Τον Οκτώβριο του 1648 η Ειρήνη του Μίνστερ και η Ειρήνη του Οσναμπρικ, από κοινού γνωστές ως Συνθήκη της Βεστφαλίας, τερμάτισαν τον καταστροφικό Τριακονταετή Πόλεμο, ο οποίος είχε παρασύρει όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής σε μια σύγκρουση που έμοιαζε ατέρμονη.
Η συνομολόγηση της Συνθήκης της Βεστφαλίας σηματοδότησε την οριστική υποχώρηση του θρησκευτικού παράγοντα ως αιτίας πολέμου και υπήρξε σταθμός στην πορεία της συγκρότησης του σύγχρονου κράτους: σύμφωνα με τον ιστορικό Πίτερ Γουίλσον στο βιβλίο Europe’s Tragedy. A New History of the Thirty Years War (εκδ. Penguin, 2010) πρόκειται για τις απαρχές της εδραίωσης μιας οντότητας με απόλυτη εδαφική κυριαρχία που «αποκλείει κάθε εξωτερική παρέμβαση και δεν μοιράζεται την εσωτερική διακυβέρνηση με άλλα σώματα».
Διακυμάνσεις στο μεταίχμιο δύο εποχών
Κληρονομιά του 1648 αποτελεί η διεθνής τάξη των κρατών που διαπραγματεύονται στη βάση της νομικής ισοτιμίας. Παρεπόμενο των διευθετήσεων αυτών, της βαθμιαίας ανάδυσης του έθνους και της επανάστασης της χαρτογραφίας ήταν η θεμελίωση της έννοιας των συνόρων ως ακριβών προσδιορισμών. Σε αντίθεση με την αρχαιότητα ή τον Μεσαίωνα όπου οι επικράτειες πόλεων και ηγεμόνων χαρακτηρίζονταν από ασάφεια που ευνοούσε τις διενέξεις, οι περιοχές της δικαιοδοσίας τους πλέον έπαιρναν κανονικό σχήμα, αποκτούσαν νοητές γραμμές και φυσικά όρια. Τυπικά στοιχείο διαχωρισμού, η μεθόριος υπήρξε συχνά σημείο επαφής πολιτισμών, ανταλλαγής ιδεών, υποδοχής ανθρώπων και κοινότητας εμπειριών.
Με την έλευση ωστόσο της παγκοσμιοποίησης τα σύνορα μοιάζουν να χάνουν την πρωταρχική τους διάσταση ως ρυθμιστής ροών. Πρόσωπα, κεφάλαια, άυλοι τίτλοι μετακινούνται αδιάκοπα σε καθημερινή βάση. Η Ευρωπαϊκή Ενωση καταργεί για τους πολίτες της τις διαδικασίες ελέγχου που διείπαν τις μετακινήσεις από ένα κράτος σε ένα άλλο. Το Διαδίκτυο γίνεται ένα υπερεθνικό πεδίο διάδρασης.
Και πάλι, ωστόσο, η πορώδης, ρευστή διάσταση των συνόρων συνιστά τη μία όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι εμφανής στην εκπεφρασμένη διάθεση αυταρχικών αναθεωρητικών κρατών όχι μόνο να προασπίσουν την εδαφική τους υπόσταση αλλά και να αμφισβητήσουν ευθέως τη μεταπολεμική συνθήκη επιζητώντας με διάφορες ανυπόστατες δικαιολογίες τη μεταβολή των σύγχρονων ορίων υπέρ τους. Μεταξύ παγκόσμιων ψηφιακών επιχειρηματικών κολοσσών, διεθνικών οντοτήτων, εθνών και αυτοκρατοριών που αναβιώνουν ως καταπιεστικά κράτη, η έννοια των συνόρων μοιάζει να ταλαντώνεται και πάλι, αλλάζοντας μορφή και περιεχόμενο.
