Είναι εποχή γενεθλίων για τα κόμματα της Μεταπολίτευσης: ΠαΣοΚ, Νέα Δημοκρατία, παλαιά κόμματα που ξαναγεννήθηκαν το 1974 όπως το ΚΚΕ ή αναγεννήθηκαν όπως η ΕΔΑ και το ΚΚΕ εσωτερικού, μετέπειτα θεμέλια του ΣΥΡΙΖΑ κ.ο.κ. Γιορτάζουν τελετουργικά, αλλά με λίγη ουσία. Και αν κρίνει κανείς από τα ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές, ο λαός τούς γυρνά την πλάτη. Οι επαγγελματίες της πολιτικής παριστάνουν, ως συνήθως, ότι δεν πτοούνται. Ομως, μια ματιά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το υποκατάστατο του δημοσιογραφικού κουτσομπολιού, πείθει για το ότι η συλλογική αμφισβήτηση του «πολιτικού συστήματος» τρέχει γρηγορότερα από το προσωπικό ρουσφέτι.
Προκαλεί εντύπωση η απόσταση που χωρίζει τα κόμματα, ειδικά τα κόμματα εξουσίας, από την ιδεολογική και πολιτική κοιτίδα τους, μολονότι επιμένουν στα αρχικά ονόματα για να επιδεικνύουν πιστοποιητικά γνησιότητας. Θυμίζουν διατηρητέα κτίρια που ρημάζουν χωρίς ανακαίνιση και δελεάζουν ψηφοφόρους με ωραίες αναμνήσεις. Οι λιγότερο ρομαντικοί ενοχλούνται από το απολίθωμα και υποδέχονται το μοντέρνο κτίριο δίπλα του ως «πρόοδο», όσο άτεχνο και αν είναι.
Οι πολίτες τρομάζουν να αναγνωρίσουν τα κόμματα που κάποτε ψήφιζαν μαζικά. Στην εξωτερική πολιτική, δεν μπορούν να φανταστούν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ή τον Ανδρέα Παπανδρέου να εκτελούν οδηγίες, π.χ., της ΕΕ στην Ουκρανία ή της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Στην οικονομική πολιτική, δεν διανοούνται να συγκρίνουν την ευημερία που αποτέλεσε το οικονομικό ισοδύναμο της Μεταπολίτευσης με τον αγώνα για πενιχρή άνοδο των συντάξεων.
Στο αναπτυξιακό πεδίο, δημιουργεί καχυποψία η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού και των κατασκευών που δεν αρκούν για να φέρουν την άνοιξη, ενώ ξεπουλιούνται τα «ασημικά» της χώρας.
Στην κοινωνική σφαίρα, τρίβουν τα μάτια τους μπροστά στις αμελητέες παροχές υγείας και εκπαίδευσης για τις οποίες έδωσαν μάχες ώστε οι νέοι να επενδύουν τη ζωή τους στην πατρίδα. Στην άμυνα, ανησυχούν που τα καλύτερα μυαλά δεν κατευθύνονται στις παραγωγικές σχολές γιατί ο πρώτος μισθός των αξιωματικών που εκπαιδεύονται σκληρά για να μας φυλάνε είναι χαμηλότερος από του ανειδίκευτου εργάτη. Με βάση τα δημογραφικά προγνωστικά, που μαρτυρούν μια αποεπένδυση ζωής από τη χώρα, η Ελλάδα δεν θα υπάρχει όπως την ξέρουμε σε μερικές δεκαετίες.
Η 50ή επέτειος της Μεταπολίτευσης βρίσκει τους Ελληνες προβληματισμένους: για την ποιότητα της δημοκρατίας, για το ότι η χώρα είναι ουραγός στην ΕΕ, για τη νομιμοποίηση του μη ηθικού, την παραίτηση από θεμελιώδη δικαιώματα στη μυωπική αρχή του «δος ημίν σήμερον».
Η κρίση των κομμάτων, πασιφανής και στις αφανείς ή φανερές εσωτερικές ζυμώσεις τους, είναι μια ευκαιρία, ίσως η τελευταία, να ανανεωθούν ξανά ή να αποβιώσουν, όπως συχνά συμβαίνει με τους ανθρώπους κοντά στα γενέθλιά τους. Οι διαιρετικές τομές στις οποίες επαναπαύονται – δικτατορία, Εμφύλιος – έχουν αλλοιωθεί. Δυσκολεύονται να κερδίζουν ψήφους ενεργοποιώντας παλαιότερες διαχωριστικές γραμμές με… ολίγη προσθήκη «τεχνητής νοημοσύνης».
Η οικονομική κρίση επέφερε σοβαρές διαψεύσεις ως προς τον αξιακό κώδικα και την αντιπροσωπευτικότητά τους. Δεκαπέντε χρόνια μετά την κρίση αδυνατούν να εμπνεύσουν με ένα όραμα, ένα σχέδιο για το μέλλον. Οι δάφνες τής – κυριολεκτικά και μεταφορικά – μακρινής Μεταπολίτευσης δεν τους καλύπτουν.
Στο κομματικό σύστημα της Μεταπολίτευσης τα κόμματα αλληλοσυμπληρώνονται. Δεν μπορούν να υπάρξουν το ένα χωρίς το άλλο. Το ερώτημα είναι αν εξακολουθούν να εκπροσωπούν από τα μετερίζια τους ευρείες κοινωνικές ομάδες και αν δείχνουν τον δρόμο. Και ας μη βιαστούν κάποιοι να θυμίσουν ότι τα έθνη έχουν την κυβέρνηση που τους αξίζει. Οι Ελληνες είχαν μάθει από παλιά αν δεν τους αρέσει σε έναν τόπο να φεύγουν. Τόσο το χειρότερο για τον τόπο.
Η κυρία Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι καθηγήτρια Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.