Είναι γνωστό ότι η ομηρική «Ιλιάδα» (σε αδιάλειπτη συζυγία με την όμαιμη και ομοιότροπη «Οδύσσεια») αποτελεί το ιδρυτικό και αρχιτεκτονικό έργο της ελληνικής γραμματείας μας. Δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε ότι το ιλιαδικό έπος, ωσάν σύστρεμμα τόσο από αμιγώς μυθολογικές ίνες όσο και από δέσμες ποικιλόχρωμων ιστορικοφανών νημάτων, πλέκεται και αποπλέκεται μέσα στο θέατρο των ελληνικών και τρωικών στρατιωτικών επιχειρήσεων, μικρογραφώντας με απαράμιλλη αφηγηματική δεξιοτεχνία ολόκληρη τη δεκαετή πολιορκία της οχυρωμένης πόλης του Ιλίου από τους Αχαιούς. Το ποίημα αυτό, «Αρεως μεστόν», δικαίως υψώθηκε σε εξαίσιο όραμα γόνιμης άνθησης της ανθρώπινης ψυχής και συναρπαστικό βίωμα ακαταγώνιστου ηρωισμού για όλους τους Ελληνες κατά τους αιώνες που διέρρευσαν, καθώς σφυρηλατήθηκε μέσα στο διάπυρο καμίνι της σφύζουσας προφορικής παράδοσης. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι ακόμη και σήμερα ο Ομηρος παραμένει επιτελάρχης της παιδείας και του πολιτισμού της πατρίδας μας· η διαχρονική αξία του είναι αυτοπρόβλητη και τα διδάγματα που απορρέουν από την ακένωτη παρακαταθήκη του επικού κύκλου πολύτιμα και ευσέβαστα.
Εντυπωσιάζουν, μεταξύ αμέτρητων άλλων, το συγκλονιστικό πρότυπο ηθικής ακεραιότητας που αναδύεται μέσα από τους λόγους και τις πράξεις των μειζόνων και ελασσόνων χαρακτήρων της «Ιλιάδας» και ειδικότερα η πριμοδότηση ενός ακατάλυτου κώδικα ηρωικής συμπεριφοράς, όχι μόνο στο πεδίο της μάχης αλλά και ευρύτερα στην καθημερινή βιοτική πάλη εντός και εκτός στρατοπέδου. Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι η καταληκτήρια ραψωδία του ιλιαδικού έπους (το γράμμα Ω έχει τεθεί, θα λέγαμε, ως εμβληματική σφραγίδα συγκεφαλαιωτικής και αποφθεγματικής πυκνότητας) συμπτύσσει σε μια διάσταση ασυναγώνιστου ηθικού ύψους όλη την εύρωστη νοηματική περιουσία του ποιήματος, χωρίς μάλιστα να προκρίνει αντανακλαστικά, λόγω του άκρως πολεμικού πυρηνικού θέματος, βιαιότατη λύση στο διαφαινόμενο οδυνηρό αδιέξοδο των δύο εκ των εναπομεινάντων κεντρικών πρωταγωνιστών, του Αχιλλέα και του Πριάμου. Κατ’ αντίθετη φορά προς το εμφανώς προδιαγεγραμμένο τέλος, η «Ιλιάδα» κλείνει με μιαν εξόχως λυτρωτική επίδειξη ανθρώπινου μεγαλείου, η οποία κείται μακράν των προσδιοριστικών συντεταγμένων της ασίγαστης πολεμικής σύρραξης και έρχεται απρόσμενα να εδραιώσει επάνω σε βάθρο ανεκτόπιστο την ηθική συνείδηση δύο κορυφαίων προσωπικοτήτων της αρχαϊκής επικής μυθιστορίας. Αλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι κατά την εξόδια φάση του ιλιαδικού ποιήματος όλα τα προηγηθέντα ανδραγαθήματα των Ελλήνων και Τρώων μαχητών καταξιώνονται μέσα από την εξισορροπητική αντιπαράταξή τους με μιαν ανέλπιστα ειρηνευτική χειρονομία που έχει διττό σκοπό: αφενός τον ταχύ κατευνασμό των οξυμμένων παθών και αφετέρου τη σωστική απάμβλυνση ενός ιδιαζόντως επαίσχυντου μιάσματος.
Ειδικότερα, ύστερα από τον αδόκητο θάνατο του γενναιόκαρδου Πατρόκλου ο Αχιλλέας, αλλόφρων από την αναπάντεχη απώλεια του πολύκλαυστου συντρόφου του, μονομαχεί και στο τέλος εξοντώνει τον αμείλικτο δράστη της ατιμωτικής σφαγής, τον ατρόμητο Εκτορα, το πτώμα του οποίου κακοποιεί βάναυσα επί μέρες χωρίς ίχνος αιδούς και ελέους. Η εναρκτήρια σκηνή της ακροτελεύτιας ραψωδίας της «Ιλιάδας» παρουσιάζει σε αντιστικτική τροχιά από τη μια πλευρά το αχαϊκό στράτευμα να διασκορπίζεται μετά τη λήξη των επιτύμβιων αγώνων προς τιμήν του Πατρόκλου, επιζητώντας ασυγκράτητα την ηδονική απόλαυση του δείπνου και ακολούθως την ευφραντική μακαριότητα του ύπνου και από την άλλη πλευρά τον συντετριμμένο Αχιλλέα, ο οποίος στριφογυρίζει απεγνωσμένα στην κλίνη του, δίχως να μπορεί να αφεθεί στην παρηγορητική αγκάλη του Μορφέα. Αυτή η διαμετρικά αντιθετική συμπόρευση κανονικότητας και εκτροπής, ομαλότητας και απόκλισης στην κατακλείδα του έπους, αναντιρρήτως μοναδικής εικονοπλαστικής ενάργειας και ασύγκριτης διηγητικής πρωτοτυπίας, κορυφώνεται χωρίς χρονοτριβή στον άνευ τύψεων εξουθενωτικό βανδαλισμό της σορού του Εκτορα κάθε χάραμα από τον άγρυπνο Αχιλλέα υπό το βλοσυρό και οργίλο βλέμμα της πλειονότητας των Ολύμπιων θεών.