Τα σύνορα και τα όρια
Της Έφης Γαζή
Εδώ και δεκαετίες οι επιστημονικές και δημόσιες συζητήσεις γύρω από την παγκοσμιοποίηση αναφέρονται μεταξύ άλλων και στο ζήτημα των εθνικών «συνόρων», τόσο με την κυριολεκτική όσο και με τη συμβολική σημασία του όρου. Πολλοί μελετητές επισημαίνουν ότι οι πυκνές παγκόσμιες διασυνδέσεις, οι ροές ανθρώπων, κεφαλαίων, εμπορευμάτων, πληροφοριών, συνεπάγονται μείωση των δυνατοτήτων και της δικαιοδοσίας των εθνικών κρατών και αυξανόμενη διαπερατότητα των συνόρων τους σε έναν δι-εθνικό κόσμο που είναι ολοένα και περισσότερο «απo-εδαφικοποιημένος». Στις αρχές του 21ου αιώνα ο κοινωνιολόγος Μανουέλ Καστέλς υποστήριξε ότι η παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται την υφαρπαγή του «χώρου των τόπων» από τον «χώρο των ροών».
Είναι γεγονός ότι οι οικονομικές δραστηριότητες και οι τεχνολογικές εξελίξεις, η ανάπτυξη πολυ-εθνικών εταιρειών και υπερ-εθνικών οργανισμών, οι μαζικές μετακινήσεις διαπερνούν τα γεωγραφικά και πολιτικά σύνορα. Ακόμη κι αν οι άνθρωποι ζουν σε συγκεκριμένους τόπους, οι εμπειρίες, γνώσεις και πληροφορίες του παγκόσμιου χώρου επηρεάζουν τη ζωή τους σε μεγάλο βαθμό. Επίσης, πολλά θέματα έχουν πλέον παγκόσμια διάσταση. Εμβληματικό παράδειγμα αποτελεί η περιβαλλοντική και κλιματική κρίση και οι επιπτώσεις της σε όλη τη βιόσφαιρα.
«Τα εθνικά σύνορα λειτουργούν ταυτόχρονα ως φράγματα αλλά και ως αγωγοί μετακίνησης, παράγοντας έτσι πολλά «μικρο-σύνορα» ελέγχου, εργασίας, κοινωνικότητας ή επικοινωνίας για μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες.»
Ωστόσο, η τάση να υποτιμάται η σημασία των εθνικών συνόρων αντιμετωπίζεται πλέον κριτικά. Κατ’ αρχάς, τα εθνικά σύνορα έχουν κυρίως αναδιαμορφωθεί παρά διαβρωθεί. Στον ύστερο 20ό αιώνα το τέλος του Ψυχρού Πολέμου είχε προκαλέσει πολλά αποσχιστικά εθνικά φαινόμενα που οδήγησαν σε επαναχάραξη συνόρων. Επιπλέον, οι ανισότητες που προκαλούν η παγκοσμιοποιημένη οικονομία αλλά και η «πολυ-κρίση» των δύο τελευταίων δεκαετιών, οι πόλεμοι, οι ασθένειες και οι πανδημίες, η κλιματική αλλαγή, ενισχύουν τη διαφοροποίηση στη διαπερατότητα των συνόρων. Παρατηρείται ευκολότερη κυκλοφορία κεφαλαίου, εμπορευμάτων, πληροφοριών κ.τ.λ. και εντατικότεροι έλεγχοι στην κίνηση ανθρώπων. Υπό αυτή την έννοια, τα εθνικά σύνορα λειτουργούν ταυτόχρονα ως φράγματα αλλά και ως αγωγοί μετακίνησης, παράγοντας έτσι πολλά «μικρο-σύνορα» ελέγχου, εργασίας, κοινωνικότητας ή επικοινωνίας για μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες. Τέλος, τα εθνικά σύνορα και η σύνδεσή τους με την ιδιότητα του πολίτη οριοθετούν μια συστάδα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων .
