Οι αλλαγές που σχετίζονται με την αστικοποίηση επιβάλλουν αστική διακυβέρνηση (δηλαδή, τη δημόσια διοίκηση και την ανάμειξη των κοινωνικών δρώντων στην αναζήτηση της κοινής ευημερίας). Σε μία από τις τελευταίες εκθέσεις της η αρμόδια υπηρεσία του ΟΗΕ υποδεικνύει ότι οι προκλήσεις κατανέμονται σε πέντε μείζονες κατηγορίες: υποδομές, περιβαλλοντική βιωσιμότητα, ποιότητα ζωής, ισότητα και κοινωνική συμπερίληψη.
Παρόμοιες μείζονες έννοιες μπορούν με τη σειρά τους να αποβούν καθοδηγητικές αρχές για διάφορες πολιτικές, συμπεριλαμβανομένων αυτών που προάγουν τη δημιουργικότητα και την οικονομική καινοτομία, διευκολύνουν την εξωτερική πρόσβαση, δομούν την πόλη εσωτερικά μέσω της κινητικότητας και των μεταφορών, προεκτείνουν τα βασικά δίκτυα υπηρεσιών και εγγυώνται την πρόσβαση σε αυτά, προστατεύουν τους ανοικτούς χώρους και την ποιότητα του περιβάλλοντος, μειώνουν τις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα, προωθούν την πρόσβαση στη στέγη και την απόλαυση του δικαιώματος στην πόλη, αντιστρατεύονται τη φτώχεια και τον διαχωρισμό, υπερασπίζονται το δικαίωμα στην εκπαίδευση και στην υγεία και διασφαλίζουν τις ατομικές ελευθερίες και την ασφάλεια. […] Εχει ωστόσο σημασία να θυμόμαστε ότι η διαχείριση και η επίλυσή τους μπορεί να αποδειχθεί εγγενώς πρόξενος συγκρούσεων ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος ότι οι αντιλήψεις και τα συμφέροντα των πολιτών είναι σε μεγάλο βαθμό ποικίλα και αντικρουόμενα.
[…] Για την ακρίβεια, η ανάπτυξη αποτελεσματικών πολιτικών στις πόλεις και για τις πόλεις, για την οποία υπάρχει επείγουσα ανάγκη, συναντά πολλές και μεγάλες δυσχέρειες. Πρώτον, ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκε η διαδικασία αστικοποίησης, η οποία έχει επιφέρει δραματική επέκταση των αστικών περιοχών, σε πολλές περιπτώσεις έχει καταστήσει απηρχαιωμένες τις παλιές διοικητικές δομές της τοπικής αυτοδιοίκησης. Μάλιστα, η ανάπτυξη των μητροπολιτικών περιοχών έχει υπερβεί τα όρια των προϋπαρχόντων διοικητικών σωμάτων ενσωματώνοντας συχνά εκατοντάδες από αυτά ώστε οι σημερινές αστικές περιοχές σε πολλές περιπτώσεις να αποτελούν διοικητικά θρυμματισμένες οντότητες με τεράστιο αριθμό θεσμικών παραγόντων. Αυτό οδηγεί αναπόφευκτα σε προβλήματα συντονισμού των αστικών δικτύων δίνοντας σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες ή κοινωνικούς μετόχους την ευκαιρία να εκμεταλλευθούν την ύπαρξη διοικητικών ορίων προκειμένου να αποφύγουν τη συνεισφορά τους στις ανάγκες του συνόλου του πληθυσμού.
