Η προγραμματισμένη επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στη Μόσχα έγινε σε μία κρίσιμη καμπή τόσο των διμερών σχέσεων όσο και αυτών μεταξύ Δύσης και Ρωσίας – στον απόηχο και της πρόσφατης κρίσης στην Αζοφική Θάλασσα. Ετσι, ο κυριότερος στόχος ήταν η αποκατάσταση των διπλωματικών διαύλων και η αναζήτηση τρόπων εξομάλυνσης της κατάστασης. Οντως, πάντως, η σύγκρουση του περασμένου καλοκαιριού εδραίωσε την αντίληψη πως τα συμφέροντα Αθήνας – Μόσχας είναι πλέον περισσότερο αποκλίνοντα παρά συγκλίνοντα.
Ας δούμε, όμως, επιγραμματικά και ρεαλιστικά πού βασίζονται οι διμερείς σχέσεις. Σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών οι δεσμοί είναι ισχυροί, όμως η θετική εικόνα της Ρωσίας στην ελληνική κοινωνία έχει στο παρελθόν γίνει προϊόν εκμετάλλευσης από πολιτικές δυνάμεις. Μάλιστα, αρκετές φορές καλλιεργήθηκαν υπερβολικές προσδοκίες για τις δυνατότητες εμβάθυνσης των σχέσεών μας με τη Μόσχα, με χαρακτηριστικότερη (και πιο πρόσφατη) την προσπάθεια εμπλοκής της στις διαπραγματεύσεις του πρώτου επταμήνου του 2015 με τους εταίρους/δανειστές μας. Τότε, κάποια κυβερνητικά στελέχη προσέβλεπαν στη ρωσική οικονομική βοήθεια ως αντιστάθμισμα στις πιέσεις των Ευρωπαίων, ενώ άλλα θεωρούσαν τη Μόσχα αντίβαρο στη διαπραγμάτευση, αν όχι δυνητική εναλλακτική έναντι της ΕΕ. Αξιοπρόσεκτη ήταν και η «συνάντηση» μεταξύ του ορθόδοξου στρατοπέδου των ΑΝΕΛ με το πρώην κομμουνιστικό του κυρίου Λαφαζάνη (τότε υπουργού Ενέργειας), όπου το μεν πρώτο έβλεπε στο Κρεμλίνο τον πάτρωνα του ορθόδοξου τόξου, το δε δεύτερο θεωρούσε πως βρισκόταν μπροστά από μία ιστορική ευκαιρία αποκατάστασης της ιστορικής αδικίας μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης.
Από εκεί και πέρα, το ύψος των εμπορικών συναλλαγών είναι χαμηλό και με έλλειμμα σε βάρος της ελληνικής πλευράς⋅ οι εξαγωγές ελληνικών προϊόντων είναι περιορισμένες (παρότι μέρος της Βόρειας Ελλάδας ήταν προσανατολισμένο στη ρωσική αγορά) και έχουν συρρικνωθεί περαιτέρω εξαιτίας των ρωσικών αντιμέτρων στις ευρωπαϊκές κυρώσεις⋅ οι προερχόμενες από τη Ρωσία άμεσες ξένες επενδύσεις είναι της τάξεως του 0,1% και 0,2% επί του συνόλου των ρωσικών επενδύσεων στο εξωτερικό⋅ οι αφίξεις ρώσων τουριστών είναι συγκρατημένες (2,4% το 2016 και σχεδόν 1 εκατ. στα 30 εκατ. αφίξεις το 2018). Ολα αυτά καταδεικνύουν πως στην πραγματική οικονομία η συνεργασία απέχει πολύ απ’ το να χαρακτηριστεί στρατηγική.
