Ηκύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών έχει μπει στην τελική ευθεία. Αρχικά, η Βουλή της FYROM αναμένεται μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου να έχει ολοκληρώσει τις συνταγματικές αλλαγές τόσο για το erga omnes όσο και για την αναθεώρηση προβληματικών εδαφίων του υφιστάμενου συντάγματος. Η προσδοκία είναι πως θα ακολουθήσει η κύρωση από το ελληνικό Κοινοβούλιο.
Ωστόσο, πριν καν φτάσουμε στην πρώτη φάση της εφαρμογής, προέκυψαν ζητήματα ερμηνείας των συμφωνηθέντων. Και πράγματι, υπάρχουν σημεία στις Πρέσπες, όπου τα δύο μέρη πρόκριναν συνειδητά την ασάφεια ώστε, αφενός, να κατέληγαν επιτυχώς οι διαπραγματεύσεις, αφετέρου, να προωθούσαν τη συμφωνία στο εσωτερικό με τις μικρότερες δυνατές αντιδράσεις. Διαπιστώσαμε, άλλωστε, τους τελευταίους μήνες τη δυσκολία αποδοχής της συμφωνίας, γεγονός που στην Ελλάδα αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις και σε κάποιες διαδηλώσεις, ενώ στην περίπτωση της γείτονος εκφράστηκε εμφατικά με τη χαμηλή προσέλευση στο πρόσφατο δημοψήφισμα. Ακόμα και αν το διακύβευμα – και ο τρόπος διατύπωσης του ερωτήματος – παρέπεμπαν στην ευρωατλαντική προοπτική, πολλοί εκ των Σλαβομακεδόνων προτίμησαν την αποχή, επιβεβαιώνοντας πως ο Γκρούεφσκι εξέφραζε σημαντική μερίδα της κοινωνίας.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, ως εκ τούτου, είναι κατά πόσο ενδεχόμενη υλοποίηση της συμφωνίας θα κατευνάσει το κυρίαρχο αφήγημα του «μακεδονισμού». Από την άλλη όμως, πρέπει να αναρωτηθούμε κατά πόσο η διαιώνιση της παρούσας κατάστασης θα συντηρήσει τον ανθελληνισμό, εδραιώνοντας την επιρροή τρίτων δυνάμεων, όπως και αν η αποσταθεροποίηση της πΓΔΜ θα ενδυναμώσει γειτονικές χώρες και τοπικούς εθνικισμούς σε βάρος μας.
Από εκεί και πέρα, τις προηγούμενες μέρες προτάθηκαν, κυρίως από αλβανούς βουλευτές, αλληλοαναιρούμενες τροπολογίες, οι οποίες δεν μπορούν να γίνουν δεκτές στο σύνολό τους. Εχει ενδιαφέρον η προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν τον όρο «Μακεδόνας πολίτης», διαχωρίζοντας την υπηκοότητα από την εθνότητα. Επειδή λοιπόν δεν αισθάνονται «Μακεδόνες», ζητούν να διευκρινιστεί ότι δεν θα τους συγχέουν με τους εθνοτικά «Μακεδόνες», κάτι που θα είχε αποσοβηθεί εξαρχής αν ο όρος στη συμφωνία ήταν citizenship αντί για nationality.
Επ’ αφορμή αυτής της εξέλιξης, προκύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα: Γιατί η ελληνική πλευρά δεν επεδίωξε τη συμπερίληψη (υπό τη μορφή παραρτήματος) της ακριβούς διατύπωσης όσων εδαφίων του συντάγματος της FYROM κρίθηκε αναγκαίο να τροποποιηθούν; Γιατί δεν κατοχυρώσαμε εγκαίρως τις θέσεις μας, περιορίζοντας τους κινδύνους, ενώ τώρα η όποια δημόσια παρέμβαση εκ μέρους μας θα εκληφθεί (ιδίως από αρκετούς εκ των δυτικών μας εταίρων) ως πράξη κακοπιστίας και αναδίπλωσης από τα συμφωνηθέντα; Δεν είναι ορθό η ελληνική πλευρά να εξαρτάται από τις κινήσεις του αλβανικού στοιχείου εντός FYROM ή τις απειλές του βούλγαρου υπουργού Αμυνας για χρήση βέτο στην ένταξη στο ΝΑΤΟ λόγω του προσδιορισμού της γλώσσας ως «μακεδονικής». Αυτή η ολιγωρία υπονομεύει πριν καν αρχίσει να εφαρμόζεται μια κατά τα άλλα ισορροπημένη και αναγκαία για τα εθνικά συμφέροντα συμφωνία, προσφέροντας επιχειρήματα στους πολεμίους της. Ετσι, ακόμα και αν κυρωθεί από την ελληνική Βουλή, στο επόμενο και κρισιμότερο στάδιο (της υλοποίησης), η διχογνωμία μεταξύ των δύο μερών θα δημιουργήσει εν τοις πράγμασι προσκόμματα.