Σε αυτήν τη διαδικασία ο παγκοσμιοποιημένος πλανήτης φιλτράρεται μέσα από το πρίσμα των εθνικών κρατών και των κοινωνιών τους. Η ιδιότητα του πολίτη ρυθμίζει την πρόσβαση, τον αποκλεισμό ή την ελεγχόμενη σχέση με τους θεσμούς, την εκπαίδευση, την υγεία, τις κοινωνικές υπηρεσίες. Τα εθνικά σύνορα λειτουργούν και ως όρια ένταξης ή αποκλεισμού ανάμεσα σε ένα εδαφικό, πολιτικό και πολιτισμικό «εμείς» και σε ένα ξένο «αυτοί», σε όσους είναι «μέσα» και σε όσους είναι «έξω», στους πολίτες και στους «μη πολίτες». Στον βαθμό όμως που ποικίλες οικονομικές, πολιτικές ή πολιτισμικές / ταυτοτικές ανισότητες ή ιεραρχήσεις αυξάνονται και στο εσωτερικό των εθνικών κοινωνιών, ένας συνασπισμός των «εκτός», όσων είναι ή νιώθουν «απ’ έξω» είτε με κοινωνικο-οικονομικούς είτε με πολιτισμικούς ή ταυτοτικούς όρους αναδύεται σε πολλές χώρες.
Τα εθνικά σύνορα γίνονται για πολλούς ανθρώπους σύμβολα ενός χώρου κοινωνικής προστασίας και πολιτισμικής οικειότητας, ενώ για άλλους το όριο της περιθωριοποίησης και της αποξένωσης. Οι ακροδεξιές και οι αυτοπροβαλλόμενες ως «αντισυστημικές δυνάμεις» ολοένα και συχνότερα οικειοποιούνται τη δυναμική μεταξύ συνόρων και ορίων προς όφελος της δικής τους μισαλλόδοξης και ρατσιστικής, κυρίως αντι-μεταναστευτικής αλλά όχι μόνο, ρητορικής.
Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι μια διαδικασία που εξελίσσεται σε «παγκόσμια κλίμακα». Αντίθετα, διαμεσολαβείται από τα εθνικά σύνορα αλλά και από τα ποικίλα όρια, στεγανά και αποκλεισμούς που παράγονται μέσα και έξω από αυτά τα σύνορα. Η διαχείριση αυτών των ορίων και η διαμόρφωση πολιτικών συμπερίληψης για όσους βρίσκονται ή νιώθουν ότι βρίσκονται «έξω» από αυτά αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για την επιβίωση των σύγχρονων δημοκρατιών.
Η κυρία Εφη Γαζή είναι καθηγήτρια Θεωρίας της Ιστοριογραφίας και Νεότερης Ιστορίας του Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Αυτοκρατορικές νοσταλγίες και αναθεωρητισμός
Του Αθανάσιου Πλατιά
Τι κοινό έχουν στη διεθνή συμπεριφορά τους Ρωσία, Κίνα, Ιράν και Τουρκία; Πολλά – περισσότερα από ό,τι φαίνεται με μια πρώτη ματιά.
Πρώτον: αυτή η ομάδα των τεσσάρων βρίσκεται στην Ευρασία, μια περιοχή την οποία θεωρητικοί της γεωπολιτικής θεωρούν ως τη γεωπολιτική «καρδιά» του πλανήτη. Ο έλεγχος της Ευρασίας μπορεί να δημιουργήσει γεωπολιτική και γεωοικονομική ισχύ (λόγω των φυσικών πόρων που βρίσκονται εκεί), αρκετή για να εκτοπίσει τις ωκεάνιες δυνάμεις από την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία που τους δίνει η κυριαρχία στη θάλασσα. Αυτή την εποχή συντελείται αυτό που απεύχονταν οι Αγγλοσάξονες θεωρητικοί της γεωπολιτικής: η Ευρασιατική ενδοχώρα ενοποιείται με τη συμμαχία Ρωσίας – Κίνας – Ιράν και με τον «νέο δρόμο του μεταξιού», πράγμα που αλλάζει τις ισορροπίες στον πλανήτη.
