεις στη δημοκρατία; Ο Μουνκ δεν το βλέπει έτσι. Ο αντιδημοκρατικός φιλελευθερισμός, γράφει, καταλήγει στη διακυβέρνηση από την ελίτ. Η αντιφιλελεύθερη δημοκρατία καταλήγει στον αυταρχισμό. Ο πρώτος εξηγεί την ανάδυση της δεύτερης. Αλλά δεν οδηγεί αναγκαστικά σε αυτήν. Καλό θα είναι λοιπόν οι ελίτ να περιορίσουν λίγο τον φιλελευθερισμό και να δείξουν μεγαλύτερο σεβασμό στους δεσμούς που ενώνουν τους πολίτες.
Συμπέρασμα: η Αριστερά διέρχεται εδώ και δεκαετίες μια βαθιά κρίση, το ευτύχημα όμως είναι ότι δεν έπαψε να στοχάζεται. Μπορεί να μην τα πηγαίνει καλά με την άσκηση της εξουσίας, η πολιτισμική της ηγεμονία όμως παραμένει αδιαμφισβήτητη.