Η ΕΕ σήμερα κλονίζεται από μια αλληλουχία κρίσεων. Η προσφυγική/μεταναστευτική κρίση δεν είναι η μόνη, αλλά είναι από τις πιο πιεστικές. Οχι αριθμητικά (μια και οι αφίξεις έχουν συρρικνωθεί σημαντικά: από το 1,1 εκατ. το 2015 στις 362,3 χιλιάδες το 2016 και εν συνεχεία στις 178,5 χιλιάδες το 2017 και στις 82,2 χιλιάδες εντός του 2018), αλλά πολιτικά. Το Προσφυγικό «κούμπωσε» στις σύνθετες προκλήσεις (εσωτερικές και εξωτερικές) που αντιμετωπίζει η ΕΕ και επηρέασε καθοριστικά το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Eτσι, ένα ζήτημα που αρχικά προσεγγίστηκε με όρους ανθρωπισμού μετατράπηκε γρήγορα σε προτεραιότητα ασφάλειας συνδυαστικά με την τρομοκρατική απειλή που μεταφέρθηκε στους κόλπους της Ευρώπης. Ασφάλειας με πολλές προεκτάσεις: δημογραφικής/ταυτότητας, οικονομικής και εργασιακής. Συνακόλουθα, ακόμη και μετριοπαθείς ηγεσίες, προσβλέποντας στην πολιτική τους επιβίωση, σύρονται σε σημαντικό βαθμό από ακραίους σχηματισμούς, αφού οι θέσεις των τελευταίων έχουν ευρύτερη κοινωνική απήχηση από τις δικές τους.
Συνέπεια αυτών, τα ενδοευρωπαϊκά ρήγματα διευρύνονται, η Σένγκεν βρίσκεται σε προφανή κίνδυνο, οι μετακινήσεις πληθυσμών στον ευρύτερο περίγυρο της Γηραιάς Ηπείρου πολλαπλασιάζονται (εντείνοντας τις αβεβαιότητες για το μέλλον), ενώ αναπτύσσεται δυναμική υπέρ της επανεθνικοποίησης της λήψης αποφάσεων σε ζητήματα που θεωρούνται ευαίσθητα ή εθνικής προτεραιότητας, και η υποδοχή προσφύγων/μεταναστών σε εθνικό έδαφος είναι αναμφίβολα ένα από αυτά. Προκειμένου να μετριαστούν οι κλυδωνισμοί, η ΕΕ θέλει να δημιουργήσει μια ακτίνα περιμετρικής «περιφρούρησης» της ηπειρωτικής Ευρώπης από τις μαινόμενες κρίσεις και την αστάθεια στη ζώνη μεταξύ Αφγανιστάν και Υποσαχάριας Αφρικής, αλλά και τις δημογραφικές μεταβολές, τους περιβαλλοντικούς μετανάστες, τα δεσποτικά καθεστώτα κ.τ.λ.
Αυτό απαιτεί βαθμό επιρροής και διείσδυσης σε χώρες προέλευσης και διέλευσης. Πέραν των προφανών δυσκολιών, το εν λόγω εγχείρημα καθιστά την ΕΕ ευάλωτη έναντι αυταρχικών κυβερνήσεων που θα επιδιώξουν την εσωτερική τους ισχυροποίηση και νομιμοποίηση με ευρωπαϊκά κεφάλαια. Aρα, θα έχουμε το παράδοξο η ΕΕ να στηρίζει ηγεσίες των οποίων οι αυταρχικές μέθοδοι και η ανισοκατανομή του εθνικού πλούτου παράγουν οικονομικούς μετανάστες αλλά και πρόσφυγες (στο πρόσωπο όσων διώκονται), ευελπιστώντας ότι το κίνητρο της οικονομικής αρωγής ή ακόμη και η απειλή επιβολής κυρώσεων θα μετριάσουν το φαινόμενο. Ενα παρόμοιο μοντέλο, πάντως, δοκιμάστηκε και στο παρελθόν, με την Ισπανία και το Μαρόκο, αργότερα την Ιταλία και τη Λιβύη, όπου οι δύο ευρωπαϊκές χώρες παρείχαν πόρους στις αφρικανικές χώρες ώστε να αποτρέπουν την είσοδο μεταναστών. Ετσι, η φύλαξη των ευρωπαϊκών συνόρων εξαρτιόταν από την αποτελεσματικότητα των κρατών στην περίμετρο της Γηραιάς Ηπείρου (externalisation of European borders). Η κατάρρευση, ωστόσο, της Λιβύης συνδυαστικά με τον πόλεμο στη Συρία και τη ρευστοποίηση της κατάστασης σε μιια σειρά περιοχών ανέτρεψαν τους σχεδιασμούς.
