Η έκφραση δεν είναι καινούργια. Χρησιμοποιείται εκτεταμένα σε όλη την Ευρώπη τη δεκαετία του 1920 («return to normalcy» είναι η έκφραση του συρμού), όταν γίνεται μια σκληρή προσπάθεια να αποκατασταθούν συνθήκες που θα επέτρεπαν στους πληθυσμούς της να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για μια φυσιολογική ζωή μετά τις καταστροφές που προκάλεσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά και όσα επακολούθησαν με τη δημιουργία πολλών νέων κρατών, τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών και τη νομισματική αλλά και παραγωγική κατάρρευση. Οπως έχει ειπωθεί, το ύψος του πληθωρισμού καταγράφει το μέγεθος της ήττας μιας χώρας, με τη Γερμανία φυσικά να κατέχει την προεξάρχουσα θέση με έναν υπερ-πληθωρισμό που οδήγησε στην εκμηδένιση του μάρκου και στην ανάγκη δημιουργίας ενός νέου νομίσματος.
Με βάση αυτό το κριτήριο η Ελλάδα βρέθηκε τελικά, σε αντίθεση με τις προοπτικές που είχε το 1919, σε ένα μεσαίο επίπεδο. Από μια χώρα-νικήτρια το 1919, το 1922 βρέθηκε από τη μεριά των ηττημένων και με την ανάγκη να αντιμετωπίσει άμεσα κολοσσιαία προβλήματα. Ετσι, η χώρα θα μπει και αυτή με τη σειρά της στην προσπάθεια να επιστρέψει σε μια κανονικότητα, που μόνο αυτή θα της επέτρεπε να ζήσει τους πληθυσμούς της. Οι ανατροπές ήταν τρομακτικές, Προσφυγικό, αγροτική μεταρρύθμιση, πληθωρισμός και συναλλαγματική αστάθεια, εξαιρετική φτώχεια αλλά και ανάγκη ανασυγκρότησης του στρατού, ο οποίος είχε χάσει όλον τον εξοπλισμό του στη Μικρά Ασία.
Ολες αυτές οι εκκρεμότητες δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν παρά μόνο με δανειακή στήριξη της χώρας. Το α’ προσφυγικό δάνειο δόθηκε κατ’ εξαίρεση στην Ελλάδα για την υποστήριξη της προσφυγικής αποκατάστασης, αλλά και με την προϋπόθεση να το διαχειριστεί ανεξάρτητη επιτροπή, υπό την εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών, προκειμένου να αποφευχθεί χρησιμοποίηση μέρους του δανείου για την αναδιοργάνωση του ελληνικού στρατού.
Με βάση τα διεθνή μέτρα, όμως, η αρχή της επιστροφής στην κανονικότητα δεν έρχεται παρά μόνο το 1925, όταν η αγγλική κυβέρνηση αποφάσισε να ανατιμήσει την αγγλική λίρα στην προπολεμική ισοτιμία με τον χρυσό προκειμένου να την καταστήσει εκ νέου διεθνές αποθεματικό νόμισμα. Η επιλογή αποδείχθηκε μεν καταστροφική για την αγγλική οικονομία, προκαλώντας μεγάλη ύφεση στην αγγλική οικονομία, αλλά και αφετηρία για την αποκατάσταση των διεθνών ροών κεφαλαίου με επίκεντρο το Σίτι του Λονδίνου.
Σε αυτό το πλαίσιο, όταν το 1927 η Ελλάδα θα προσφύγει ξανά στην Κοινωνία των Εθνών ζητώντας τη συνδρομή της για τη σύναψη ενός συμπληρωματικού προσφυγικού δανείου, η Δημοσιονομική Επιτροπή τής έθεσε ως απαραίτητη προϋπόθεση μια σειρά από όρους. Πρώτα την εξισορρόπηση του προϋπολογισμού του κράτους, στη συνέχεια τη ρύθμιση των διασυμμαχικών χρεών, δηλαδή των χρεών που είχε η Ελλάδα από τον πόλεμο απέναντι στους συμμάχους της, και επίσης τη μετατρεψιμότητα της δραχμής σε αγγλικές λίρες, δηλαδή την υιοθέτηση ενός κανόνα χρυσού συναλλάγματος. Την ευθύνη για αυτόν τον τελευταίο όφειλε να αναλάβει μια αμιγής κεντρική τράπεζα, γεγονός που οδήγησε τελικά στη δημιουργία της Τράπεζας της Ελλάδος.
Με την ολοκλήρωση του μεταρρυθμιστικού προγράμματος η Ελλάδα αισθάνεται να περνάει πλέον σε ένα περιβάλλον κανονικότητας. Η αποκατάσταση των προσφύγων, η ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης είχαν επίσης προχωρήσει σημαντικά και οι ανισορροπίες που παρατηρήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1920 έδειχναν να αποκαθίστανται. Οι επιδόσεις της οικονομίας βελτιώνονταν όλο και περισσότερο, η δε αισιόδοξη πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου κατά τη Μεγάλη του Τετραετία (1928-1932) διευκόλυνε την έναρξη μεγάλων έργων και σημαντικών παρεμβάσεων στην ελληνική κοινωνία.
Ωστόσο, η κανονικότητα αυτή θα διαρκέσει λίγο. Η παγκόσμια κρίση του 1929 και αργότερα η εγκατάλειψη του κανόνα του χρυσού από την αγγλική λίρα, αγκυροβόλιο για τα περισσότερα ευρωπαϊκά νομίσματα, θα οδηγήσουν σε καταστάσεις που κάθε άλλο παρά κανονικές ήταν. Η Ελλάδα δεν μπορούσε παρά να προσαρμοστεί στα διεθνή δεδομένα και το 1932 θα εγκαταλείψει τη μετατρεψιμότητα και θα διακόψει τις πληρωμές των διεθνών οφειλών της. Η κανονικότητα υπήρξε πολύ σύντομη, αλλά άραγε υπάρχει κανονικότητα που να διαρκεί πολύ;
Ο κ. Κώστας Κωστής είναι καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.