Προς τον ευρασιατικό άξονα Κίνας – Ρωσίας συγκλίνει σταδιακά και η Τουρκία, η οποία έχει πλέον αυτονομηθεί από την Ατλαντική Συμμαχία θεωρώντας ότι η Δύση βρίσκεται σε παρακμή. Η σύγχρονη διεθνής πολιτική χαρακτηρίζεται από τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό μεταξύ του ηπειρωτικού με το ωκεάνιο μπλοκ, ενώ οι σοβαρότερες εστίες κρίσης τοποθετούνται στην περίμετρο της Ευρασίας (Ουκρανία, Ανατολική Μεσόγειος, Μέση Ανατολή, Σινική θάλασσα) όπου συναντώνται τα δύο μπλοκ με πρωταγωνιστές τη Ρωσία, την Τουρκία, το Ιράν και την Κίνα.
Δεύτερον: και οι τέσσερις Ευρασιατικές Δυνάμεις επιδιώκουν την αναθεώρηση των αρχών της λεγόμενης «φιλελεύθερης μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων». Οι αρχές αυτές κωδικοποιήθηκαν στον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και περιλαμβάνουν το απαραβίαστο των συνόρων, την κρατική κυριαρχία και τη μη-εμπλοκή στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών.
Τρίτον: και οι τέσσερις αυτές χώρες είναι κληρονόμοι ηπειρωτικών αυτοκρατοριών που θεωρούν ότι η σημερινή τους θέση είναι υποβαθμισμένη και προσπαθούν να διαμορφώσουν έναν νέο πολυπολικό κόσμο στον οποίο θα έχουν αναβαθμισμένο ρόλο. Οι χώρες αυτές ασφυκτιούν στα σημερινά τους κρατικά σύνορα και νοσταλγούν τις εποχές που ασκούσαν περιφερειακή ηγεμονία.
Τέταρτον: και οι τέσσερις αυτές χώρες έχουν μια κυρίαρχη εθνότητα που έχει ενσωματώσει στον κρατικό κορμό ασθενέστερες εθνότητες που βρίσκονταν σε συνοριακές περιοχές: οι Κινέζοι Χαν τους Ουιγούρους, Μογγόλους και Θιβετιανούς, οι Τούρκοι τους Κούρδους, οι Ρώσοι τους Τσετσένους, Τατάρους, Καζάκους και οι Ιρανοί τους Αζέρους και Κούρδους. Ετσι έχουν δημιουργήσει και διοικούν «εσωτερικές αυτοκρατορίες».
Πέμπτον: και οι τέσσερις αυτές χώρες εμποτίζονται από την «κουλτούρα της στέπας» που δίνει έμφαση στη στρατιωτική πυγμή και την εδαφική επέκταση. Για τις αυτοκρατορίες της Ευρασίας τα σύνορα ήταν πάντοτε εύθραυστα, πρόσκαιρα και ρευστά. Οταν το αυτοκρατορικό κέντρο ήταν ισχυρό, υπήρχε επέκταση των συνόρων. Οταν το κέντρο αποδυναμωνόταν, τα σύνορα συρρικνώνονταν. Τα σύνορα δεν ήταν ποτέ σταθερά, αλλά διαμορφώνονταν ανάλογα με τους συσχετισμούς ισχύος. Ειδικά οι περιοχές στα εξωτερικά όρια της αυτοκρατορίας άλλαζαν τακτικά επικυρίαρχο και αποτελούσαν διαχρονικά «διαφιλονικούμενες ζώνες».
Εκτον: η ισχύς εκπέμπονταν από το αυτοκρατορικό κέντρο προς την περιφέρεια με τη λογική των ομόκεντρων κύκλων. Τις περιοχές έξω από τα σύνορά τους (near abroad) προσπαθούσαν να τις ελέγξουν εμπλεκόμενοι στις εσωτερικές υποθέσεις των γειτόνων τους (σφαίρες επιρροής) ή τουλάχιστον να τις ουδετεροποιήσουν ώστε να μην έχουν σ’ αυτές πρόσβαση οι αντίπαλοί τους (buffer zones).
Η πιο πάνω ανάλυση μας βοηθά να ερμηνεύσουμε τη σημερινή συμπεριφορά των κρατών αυτών. Η Ρωσία θεωρεί ρευστά τα σύνορά της με την Ουκρανία και έχει ήδη καταλάβει το 20% της χώρας αυτής. Παράλληλα, επιδιώκει να καταστήσει ουδέτερη ζώνη ό,τι απομείνει από την Ουκρανία, ώστε να μην έχει σ’ αυτήν πρόσβαση το ΝΑΤΟ.
Η Τουρκία επιδιώκει την αναβίωση ηγεμονικών μορφών εξουσίας στα πρώην Οθωμανικά εδάφη. Η Τουρκία ασφυκτιά στα οριοθετημένα κρατικά σύνορα της Συνθήκης της Λωζάννης. Ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει θέσει ευθέως το ζήτημα των συνόρων διακηρύσσοντας ότι «τα φυσικά μας σύνορα είναι διαφορετικά από τα σύνορα της καρδιάς μας» και ότι «η Τουρκία είναι μεγαλύτερη από την Τουρκία». Σε εφαρμογή της λογικής των «ρευστών συνόρων» η Τουρκία έχει καταλάβει με τρεις στρατιωτικές επεμβάσεις μεταξύ 2016-2019 μια περιοχή στη Βόρεια Συρία που είναι μεγαλύτερη σε μέγεθος από τον Λίβανο. Εχει επίσης καταλάβει μεγάλη εδαφική ζώνη στο Ιράκ και ενεπλάκη στην αλλαγή συνόρων σε βάρος της Αρμενίας στο Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Η Κίνα και η Τουρκία προσπαθούν επίσης να επεκτείνουν την κυριαρχία τους σε θαλάσσιες ζώνες (Νότιος Σινική και Ανατολική Μεσόγειος) σε αντίθεση με τις ρυθμίσεις του δικαίου της θάλασσας. Το Ιράν έχει δημιουργήσει ζώνες επιρροής στην περιφέρειά του που επεκτείνονται σε Συρία, Λίβανο, Ιράκ και Υεμένη. Οι αυτοκρατορίες που ήταν κάποτε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας αυτή την εποχή αντεπιτίθενται.
Ο κ. Αθανάσιος Πλατιάς είναι ομότιμος καθηγητής Στρατηγικής και πρόεδρος του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων.
Η δύσκολη συνταγή για έναν ανοιχτό κόσμο
Της Ρεβέκκας Παιδή
Από την ίδρυση του βεστφαλιανού συστήματος κρατών η έννοια του συνόρου συναρτάται απολύτως και ευθέως με την έννοια της κυριαρχίας, όπου η κυριαρχία οριοθετεί τη διαφοροποίηση του εσωτερικού από το εξωτερικό. Στο εσωτερικό των κρατών οι εθνικές και τοπικές εξουσίες διαχειρίζονται τις υποθέσεις του κράτους και των πολιτών. Εντός των συνόρων επικρατεί τάξη, στο εξωτερικό αναρχία, καθώς δεν υφίσταται κάποια ανώτερη αρχή για να επιβάλει την τάξη. Η έννοια του συνόρου ταυτίζεται με την έννοια της ασφάλειας και του ελέγχου εντός μίας συγκεκριμένης εδαφικής επικράτειας και γίνεται σύμβολο της νεωτερικότητας.
Οι κατακτήσεις της μετανεωτερικότητας, όμως, θα αμφισβητήσουν την ασφάλεια και τον έλεγχο εντός της εδαφικής επικράτειας. Οι τεχνολογικές εξελίξεις στις μεταφορές, τις επικοινωνίες, την πολεμική τεχνολογία, η περιφερειακή ολοκλήρωση, η οικονομική και στρατηγική αλληλεξάρτηση καθιστούν τα σύνορα διαπερατά. Σε ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου τα σύνορα από αντικείμενα πολέμου γίνονται σύμβολα ελεύθερης μετακίνησης ανθρώπων, κεφαλαίων, υπηρεσιών. Ο περιορισμός της σημασίας τους είναι η ένδειξη της επιτυχίας του πιο φιλόδοξου σχεδίου ειρήνης, δημοκρατίας και ευημερίας στον κόσμο, της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η παγκοσμιοποίηση καθιστά τη διάκριση ανάμεσα στο εξωτερικό και το εσωτερικό θολή, όχι όμως για όλους. Τα σύνορα εντός της Δύσης αποκτούν μικρότερη σημασία. Ομως τα σύνορα είναι σκληρά για όσους βρίσκονται εκτός. Γίνονται αιτία πολέμου. Παραμένουν αδιαπέραστα για όσους επιθυμούν να κατευθυνθούν από τον φτωχότερο παγκόσμιο Νότο προς τον πλούσιο Βορρά. Ταυτόχρονα, η ειρήνη, η δημοκρατία, η ευημερία στη Δύση αμφισβητούνται και μαζί τους όλες οι διαδικασίες και τα σχήματα που τις κατέστησαν εφικτές. Οι κατακτήσεις της ολοκλήρωσης και της συνεργασίας γίνονται εμπόδια.
