Η συγκρότηση και η οργάνωση του ελληνικού κράτους έχει βρεθεί στο επίκεντρο των ιστορικών, κοινωνιολογικών και οικονομικών ερευνών μετά τη μεταπολίτευση. Χωρίς αμφιβολία, η πορεία του 20ού αιώνα ήταν εκείνη που εμπέδωσε την ανάγκη να εξεταστεί το συγκεκριμένο αντικείμενο από τις απαρχές του, η διαχρονική ωστόσο ματιά συμβάδιζε με τη συγχρονική: αν από τη μια πλευρά οι ιστορικές ανατροπές επέβαλλαν τη διερεύνηση του κατά πόσο η διαδρομή της ανεξάρτητης Ελλάδας οφειλόταν στις περιστάσεις και στον τρόπο με τον οποίο εγκαθιδρύθηκαν οι δομές της, από την άλλη είχε καταστεί συνειδητή πλέον η απόσταση από τον μεταπολεμικό ευρωπαϊκό περίγυρο και επίσης έχρηζε ερμηνείας. Επιπλέον, η αποτίμηση του παρόντος και του μέλλοντος του ελληνικού κράτους είχε εισδύσει στον πυρήνα του πολιτικού διαλόγου. Πίσω από το σύνθημα της πολιτικής «Αλλαγής» στοιχίζονταν και ποικίλες προτάσεις διοικητικής, νομικής και κοινωνικής μεταρρύθμισης, οι οποίες, θα πρέπει να παρατηρήσει κανείς, σε διαφορετικές διαστάσεις, βαθμούς και αποχρώσεις συνόδευαν τον λόγο όλου του παραταξιακού φάσματος της εποχής. Επομένως, προτού ακόμη το αίτημα της μεταρρύθμισης διατυπωθεί με σαφήνεια, πιο επείγοντα χαρακτήρα και ως επιχείρημα επιλογής κυβέρνησης στις αρχές του 21ου αιώνα πήγαζε ήδη από μια διάχυτη διάθεση της ελληνικής κοινωνίας.
Εδώ και 20 περίπου χρόνια η αναμόρφωση του ελληνικού κράτους αποτελεί κεντρικό ζήτημα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Είτε πρόκειται για τον «υδροκεφαλισμό» του είτε για τον αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα του, τη σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό κανόνα, τη μείωση της επιρροής του ή την επέκταση των ρυθμιστικών αρχών του η συζήτηση είναι διαρκής. Πιο πρόσφατα, η αναφορά σε ένα σχέδιο διαρθρωτικών αλλαγών στον τομέα της οργάνωσης και της διακυβέρνησης γίνεται υπό τον όρο «επιτελικό κράτος». Πέρα όμως από τη φόρτιση του όρου και το πρόσημό του στην τρέχουσα συγκυρία της τελευταίας τετραετίας, αυτός δεν παύει να εντάσσεται στον ευρύτερο προβληματισμό γύρω από την ανασυγκρότηση του κρατικού οργανισμού ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των πολιτών και στις προκλήσεις της εποχής. Το θέμα, επομένως, δεν εξαντλείται σε ένα πολιτικό σύνθημα ή σε ένα μοντέλο διακυβέρνησης κι ας διέρχεται ήδη μια κρίση. Εχει να κάνει συγχρόνως με τη βούληση για τη σκιαγράφηση ενός επιθυμητού σχήματος του επιτελικού κράτους, με το περιεχόμενο, τη στόχευση, τις προϋποθέσεις του, όπως και με τις πιθανές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συγκλίσεις που θα απαιτούσε η πραγμάτωσή του. Και με δεδομένη τη συχνή εξαγγελία μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων, αλλά και την εξίσου τακτική απώλεια δυναμικής τους, το ερώτημα είναι αν ένα τέτοιο επιτελικό κράτος μπορεί να καταστεί εφικτό.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος