Από την έναρξη της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας ο παράγοντας «Τουρκία» χρησιμοποιούνταν από τις κυβερνήσεις ως επικοινωνιακό εργαλείο αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης. Η σημερινή κυβέρνηση όχι μόνο δεν ξεφεύγει από την πεπατημένη αλλά αντιθέτως επενδύει συστηματικά στις «δοκιμασμένες συνταγές».
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, σε καμία των περιπτώσεων δεν υποστηρίζω ότι ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας στο Αιγαίο είναι κατασκεύασμα εσωτερικών ισορροπιών ή ότι η επιθετικότητα της στο Αιγαίο δεν αποτυπώνεται εδώ και δεκαετίες. Η θέση μου είναι ότι η ελληνική πολιτεία διαχρονικά και τα τελευταία τέσσερα χρόνια ακόμα πιο έντονα χρησιμοποιεί την τουρκική δυσανεξία προς τους όρους καλής γειτονίας και αποδοχής, έστω και των συμβατικών, κανόνων διεθνούς δικαίου για να διαμορφώσει κλίμα στο εσωτερικό της χώρας και όχι στο διεθνές γίγνεσθαι. Αντί λοιπόν το γειτονικό κράτος να προσεγγίζεται με ευκρίνεια και επιστημονική ενδελέχεια ως προς τις δομές συγκρότησής του και τις συνισταμένες που διαμορφώνουν την υψηλή του στρατηγική πάνω σε βάσεις διαχρονικής έρευνας αλλά και ανάλυσης του συγκαιρινού διεθνοπολιτικού status, η Αθήνα ακολουθεί μια δεδομένη, εύκολα αναγνώσιμη και μη αποδοτική στρατηγική που από τη μια δεν είναι αποδοτική ως προς την αποτρεπτική δυναμική και από την άλλη είναι εξόχως κοστοβόρα σε εθνικούς υλικούς πόρους αλλά και ζωές ελλήνων αεροπόρων για να χαρακτηρισθεί ως συμβατικά κατευναστική. Το ελληνικό «δαιμόνιο» έχει επιτύχει κάτι το μοναδικό. Πληρώνουμε ως κράτος υψηλό τίμημα μιας μέσης αποτροπής και λαμβάνουμε το αποτέλεσμα μιας αποτυχημένης κατευναστικής διάστασης. Με άλλα λόγια, πληρώνουμε ακριβά για να οικοδομήσουμε μια πολιτική που ούτε την επιθυμούμε ούτε έχει να προσφέρει το παραμικρό στην προάσπιση των εθνικών μας θέσεων.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.