Καθώς το φιλέκδικο πάθος του ακοίμητου Αχιλλέα αναφλέγεται με καταιγιστική συχνότητα μέσα στην ανειρήνευτη νύχτα, ο ίδιος κινδυνεύει πλέον να καταστεί αυτή τη φορά αξιοθρήνητος δεσμώτης της πολυθρύλητης οργής του· στην περίπτωση αυτήν όμως ο παροργισμός του δεν θα ερείδεται σε ηρωικά κριτήρια ευρείας αποδοχής, όπως συνέβη στην αφετηρία του ποιήματος, αλλά σε ποταπά ελατήρια ανεπίτρεπτης ηθικής πώρωσης. Το διακύβευμα εδώ είναι βαρύτατο: θα καταφέρει ο Αχιλλέας να αποτρέψει την αφεύκτως επερχόμενη ατίμωσή του ενώπιον θεών και ανθρώπων ή θα κατορθώσει να υπερβεί το τυφλό μίσος του απέναντι στο άψυχο κορμί του αντιπάλου του και έτσι να αναδυθεί από το επικό ποίημα ως προσωπικότητα απαράμιλλης υψηλοφροσύνης και άφταστης γενναιοψυχίας;
Μεταξύ της δυσμικής και της αυγινής ώρας στο στρατόπεδο των Αχαιών, καθώς οι πολεμιστές ετοιμάζονται για τον χορταστικό δείπνο που σύντομα θα καταλήξει σε βαθύ ύπνο, εκτυλίσσονται συμβάντα υπερφυσικά και θεόπνευστα αλλά συνάμα καθαγνιστικά και ψυχοσωτήρια. Μολονότι η ρυθμική κανονικότητα της αδιαίρετης τριαδικής ενότητας Δείπνος – Υπνος – Πόλεμος συνέχει τον δραματοποιητικό μηχανισμό του ιλιαδικού έπους, οι επιλογικές σκηνές διακόπτουν προσωρινά την εφιαλτική ευθυγραμμία τής μονοτονικά επαναλαμβανόμενης στρατιωτικής δράσης. Καθ’ υπόδειξη των φιλεύσπλαχνων θεών και με τη δραστική παρέμβασή τους δρομολογείται η κρίσιμη συνάντηση του Πριάμου, βασιλιά της Τροίας και πατέρα του Εκτορα, με τον ημιθεϊκό Αχιλλέα εντός της σκηνής του τελευταίου. Με τρόπο θαυματουργικό η άμαξα που μεταφέρει τον γέροντα Πρίαμο εισέρχεται απαρατήρητη και ανενόχλητη στο ελληνικό στρατόπεδο· ο ίδιος ο Πρίαμος έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον φονιά του γιου του και ικετεύει να του αποδοθεί η σορός, την οποία ο Απόλλων έχει διατηρήσει ανέπαφη. Μέσα από αμοιβαίες αφηγήσεις σπάνιας συναισθηματικής φόρτισης Αχιλλέας και Πρίαμος συνταυτίζονται επάνω στο κοινό έδαφος παραπλήσιων παθών και συμφορών. Η απόδοση του νεκρού Εκτορα στον πατέρα του, για να φροντίσει τα σχετικά με τις επιτάφιες τιμές, όχι μόνο διασώζει τον Αχιλλέα από την ηθική γάγγραινα της υπέρμετρης αντεκδίκησης, αλλά επίσης παρέχει διαιώνιο μάθημα αρετής και μεγαλοψυχίας μέσα στη φοβερή δίνη του πολύνεκρου πολέμου.
Επομένως, το άφατο πένθος για τον Πάτροκλο και τον Εκτορα, που στίζει επίμονα τα καταληκτικά επεισόδια της «Ιλιάδας», φαίνεται ότι πριμοδοτεί μιαν εναλλακτική τριμερή αλληλουχία, κατά τι παρηγορητική και εκτονωτική αλλά εξίσου επιβλητική και ιεροπρεπή: δείπνος – ύπνος – θάνατος. Μεταξύ των δύο προμνημονευμένων τριαδικών σχημάτων, τόσο πλούσιων σε ηθικές συμπαραδηλώσεις και συγκλονιστικά διλήμματα, θα ταλαντωθεί δημιουργικά αρκετές φορές και η αττική τραγωδία κατά την κλασική εποχή.
Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.