Πάνε χρόνια πολλά, ημερολόγιό μου. Παραμονή Χριστουγέννων χιόνιζε ελαφρά, είχε αρχίσει να με πιάνει αγωνία – όχι από το χιόνι, από τις μαύρες σκέψεις της μοναξιάς, της ανασφάλειας πως είσαι μόνος και κανείς δεν σε αγαπά, τις σκέψεις που κάνουν τις γιορτές άχαρες. Είχα φύγει από τη Χριστουγεννιάτικη Αγορά του Πεδίου Αρεως και ανέβαινα προς το σπίτι μόνος, κατάμονος. Σκεπτόμουν πως έπρεπε να καταπολεμήσω την κατάθλιψη που ερχόταν, και τότε – ω του θαύματος των Χριστουγέννων – βρέθηκε μπροστά μου βιτρίνα μικρή και στενή, αρκετά μεγάλη όμως για να χωράει τρεις πυραμίδες που ανέβαιναν ως την κορυφή της: τρία βουνά μελομακάρονα, κουραμπιέδες, δίπλες.
Οπως ο Μίδας αγαπούσε το χρυσάφι, ο Αϊνστάιν τις εξισώσεις, ο Προυστ τις μαντλέν, ο Πυγμαλίων τη Γαλάτειά του, έτσι εγώ αγαπώ τα μελομακάρονα. Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό όταν τα βλέπω τακτοποιημένα σε πυραμίδες στα ζαχαροπλαστεία: θέλω να τα κάνω όλα δικά μου. Ολα τα παραπανίσια χειμωνιάτικα κιλά, που με τόσο κόπο διώχνω την άνοιξη, από τα μελομακάρονα τα παίρνω. Εξαίρετες είναι οι δίπλες, νόστιμοι οι λουκουμάδες, θεσπέσιοι οι κουραμπιέδες, ταυτισμένα και αυτά για μένα με τα Χριστούγεννα· όμορφα είναι και καλά είναι – μα σαν τα μελομακάρονα δεν είναι.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος