Οταν κάποιος βρεθεί στην ευλογημένη – ή και μερικές φορές καταραμένη – θέση να καταπιαστεί με την αρχαία τραγωδία, και μάλιστα σε παράσταση στην Επίδαυρο, έρχεται αντιμέτωπος με κάποια κρίσιμα ζητήματα: Τι σημαίνει αυτό το «αρχαία»; Είναι η λέξη απλώς ένας χρονικός προσδιορισμός ή έχει μια μεγαλύτερη βαρύτητα; Το «τραγωδία» είναι μια κυριολεκτική ή μεταφορική έννοια; Την αντιλαμβανόμαστε με ή χωρίς εισαγωγικά; Και όταν οι δύο λέξεις συνασπίζονται σε μία ενότητα νοήματος, είμαστε υποχρεωμένοι να σκύψουμε το κεφάλι κάτω από το ασήκωτο βάρος αυτού του προσδιορισμού ή να παλέψουμε με όλες μας τις δυνάμεις για να ανανεώσουμε, να ελαφρύνουμε τον βαρύγδουπο, φορτισμένο με δισεκατομμύρια τόνους σκέψης, όρο, ανοίγοντας πόρτες σύνδεσης με την εποχή μας; Και πώς ακριβώς θα γίνει αυτό, σε μια εποχή που έχει καταπιεί και αφομοιώσει αμέτρητες καθημερινές, προσωπικές και συλλογικές τραγωδίες και αναζητά απεγνωσμένα εναλλακτικούς διαδρόμους προς κάποιες πιο φωτεινές, «παρηγορητικές» διεξόδους;
Ας μιλήσω προσωπικά και καθαρά. Εχω δει αμέτρητες παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας, καλές, κακές και μέτριες – στην Επίδαυρο και αλλού, εντός και εκτός Ελλάδος. Εχω κάνει κι εγώ αρκετές, κάποιες από τις οποίες υπήρξαν καλές, κάποιες κακές και κάποιες μέτριες. Και προφανώς καλές, κακές και μέτριες παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας θα συνεχίσουν να υπάρχουν στο διηνεκές. Ομως δεν είναι αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία, δηλαδή η ποιότητα της παράστασης. Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό είναι άλλο. Και εκεί, κατά την ταπεινή μου άποψη, κρίνεται η πραγματική σημασία του εκάστοτε εγχειρήματος.
Ο στίβος των παραστάσεων αρχαίου δράματος στη χώρα μας ήταν και παραμένει μια ιδιαίτερα «καυτή» περιοχή. Κυρίως και κατεξοχήν στην Επίδαυρο. Οχι όμως τόσο λόγω του ότι είναι ένας πολιτισμικά φορτισμένος χώρος εξαιτίας της αρχαίας κληρονομιάς που φέρει. Αυτή υπάρχει, αλλά σχεδόν κανένας πια δεν την επικαλείται, τουλάχιστον όχι φανερά. Ο βασικός λόγος είναι το μέγεθος του θεάτρου (ένα αθλητικό στάδιο σχεδόν) και το πλήθος των θεατών (που συμποσούνται σε περίπου 9.000-10.000 όταν οι κερκίδες είναι πλήρεις), στοιχεία που του προσδίδουν διαστάσεις και πολλές φορές ύφος ρωμαϊκής αρένας. Τα τελευταία χρόνια στο ζωντανό πλήθος των θεατών έχει προστεθεί και ένα άλλο, αόρατο, πλην παντοδύναμο, πλήθος: η μαζική κουλτούρα των – κατ’ ευφημισμόν αποκαλουμένων – μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Αυτή η τεράστια άτυπη συνάθροιση συνεπάγεται το αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι η Επίδαυρος καθίσταται ένας τόπος – με τη βαθύτερη, ουσιαστική έννοια της λέξης – πολιτικός. Δηλαδή, υπαρξιακός. Και όπου ο δημιουργός έχει – κατά την ταπεινή μου άποψη και σε γενικές γραμμές – δύο επιλογές.
Η μία είναι, στοχεύοντας την πολυπόθητη «επιτυχία», να ακολουθήσει υπό τον έναν ή τον άλλον μανδύα την ασφαλή πεπατημένη, μέσα στις τάξεις της οποίας συγκαταλέγω τόσο τις εύκολα επικαιροποιημένες όσο και τις «καθαρόαιμες», φορμαλιστικές παραστάσεις: η τραγωδία είναι αρχαία. Τελεία και παύλα. Και είτε φόρεσε απλώς σύγχρονα ρούχα, μουσική, λεκτικά σχήματα, εικαστικές φόρμες, είτε εμφανίζεται «δωρική», με βαρύγδουπο σχήμα, μεταμφιεσμένα αρχαιοπρεπής. Ουρανομήκεις ζητωκραυγές, διθύραμβοι, ο αρχαίος ποιητής δικαιώθηκε.
Η δεύτερη είναι, διακινδυνεύοντας μια τρανταχτή «αποτυχία», να καταδυθεί σε μια δύσκολη ανασκαφή χωρίς πυξίδα, προσπαθώντας να φέρει στην επιφάνεια ως ερασιτέχνης – αλλά με αυταπάρνηση αφοσιωμένου φυσιοδίφη – αρχαιολόγος, τα κρυμμένα μυστικά των έργων. Που δεν έχουν τη φωναχτή, φανταχτερή αξία των πιο σίγουρων, εντυπωσιοθηρικών «αποκαλύψεων». Που μπορεί να είναι μικρά, ακατέργαστα διαμάντια, σκουριασμένα εγχειρίδια, ή ακόμα και σπαράγματα κρυπτογραφημένων παπύρων. Παραδόξως όμως αυτές οι απόκρυφες ενδείξεις μιας άλλης ζωής υπηρετούν αληθινά το πνεύμα της αρχαίας τραγωδίας (που πριν απ’ όλα είναι Μυστήριο), ενώ ταυτόχρονα φέρνουν ένα σύγχρονο κοινό σε άμεση επαφή με το μέγεθος της δραματικής ποίησης χωρίς εκπτώσεις.
Πειραματισμός; Υπερβολική καλλιτεχνική ελευθερία; Τυχοδιωκτισμός; Ισως. Αυτό που σίγουρα ξέρω είναι ότι κάθε αρχαία ελληνική τραγωδία φέρει, στον βαθύτερο πυρήνα της, πράγματι ένα Μυστήριο. Αν λοιπόν, έστω κινδυνεύοντας να χάσει το νήμα, ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό, ο δημιουργός επιμείνει σ’ αυτή την αμφίβολης έκβασης ανασκαφή, τότε όποια φόρμα, όποιο ύφος, όποια μεταφορά ή μεταγραφή χρησιμοποιήσει, ακόμα και την πιο ακραία, θα έχει αγγίξει την ουσία της αρχαίας τραγωδίας με τον πιο σύγχρονο τρόπο. Γιατί θα έχει συναντήσει με τα σημερινά του εργαλεία τον μη κυριολεκτικό, ιεροτελεστικό πυρήνα της τραγωδίας, με την αρχετυπική, θρησκευτική του έννοια: τη μύηση, δηλαδή, του κοινού σε κάτι άφαντο.
Ο κ. Γιάννης Χουβαρδάς είναι θεατρικός σκηνοθέτης, πρώην διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου.