Είναι από κάθε άποψη για όλες και όλους μια έντονη αίσθηση dèjà vu. Στην πραγματικότητα, όσες και όσοι ενδιαφέρονται για τη Μέση Ανατολή βιώνουν δεκαετίες τώρα μια σειρά από βαριά καταθλιπτικά dèjà vu. Κάθε (πολύ) λίγα χρόνια η περιοχή αναφλέγεται. Χιλιάδες είναι τα θύματα μεταξύ των αμάχων. Ο βιβλικός Μολώχ είναι αχόρταγος… Ισως χρειάζεται να είμαι περισσότερο δίκαιος. Δεν είναι όλη η Μέση Ανατολή που (αυτο)αναφλέγεται και αιμορραγεί. Αν και με πολλά δομικά προβλήματα, τα περισσότερα έθνη-κράτη παραμένουν σχετικά σταθερά σε ένα περιφερειακό γεωπολιτικό και κοινωνικό ναρκοπέδιο. Η ευαλωτότητα των «παροικούντων» αυξάνεται ή μειώνεται από την εγγύτητά τους στο βασικό πρόβλημα: Τη σύγκρουση Ισραήλ – Παλαιστινίων.
Ο Λίβανος είναι το πιο κλασικό παράδειγμα. Αλλά και η Συρία, η Ιορδανία ή και η Αίγυπτος υποφέρουν κάθε φορά που οι δρόμοι ισραηλινών πόλεων γίνονται στόχος τρομοκρατών ή το ισραηλινό πυροβολικό και η ισραηλινή αεροπορία απαντά λιγότερο ή περισσότερο αναλογικά.
Η σφαγή της 7ης Οκτωβρίου είναι το τελευταίο επεισόδιο της σύγκρουσης, αλλά ένα επεισόδιο που μπορεί να διαβρώσει τις πολιτικές επιλογές όπως αυτές διαμορφώθηκαν το τελευταίο διάστημα και τροφοδότησαν μια συγκρατημένη αισιοδοξία ότι η αραβο-ισραηλινή διένεξη θα μπορούσε να απεγκλωβιστεί από το θεμελιώδες και ανυπέρβλητο (τελικά) εμπόδιο, το λεγόμενο «Παλαιστινιακό». Οταν ξεκίνησε ο σχεδιασμός και κατόπιν η διαπραγμάτευση για τις «Συμφωνίες του Αβραάμ», όλοι οι εμπλεκόμενοι συνέκλιναν σε μία παραδοχή.
Η προηγούμενη «λογική» ειρήνευσης μεταξύ αραβικών κρατών και Ισραήλ που στην καρδιά της είχε ως απαραίτητη προϋπόθεση την προηγούμενη επίλυση του Παλαιστινιακού είχε αποτύχει να παραγάγει βιώσιμο συμβιβασμό. Και όταν το έκανε, ακραίοι και από τις δύο πλευρές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να υπονομεύσουν κάθε προοπτική. Στο πλέον εμβληματικό και επώδυνο παράδειγμα, το 1992 ο Γιτζάκ Ράμπιν εξελέγη με μια πλατφόρμα προώθησης της ειρηνευτικής διαδικασίας. Υπέγραψε το 1993 τις ιστορικές συμφωνίες του Οσλο με τους Παλαιστίνιους και τη Συνθήκη Ειρήνης με την Ιορδανία το 1994. Τον Νοέμβριο του 1995 δολοφονήθηκε από έναν εξτρεμιστή, τον Γιγκάλ Αμίρ.
Η στρατηγική λογική της αποκατάστασης των σχέσεων με το Ισραήλ για τα αραβικά κράτη προέρχεται από την κοινή αντίληψη της ιρανικής απειλής. Εδώ μπαίνουν στην εξίσωση οι ΗΠΑ που ουσιαστικά υπόσχονται να λειτουργήσουν ως εγγυητής της ασφάλειας των αραβικών κρατών (και καθεστώτων) έναντι της Τεχεράνης και των «αντιπροσώπων» της. Επιπλέον, η υπόθεση ήταν ότι σε τακτικό επίπεδο η βοήθεια στους κατοίκους της Γάζας, οι συνοριακοί έλεγχοι και εντατική διπλωματική δραστηριότητα θα κρατούσαν τις συγκρούσεις μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς σε ανεκτά πολιτικά επίπεδα και θα ήταν έτσι δυνατή η διαχείρισή τους μέσω άτυπων συμφωνιών.
Μετά την επίθεση της Χαμάς τίποτε από αυτά δεν ισχύει. Πλέον, βασική επιδίωξη των ΗΠΑ είναι η αποτροπή του Ιράν και της Χεζμπολά και η διατήρηση μιας κάποιας αναλογικότητας στην ισραηλινή αντίδραση, αν και κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει τι σημαίνει αναλογική αντίδραση σε μια γενοκτονικού χαρακτήρα σφαγή όπως αυτή της 7ης Οκτωβρίου.
Το Ιράν έχει προμηθεύσει τη Χεζμπολά με πάνω από 150.000 πυραύλους και βλήματα και θεωρητικά μπορεί να υπερκεράσει το αντιπυραυλικό σύστημα του Ισραήλ. Μια τέτοια εμπλοκή δεν φαίνεται πιθανή τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, παρά τη σκληρή ρητορική που εκπέμπεται από την Τεχεράνη. Η ηγεσία της Χεζμπολά ξέρει ότι θα υποστεί συντριπτικά πλήγματα και μόνο αν ο σχεδιασμός είναι να εμπλακεί τελικά το Ιράν με το πρόσχημα της υποστήριξής της, θα είχε στρατηγική λογική μια επίθεση.
Αν αυτό συμβεί, τότε η αποτρεπτική στρατηγική των ΗΠΑ με την αποστολή ισχυρής ναυτικής δύναμης θα έχει καταρρεύσει και η επέκταση της σύγκρουσης στον Λίβανο και εναντίον του Ιράν θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποσταθεροποίηση μεγάλο μέρος της Μέσης Ανατολής, καθώς είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οι «αντιπρόσωποί» του στη Συρία, στην Υεμένη και αλλού θα μείνουν άπραγοι. Και βεβαίως υπάρχει και ο κίνδυνος εσωτερικής αποσταθεροποίησης στην Αίγυπτο, στην Ιορδανία με τη μεγάλη παλαστινιακή κοινότητα, στην Υεμένη και αλλού.
Και χωρίς το εφιαλτικό αυτό σενάριο η περιοχή έχει ήδη εισέλθει σε περίοδο αναδίπλωσης. Η διαδικασία βελτίωσης των σχέσεων Σαουδικής Αραβίας – Ιράν δύσκολα θα συνεχιστεί, οι διπλωματικές επαφές μεταξύ Ιράν και ΗΠΑ για την επέκταση της συμφωνίας ανταλλαγής αιχμαλώτων έχουν παγώσει και η όποια προοπτική επανέναρξης των συνομιλιών για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν έχει ακυρωθεί.
Υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έστω και οριακά αισιόδοξο; Δύσκολα μπορεί κανείς/μία να φανταστεί κάτι θετικό. Ισως, βραχυπρόθεσμα η συντριβή της Χαμάς να έχει ως αποτέλεσμα την απίσχναση του ιρανικού άξονα «αντίστασης», ενώ μακροπρόθεσμα να οδηγήσει στην ενότητα των Παλαιστινίων και στην επιστροφή της Παλαιστινιακής Αρχής στη Γάζα. Τότε ίσως να μπορούσε να προωθηθεί η αναβίωση της ειρηνευτικής διαδικασίας. Ομως αυτό σήμερα δεν φαντάζει πιθανό. Η ηγεσία της ΠΑ δεν απολαμβάνει ιδιαίτερη νομιμοποίηση ακόμη και στη Δυτική Οχθη.
Για τις ΗΠΑ και τη Δύση η επίθεση της Χαμάς και ο πόλεμος στη Γάζα είναι χαστούκι σε όλους εκείνους που υποστήριζαν ότι είναι δυνατή η στρατηγική απαγκίστρωση από τη Μέση Ανατολή ώστε η έμφαση να δοθεί στην ανάσχεση της ρωσικής επιθετικότητας και στην εξισορρόπηση της Κίνας. Οπως και στον Ψυχρό Πόλεμο, η διαχείριση της παγκόσμιας ισορροπίας γίνεται πρώτα στο Τελ Αβίβ, στο Αμάν, στο Ριάντ, στη Σεούλ και στο Κίεβο μετά, στη Μόσχα και στο Πεκίνο.
Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και διευθυντής του ΙΔΙΣ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.