«Οι κοινωνίες δεν νοσταλγούν τα σύνορα αυτά καθ’ εαυτά, επιδιώκουν την ασφάλεια και τον έλεγχο της καθημερινής τους ζωής που νιώθουν ότι έχει εκχωρηθεί.»
Καθώς αυξάνεται η ανάγκη για περισσότερο έλεγχο και ασφάλεια, τα σύνορα αποκτούν ξανά σημασία. Καθορίζουν όχι μόνο την εδαφική επικράτεια αλλά και το ποιοι είμαστε εμείς, έναντι των άλλων. Τα σύνορα γίνονται αντικείμενο της πολιτικής των ταυτοτήτων στη Δύση. Επέστρεψαν δυναμικά με το αίτημα για περισσότερη κυριαρχία. Το είδαμε στο Brexit, στην εκλογή Τραμπ, στην άνοδο της παγκόσμιας Δεξιάς. Τα σύνορα ξαναγίνονται σημαντικά και η μάχη ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό ξαναρχίζει με τρόπαιο την ασφάλεια και τον έλεγχο. Ο έλεγχος της διαπερατότητας των συνόρων από ανθρώπους, κεφάλαια, προϊόντα και υπηρεσίες γίνεται κεντρικό πολιτικό ζήτημα. Τα σύνορα πολιτικοποιούνται.
Η διαπερατότητα των συνόρων ως πολιτικό ζήτημα θα διαμορφώσει το πολιτικό σκηνικό στο μέλλον. Το ζήτημα της μετανάστευσης θα είναι ανάμεσα σε αυτά που θα κρίνουν τις εκλογές στις ΗΠΑ και αλλού. Η παγκόσμια Δεξιά θα επιμείνει στην επιστροφή σε σκληρά σύνορα. Η Ευρωπαϊκή Ενωση όπως την ξέρουμε μπορεί να αλλάξει. Τα σύνορα δεν επαναχαράσσονται, όμως η φύση τους αλλάζει ξανά.
Μοιάζει σαν ένας κόσμος που άνοιξε να ετοιμάζεται να ξανακλείσει και είναι εύλογο να αναρωτιόμαστε πώς φτάσαμε εδώ και ποια είναι η λύση. Γιατί τα σύνορα πολιτικοποιούνται; Τα σύνορα δεν επέστρεψαν στο προσκήνιο από το πουθενά. Η ανασφάλεια που προέκυψε από την οικονομική κρίση, η υποχώρηση του κοινωνικού κράτους, η απόσταση του Βορρά από τον Νότο διαμόρφωσαν το σκηνικό για την επιστροφή τους. Οι κοινωνίες δεν νοσταλγούν τα σύνορα αυτά καθ’ εαυτά, επιδιώκουν την ασφάλεια και τον έλεγχο της καθημερινής τους ζωής που νιώθουν ότι έχει εκχωρηθεί. Η συνταγή για να παραμείνει ο κόσμος ανοιχτός είναι απλή και δύσκολη συγχρόνως. Θα πρέπει να θεραπευτούν οι γενεσιουργές αιτίες της οικονομικής και κοινωνικής ανασφάλειας και να δημιουργηθεί ελπίδα. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα για τις ανοιχτές κοινωνίες και κράτη.
Η κυρία Ρεβέκκα Γ. Παιδή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.