Οι εκλογές του 2023, μετά το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, ξέρουμε ότι θα είναι μία ακόμη περίπτωση εκλογών που θα διεξαχθούν υπό το βάρος μιας αδιανόητης καταστροφής που δικαίως χαρακτηρίστηκε ως «εθνική». Το γεγονός αυτό διαμορφώνει ένα εντελώς διαφορετικό κοινωνικό και, κατά συνέπεια, πολιτικό περιβάλλον σε σχέση με αυτό που υπήρχε πριν την 1/3/2023. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν είναι ξεκάθαρο σε τι πλαίσια και τόνους θα κινηθεί η δημόσια αντιπαράθεση, αν και ήδη διαφαίνονται στοιχεία πόλωσης που είναι πιθανό να επικρατήσουν. Το σίγουρο είναι ότι το βασικό θέμα των εκλογών θα περιστρέφεται γύρω από τον άδικο θάνατο 57 ανθρώπων, γύρω από το εάν η ελληνική πολιτεία φταίει για τον θάνατό τους και για το ποια πολιτικά κόμματα φέρουν τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ευθύνη. Αυτό πρόκειται να συμβεί τόσο γιατί το ίδιο το γεγονός είναι μέγα όσο και γιατί η προηγούμενη περίοδος από το 2019, παρότι αποτέλεσε μια από τις πιο δύσκολες και γεμάτες κρίσεις φάσεις της σύγχρονης ιστορίας και αντιμετωπίστηκε από την κυβέρνηση σε ικανοποιητικό βαθμό, φαίνεται να ξεχνιέται αρκετά εύκολα μπροστά στο ανεξίτηλο τραύμα που προκάλεσε το δυστύχημα.
Είναι απαραίτητο να θυμηθούμε όμως ότι τα πρόσφατα χρόνια έχουν διεξαχθεί δύο εκλογικές αναμετρήσεις με φόντο καταστροφές, διαφορετικού βέβαια χαρακτήρα. Η πρώτη ήταν το 2007. Τότε σημάδεψε την προεκλογική περίοδο το απρόσμενο γεγονός των τραγικών πυρκαγιών σε όλη την Ελλάδα κατά τις οποίες σκοτώθηκαν 67 άνθρωποι, ενώ πολλές χιλιάδες έμειναν άστεγοι κυρίως σε Πελοπόννησο και Εύβοια. Το ζήτημα εκείνης της «εθνικής καταστροφής» απέσπασε όλα τα φώτα της δημοσιότητας βάζοντας σε δεύτερο πλάνο οποιαδήποτε άλλη πολιτική συζήτηση, κάτι που τότε δεν ερχόταν σε αντίθεση με το βασικό στρατήγημα της κυβέρνησης, η οποία δεν είχε να επιδείξει κάποιο σημαντικό έργο. Χαρακτηριστικό ήταν το γεγονός ότι το πρόγραμμα που κατέθεσε προεκλογικά η ΝΔ ήταν το ίδιο με εκείνο των εκλογών του 2004 (αφού η σύντομη εκλογική αναμέτρηση λογίστηκε ως το δεύτερο ημίχρονο της προηγούμενης), το οποίο απλώς εκκρεμούσε να επιβεβαιώσει τη δημοσκοπική ηγεμονία του «καταλληλότερου» τότε πρωθυπουργού. Η νίκη στις εκλογές του 2007 από τον Κώστα Καραμανλή δεν ήταν θριαμβευτική όπως του 2004, αλλά αναλόγως των συνθηκών ήταν εντυπωσιακή. Η αποδοχή του μάλιστα στις πληγείσες περιοχές ξεπέρασε κάθε προσδοκία.
Η δεύτερη περίπτωση εκλογών σε φόντο καταστροφής αφορά την παραίτηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μέσα στο καλοκαίρι του 2015 μετά το ιστορικό δημοψήφισμα και τη διενέργεια εκλογών-εξπρές με θολό στόχο και διακύβευμα. Η καταστροφή που είχε επέλθει τότε βέβαια δεν ήταν φυσική και δεν μετρούσε θύματα, όμως η αποφυγή (σχεδόν κατά λάθος) του Grexit αριθμούσε τεράστιες απώλειες της οικονομίας και μια κοινωνία μουδιασμένη και παραιτημένη από την πεντάχρονη πόλωση που είχαν προκαλέσει – αναίτια, όπως απέδειξε η περιβόητη στροφή της κυβέρνησης Αλέξη Τσίπρα – τα μνημόνια. Και σε εκείνες τις εκλογές η πλειοψηφία δεν απέδωσε ευθύνες πολιτικές στον άμεσο υπεύθυνο της καταστροφής και μάλιστα έδειξε να θέλγεται ακόμη από αυτόν στο βαθμό που, έστω και προσωρινά, σήκωσε το ηρωικό και φιλολαϊκό του ανάστημα. Δεν συνέβη όμως το ίδιο στις εκλογές του 2019, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό επηρεάστηκαν από τη θανατηφόρα πυρκαγιά στο Μάτι το 2018 και την απολύτως αποτυχημένη αντιμετώπισή της από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σε επιχειρησιακό και επικοινωνιακό επίπεδο.
Μένει να δούμε τώρα εάν οι εκλογές του 2023 θα επιβεβαιώσουν τις πρώτες δύο περιπτώσεις που δεν είχαν άμεσες επιπτώσεις στην τότε κυβερνητική παράταξη ή αν θα αποτελέσουν ένα σημείο τομής όσον αφορά τη στάση της κοινής γνώμης απέναντι στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, όπως συνέβη εξαιτίας των θυμάτων στο Μάτι απέναντι στη κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Το γεγονός ότι ο ελληνικός σιδηρόδρομος αποτελεί μια μαύρη τρύπα που αφορά σχεδόν όλες τις παρατάξεις που κυβέρνησαν τη χώρα την τελευταία περίπου δεκαετία αφήνει μεγάλα περιθώρια ακόμη και για το ενδεχόμενο μιας μαζικής ψήφου διαμαρτυρίας απέναντι στο πολιτικό σύστημα εν γένει. Ειδικά στον βαθμό που το εκλογικό σώμα γνωρίζει ότι εξαιτίας του συστήματος της απλής αναλογικής δεν εκλέγει κυβέρνηση την «πρώτη Κυριακή». Η μαύρη τρύπα έτσι, εφόσον μάλιστα μπολιαστεί με μισαλλοδοξία, απειλεί να δημιουργήσει μια νέα μαύρη σελίδα στη σύγχρονη πολιτική ιστορία μας ανάλογη με την ανάδειξη της Χρυσής Αυγής σε τρίτη πολιτική δύναμη στο πρόσφατο παρελθόν.
Ο κ. Βασίλης Βαμβακάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.