Παρά τον τεράστιο όγκο της σχετικής γραμματείας, το να ορίσει κανείς την εμβέλεια και το ορθό σύστημα διακυβέρνησης, σχεδιασμού και διαχείρισης των μητροπολιτικών συστημάτων παραμένει αμφιλεγόμενο ζήτημα σε πολλές πόλεις του κόσμου. Εν μέρει αυτό συμβαίνει επειδή δεν είναι πλέον δυνατόν να ορίσει κανείς την πόλη με πλήρως αντικειμενικά κριτήρια. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για απόφαση που απαιτεί σχέδιο και όραμα: πολιτική βούληση, με άλλα λόγια. Ο ορισμός του πεδίου στο οποίο η αστική πολιτική πρέπει να εφαρμοστεί άπτεται της πολιτικής γενικότερα (εξ ου και το αμφιλεγόμενο του ζητήματος) και εδώ εντοπίζεται σημαντικό μέρος του προβλήματος. Το δεύτερο πρόβλημα με τις αστικές πολιτικές δεν προέρχεται από τον συντονισμό τους σε μια δεδομένη αστική περιοχή, αλλά από το γεγονός ότι η εξέλιξη των πόλεων όλο και περισσότερο εξαρτάται από την ενσωμάτωσή τους στην παγκόσμια δυναμική.
[…] Επηρεάζονται από πολύπλοκες ροές κεφαλαίου, αγαθών, πληροφορίας και ανθρώπων από άλλες περιοχές και αυτές είναι δύσκολο να τις υπολογίσει, πόσω μάλλον να τις διαχειριστεί κανείς. Υπό το φως αυτής της πραγματικότητας ο ισχυρισμός ότι οι αστικές πολιτικές πρέπει να υπαγορεύονται κυρίως με βάση το κριτήριο της οικονομικής ανταγωνιστικότητας έχει κερδίσει έδαφος τις τελευταίες δεκαετίες. Με άλλα λόγια, οι πόλεις οφείλουν να επιζητούν, πρώτα και κύρια, να προσαρμόσουν τα πλεονεκτήματά τους […] ώστε να παράσχουν ένα ελκυστικό προϊόν για το διεθνές κεφάλαιο προκειμένου να προσελκύσουν επιθυμητές επενδύσεις και δραστηριότητες.
Σύμφωνα με το ορθόδοξο οικονομικό δόγμα αυτό σημαίνει ότι οι περιοχές («πόλεις» και «περιφέρειες») οφείλουν να ανταγωνίζονται για να προσελκύσουν επενδύσεις, να δημιουργήσουν δουλειές, να προάγουν την κατανάλωση. Πολλοί μελετητές ωστόσο απεχθάνονται τη λογική πίσω από τον ανταγωνισμό αυτόν: προφανώς δεν πρόκειται για ανταγωνισμό πόλεων ή περιοχών αλλά για ανταγωνισμό των οικονομικών και κοινωνικών μετόχων εντός τους· αυτοί ενδέχεται να έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα, άρα ο αυξημένος ανταγωνισμός μπορεί να ευνοήσει ορισμένους σε βάρος άλλων. Για παράδειγμα, η μείωση του εργασιακού κόστους, της κοινωνικής ασφάλισης και των επιχειρηματικών φόρων που μπορεί να είναι ελκυστικά στοιχεία για τους επενδυτές σχεδόν πάντοτε οδηγεί στην υποχώρηση του βιοτικού επιπέδου των υπάλληλων κοινωνικών στρωμάτων. Η θέσπιση αστικών πολιτικών οφείλει επομένως να απαντά στα προβλήματα των νέων χωρικών διευθετήσεων που προκύπτουν από τη διαδικασία αστικοποίησης και τη δυσχέρεια να αναπτυχθούν τοπικές περιφερειακές πολιτικές σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο.
Ο κ. Οριόλ Νελ-λο είναι καθηγητής Αστικής Γεωγραφίας και Χωροταξίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Η κυρία Ρενάτα Μέλε είναι επικεφαλής του ερευνητικού τμήματος Βιώσιμης Ανάπτυξης και Καινοτομίας στο Ιδρυμα Ενέλ. Το απόσπασμα προέρχεται από την εισαγωγή τους στον συλλογικό τόμο «Cities in the 21st Century» (εκδ. Routledge).