Αυτή η δυσάρεστη κατάσταση μπορεί να αποφευχθεί μόνο μέσω ενός πρόσθετου ερμηνευτικού πρωτοκόλλου που θα αποσαφηνίζει συγκεκριμένες δηλώσεις του Ζάεφ και ασαφείς πτυχές της συμφωνίας, οι οποίες δεν διευθετήθηκαν στη συνταγματική αναθεώρηση της πΓΔΜ. Αυτό θα μπορούσε να γίνει ύστερα από την ολοκλήρωση των διαδικασιών στη γείτονα (δεν έχει νόημα να επιχειρηθεί τώρα), προκειμένου να θωρακιστεί η συμφωνία, διευκολύνοντας και όσους στην ελληνική πλευρά επιθυμούν να τη στηρίξουν. Σε ένα τέτοιο σενάριο η ισχύς δεν θα είναι μόνο διμερής αλλά και διεθνής. Μια έτερη εναλλακτική, αν η Αθήνα δεν καταφέρει να πείσει τα Σκόπια (οφείλουμε να εξαντλήσουμε τα περιθώρια) για τη χρησιμότητα ή μάλλον την αναγκαιότητα υπογραφής ενός διευκρινιστικού πρωτοκόλλου, είναι να καταγράψουμε τις δικές μας θέσεις σε μια αιτιολογική έκθεση, η οποία θα συνοδεύσει τον νόμο κύρωσης της συμφωνίας των Πρεσπών. Ετσι βέβαια, δεν κατοχυρωνόμαστε παρά μόνο εσωτερικά, καθώς ό,τι υποστηρίξουμε δεν θα έχει διεθνή απήχηση, ούτε θα δεσμεύει τη FYROM.
Ωστόσο, το κρίσιμο στοιχείο που δεν μπορεί να απαντηθεί με ασφάλεια είναι αν το δικαίωμα αρνησικυρίας για την ένταξη της γείτονος στο ΝΑΤΟ παραμένει σε ισχύ – σε περίπτωση μη κύρωσης της συμφωνίας από τη μεριά μας – ή μήπως το έχουμε ήδη αναιρέσει διά της υπογραφής μας. Ή εφόσον δεν εξασφαλίσαμε ότι πρώτοι εμείς θα εγκρίνουμε κοινοβουλευτικά την ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και μόνο κατόπιν αυτού τα λοιπά κράτη-μέλη θα ακολουθήσουν, η πίεση που θα μας ασκηθεί αναμένεται ασφυκτική, δεδομένου ότι το θέμα σχετίζεται (και) με τον μετριασμό της ρωσικής επιρροής στα Δυτικά Βαλκάνια. Αλλωστε και η ΝΔ αναζητά τρόπο, σε περίπτωση που κληθεί ως κυβέρνηση να διαχειριστεί το ζήτημα πριν έρθει στο Κοινοβούλιο, να μην κυρώσει τις Πρέσπες αλλά να επιτρέψει την είσοδο της FYROM στο ΝΑΤΟ. Ακόμα και αν η συμφωνία των Πρεσπών υπερψηφιστεί στα δύο κοινοβούλια, η βιωσιμότητά της τίθεται εν αμφιβόλω και ενώ ακόμη δεν έχουμε επί της ουσίας καταπιαστεί με τα σχολικά βιβλία και τα εμπορικά σήματα.
Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων και συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν».