Η θεμελίωση του Συντάγματος ως καταστατικού χάρτη του πολιτεύματος ταυτίζεται με την έλευση της νεωτερικής εποχής. Αν εξαιρέσει κανείς μορφές προνομίων που ηγεμόνες συνήθιζαν να απονέμουν με τη μορφή παραχωρήσεων ή πρόδρομες εκδοχές του που ίσχυσαν για βραχέα χρονικά διαστήματα στη Σουηδία του 17ου αιώνα και στην Αγγλία του Λόρδου Προστάτη Ολιβερ Κρόμγουελ μετά τον εμφύλιο πόλεμο, η έννοια ενός γραπτού κειμένου που αποτελεί τον οργανικό νόμο της πολιτείας χρονολογείται ουσιαστικά από τη «στιγμή» της Αμερικανικής Επανάστασης. Τα Συντάγματα ωστόσο πολλαπλασιάζονται και διαδίδονται στην Ευρώπη ως επακόλουθα του 1789: είναι τα κείμενα της Γαλλικής Επανάστασης εκείνα τα οποία τον 19ο αιώνα θα εμπνεύσουν επαναστάτες βρίσκοντας πλήθος μιμητών, θεμελιωτών ενός δημοκρατικού ήθους στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Ελλάδα. Ως προς την ελληνική ιδιαίτερα περίπτωση, η συνταγματική ιστορία 200 ετών ανεξαρτησίας είναι εξαιρετικά πλούσια με καταληκτικό σταθμό τη Μεταπολίτευση και το Σύνταγμα του 1975. Μισό αιώνα σχεδόν μετά την πρώτη διατύπωσή του και έχοντας υποστεί τέσσερις αναθεωρήσεις, μείζονες ή ελάσσονες (1986, 2001, 2008, 2019), βρίσκεται ήδη στα πρόθυρα της πέμπτης. Χωρίς αμφιβολία, η μακροβιότητά του υποδηλώνει ότι ο καταστατικός χάρτης της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας διατηρεί την ευελιξία και την προσαρμοστικότητά του. Τόσο η περίοδος της οικονομικής κρίσης όσο και εκείνη της πανδημίας απέδειξαν τις αντοχές του όχι μόνο σε καιρούς ομαλότητας, αλλά και σε περιστάσεις παγκόσμιων κλυδωνισμών. Οι επανειλημμένες πρωτοβουλίες τροποποίησης στο παρελθόν, και κυρίως ο διάλογος που αναπτύσσεται τακτικά στη δημόσια σφαίρα, υποδεικνύουν ότι υφίστανται προβλέψεις οι οποίες χρήζουν αναστοχασμού, επανεξέτασης, επαναπροσδιορισμού. Ανεξάρτητα από τις κατευθύνσεις που προτίθεται να επιλέξει η κυβερνητική πλειοψηφία, η συζήτηση γύρω από το Σύνταγμα οφείλει να λάβει υπόψη της τη δυνατότητά του να εκσυγχρονιστεί μεταρρυθμίζοντας ανελαστικές ή ανεπίκαιρες διατάξεις, αντιμετωπίζοντας δεδομένες αδυναμίες, διευκρινίζοντας ακόμη περισσότερο τις διακρίσεις των εξουσιών. Κρισιμότερη ίσως είναι η ανάγκη ο στοχασμός γύρω από το Σύνταγμα να εγγραφεί στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προοπτικής, στο φόντο της συμμετοχής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και ενώπιον των προκλήσεων του παγκοσμιοποιημένου κόσμου – θετικών και αρνητικών. Με αυτή τη λογική, το ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος δεν τίθεται απλώς ως θέμα διακοσμητικών αλλαγών ή επισκευής ρουτίνας, αλλά ως ευκαιρία ανάπλασης ενός χάρτη που να ανταποκρίνεται στις διαφαινόμενες προκλήσεις της σημερινής εποχής, ενός Συντάγματος για τον 21ο αιώνα.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.