Στόχος των παραπάνω πρωτοβουλίων είναι, ανάλογα με την περίπτωση, είτε να επιταχύνεται η επαναπροώθηση των παράτυπων μεταναστών στις πατρίδες τους, είτε να ελέγχεται αποτελεσματικά η δράση των παράνομων διακινητών, να συνεχιστεί η στήριξη της φιλοξενίας προσφύγων στο έδαφός τους και κοντά στις πατρίδες τους. Πρόσφατα δε προέκυψε η ιδέα τα κράτη διέλευσης να λειτουργούν ως «πλατφόρμες αποβίβασης» για να γίνεται ο διαχωρισμός εκτός ευρωπαϊκού εδάφους. Ως προς την πρώτη περίπτωση πάντως, που αφορά και την Ελλάδα (βλ. παρακάτω), η αποτελεσματικότητα εξαρτάται από το επίπεδο πρόσβασης στη λήψη αποφάσεων χωρών όπως το Αφγανιστάν. Η Βρετανία, έχοντας αναπτύξει τους κατάλληλους διαύλους, έχει βρει ένα modus operandi και επαναπατρίζει μαζικά Αφγανούς που δεν λαμβάνουν άσυλο, αντιθέτως με άλλες χώρες που δεν τα καταφέρνουν τόσο ή και καθόλου καλά.
Ως προς την Ελλάδα, πέραν της δεδομένης αδυναμίας διαχείρισης των σημαντικά μειωμένων ροών σε σχέση με το 2015, η ερμηνεία της Κοινής Δήλωσης ΕΕ – Τουρκίας του Μαρτίου 2016, που εγκλωβίζει τους αφιχθέντες στα νησιά αντί της διάχυσής τους στην ενδοχώρα (λειτουργεί και ως αντικίνητρο για μελλοντικούς πρόσφυγες και μετανάστες), και η αναποτελεσματικότητα στις επαναπροωθήσεις τους στην Τουρκία (μόλις 311 επέστρεψαν στην Τουρκία μέσα σε ένα έτος από τα χιλιάδες αιτήματα ασύλου που απορρίφθηκαν) δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα.
Μάλιστα, το τελευταίο χρονικό διάστημα παρατηρείται αύξηση των αφίξεων Αφγανών στην επικράτειά μας, ενώ ακόμη πιο ανησυχητικό είναι πως συγκεντρώνονται ολοένα και μεγαλύτεροι αριθμοί ομοεθνών τους στην Τουρκία (εκτιμάται ότι δεκάδες χιλιάδες έχουν μετακινηθεί τους τελευταίους μήνες από το Ιράν προς τη γειτονική χώρα). Πρέπει, λοιπόν, η Αθήνα να βρει έγκαιρα πεδίο συνεννόησης με την Καμπούλ ώστε να δέχεται τους επαναπατρισμούς συμπατριωτών της αντί να επικαλείται διάφορα τεχνικά εμπόδια. Χωρίς να συμμερίζομαι την άποψη ότι η Τουρκία θα ανοίξει με τέτοιον τρόπο την κάνουλα των ροών ώστε να δημιουργήσει πρόβλημα στη συμφωνία της με την ΕΕ (θα χάσει κονδύλια αλλά και την επαφή με τις Βρυξέλλες), με τους χειρισμούς μας – αλλά σε έναν βαθμό λόγω και της αβελτηρίας των Βρυξελλών – είμαστε ιδιαίτερα ευάλωτοι απέναντι στην Αγκυρα, με αποτέλεσμα, αν αυτή θελήσει παράλληλα με το μέτωπο στην Ανατολική Μεσόγειο να ανοίξει και αυτό του Προσφυγομεταναστευτικού, να βρεθούμε προς αδιεξόδου. Στην υπόθεση εργασίας ότι 20-50 χιλιάδες (στα όρια του στατιστικού λάθους στα 5 εκατ. που φιλοξενεί η Τουρκία στο έδαφός της) μετακινούνται στην Ελλάδα σε σύντομο χρονικό διάστημα, η κατάσταση θα καταστεί ανεξέλεγκτη για τα ήδη επιβαρυμένα νησιά μας. Ενδεικτικό, πάντως, της σύγχυσης που επικρατεί στο εσωτερικό είναι πως οι 29,7 χιλιάδες που αφίχθησαν το 2017 και οι σχεδόν 25 χιλιάδες μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2018 είναι οι μικρότεροι αριθμοί από το 1991, όταν η Ελλάδα δέχεται κατά μέσο όρο 90-140 χιλιάδες ετησίως. Τέλος, ας έχουμε υπ’ όψιν μας ότι στις συνθήκες που επικρατούν στη Μόρια και σε άλλες υποδομές – που δημιουργήθηκαν για βραχεία και όχι μακρά παραμονή – ευδοκιμούν η στρατολόγηση και ο προσηλυτισμός σε εξτρεμιστικές και μισαλλόδοξες απόψεις. Κοντολογίς, κινδυνεύουμε σοβαρά να δημιουργήσουμε θερμοκήπια ανάπτυξης τζιχαντιστών εντός της χώρας.
O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.