Ομοίως, στην πολιτική, προκύπτουν σαφείς περιορισμοί. Μέχρι το 2010 αυτοί είχαν να κάνουν με τη συμμετοχή της Ελλάδας σε ΕΕ και ΝΑΤΟ. Αργότερα, οι ευρωπαίοι εταίροι μας έγιναν και πιστωτές μας, γεγονός που δημιούργησε ακόμη μεγαλύτερες συνθήκες εξάρτησης από αυτούς. Με τα γεγονότα στην Κριμαία, η κατάσταση δυσκόλεψε περαιτέρω, τόσο λόγω του επιβαρυμένου κλίματος στις σχέσεις Δύσης – Ρωσίας όσο και εξαιτίας των κυρώσεων από μεριάς ΕΕ και ΗΠΑ και των ακόλουθων αντιμέτρων από τη Μόσχα. Εν συνεχεία, η προσέγγιση Αθήνας – Ουάσιγκτον και Μόσχας – Αγκυρας άπλωσε ένα πέπλο αμοιβαίας δυσπιστίας, η οποία κορυφώθηκε και φανερώθηκε κατά την κρίση του περασμένου καλοκαιριού. Παράλληλα, η ξεκάθαρη αντίθεση της Ρωσίας στη Συμφωνία των Πρεσπών και ο (μέχρι πρότινος) χλιαρός αλλά σαφής προβληματισμός της για τα τεκταινόμενα στην Ανατολική Μεσόγειο, έχουν φορτίσει αρνητικά την ατμόσφαιρα. Ενδεικτική της ανησυχίας της ρωσικής πλευράς είναι η προειδοποίηση της εκπροσώπου Τύπου του ΥΠΕΞ για αντίμετρα σε περίπτωση που οι ΗΠΑ ενισχύσουν τη στρατιωτική τους συνεργασία με την Κύπρο (και ενώ οι δύο πλευρές έχουν επ’ αφορμή των ενεργειακών διεργασιών εντατικοποιήσει τον διμερή διάλογο), το υπόβαθρο της οποίας εκλαμβάνει ως αντιρωσικό.
Ως προς το «Μακεδονικό», οι διμερείς σχέσεις περνούν σοβαρή δοκιμασία. Από τη μία, οι κατηγορίες που εκτόξευσε η Αθήνα είναι βαριές και «κουμπώνουν» στις συχνές καταγγελίες δυτικών κύκλων για απροκάλυπτη ανάμειξη της Μόσχας στα εσωτερικά τρίτων κρατών. Αποκτούν, μάλιστα, άλλη βαρύτητα, εφόσον προέρχονται από μία χώρα που θεωρείται φίλα προσκείμενη στη Ρωσία. Από την άλλη, η σκληρή γλώσσα που χρησιμοποιεί η Μόσχα για να καταφερθεί εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών (την οποία ο έλληνας πρωθυπουργός θεωρεί παρακαταθήκη του), όχι μόνο ρίχνει βαριά σκιά, αλλά επιβεβαιώνει πως το Κρεμλίνο θεωρεί την Αθήνα ενεργούμενο της Ουάσιγκτον. Ακόμη και έτσι, η Ρωσία δεν παύει να επιδιώκει τη διατήρηση των όποιων ερεισμάτων της εντός της χώρας μας αλλά και ευρύτερα στην περιοχή. Γνωρίζει, άλλωστε, ότι στα δύσκολα χρόνια που θα ακολουθήσουν με τη Δύση, χρειάζεται «πατήματα» σε ευρωπαίους και νατοϊκούς συμμάχους προκειμένου να μετριαστούν οι εστίες και κυρίως οι συνέπειες της συγκρουσιακής πορείας που ακολουθείται.
Σήμερα, η Ρωσία εμφανίζεται ως αναθεωρητική δύναμη, συνεργάζεται στενά με την Τουρκία, κάνει προβολή ισχύος όχι μόνο στον μετασοβιετικό χώρο αλλά και στη Μέση Ανατολή (λιγότερο στα Βαλκάνια), κυριαρχεί στην τροφοδοσία φυσικού αερίου της Γηραιάς Ηπείρου και αναντίρρητα είναι μία υπολογίσιμη δύναμη διεθνώς, αν και η φαινομενική ισχύς της είναι δυσανάλογη των πραγματικών της (κυρίως οικονομικών) δυνατοτήτων. Πλην όμως, η Ελλάδα οφείλει να εξαντλεί (χωρίς φόβο αλλά ούτε και πλήρη περιφρόνηση απέναντι στους δυτικούς της συμμάχους) κάθε δυνατότητα λειτουργικής συνεργασίας ώστε να διευρύνει στο μέτρο του εφικτού τα περιθώρια των διαπραγματευτικών της ελιγμών. Σε αυτή την κατεύθυνση, οι ενδυναμωμένες σχέσεις με την Κίνα – στη βάση αμοιβαίων συμφερόντων και όχι συναισθηματικών εξάρσεων – θα μπορούσαν να αποτελέσουν παράδειγμα για τις αντίστοιχες ελληνορωσικές.
Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών ΙΔΙΣ & συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν».