Οσο μελετώ τις δυνητικές διασυνδέσεις μεταξύ της αρχαιοελληνικής διανόησης και του επικείμενου αλγοριθμικού μετασχηματισμού της κοινωνίας μας, καθώς επίσης όσο αναλογίζομαι την οσημέραι εντεινόμενη ροπή της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης να επιζητεί βέλτιστες λύσεις στην πολύτιμη παρακαταθήκη της φιλοσοφικής σκέψης της κλασικής αρχαιότητας, τόσο αισθάνομαι ότι αυτό που φαίνεται ότι βαθμηδόν έρχεται θα υπερβεί κατά πολύ, ως προς την πνευματικότητά του, την αρχική σύλληψη ενός νέου τεχνοκρατικού κόσμου εμβαπτισμένου, πλην των άλλων, και στα νάματα του ελληνικού στοχασμού.
Ισως θα έπρεπε πλέον να μιλάμε για την προϊούσα αναγέννηση της κλασικής παιδείας και ειδικότερα της ελληνικής σοφίας, καθώς πληθώρα διακεκριμένων τεχνολόγων έχει ήδη αποδυθεί σε μια επίμονη προσπάθεια να ανεύρει ακλόνητες αρχές και αξίες στην αρχαιότητα, με βασικό σκοπό να επινοήσει λυσιτελή συστήματα προγραμματισμού και αλγοριθμοποίησης.
Εάν πάντως τα σημάδια στον παγκόσμιο ορίζοντα δεν είναι παραπλανητικά, πιθανότατα άλλη μια φορά το δυτικό πνεύμα γυρίζει σταδιακά στο λαμπρό παρελθόν του και αρχίζει να ερμηνεύει γόνιμα και δημιουργικά τον εαυτό του.
Αυτή η διαφαινόμενη αναγεννητική και ελπιδοφόρα εξέλιξη θα αποκαλύψει εκ νέου την απροσμέτρητη ωφελιμότητα που προκύπτει από την αναστροφή με τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων, αυτών των «γοναίων όλης της ανθρωπότητας» κατά τον σεβάσμιο αγωνιστή Μακρυγιάννη. Αλλωστε, το αρχαιοελληνικό πνεύμα, από το οποίο «έχει μεταλάβει» συνειδητά ή ασυνείδητα κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος του δυτικού κόσμου και το οποίο ασκεί ενδόμυχα μικρή ή μεγάλη έλξη προς το υψηλό, είναι ευτυχώς απαλλαγμένο από κάθε περιττή ιδεολογική αγκύλωση, κάθε καταπιεστική δογματική περιχαράκωση.
Ως γνωστόν, για να θυμηθούμε τον έγκριτο στοχαστή και πολιτικό Παναγιώτη Κανελλόπουλο, «καμιά ιδεολογία δεν φτιάχνει ανθρώπους»· και επομένως καιρός είναι να συλλογιστούμε με ποιον τρόπο θα εξοπλίσουμε τα απειράριθμα αλγοριθμικά τυποποιήματα με εκείνους τους φιλάνθρωπους αμυντικούς μηχανισμούς που θα εγγυηθούν την αδογμάτιστη παιδεία και, το σημαντικότερο, τις βασικές ελευθερίες όλων των πολιτών στις δημοκρατούμενες κοινωνίες του μέλλοντος.
Στο εναρκτήριο επιφυλλιδογράφημα αυτής της ειδικής αρθρογραφίας μας για την αλγοριθμική προοπτική της αρχαιοελληνικής διανόησης επιχειρήσαμε να σκιαγραφήσουμε, στο μέτρο του εφικτού, την έννοια της δεύτερης ευκαιρίας στα ανθρώπινα πράγματα, όπως μάλιστα αυτή η φιλεύσπλαχνη επαναληπτική διαδικασία προβάλλεται μέσα από τη διδακτική επική ποίηση.
Εντυπωσιάζει πράγματι το γεγονός ότι στα ησιόδεια στιχουργικά συνθέματα αναγνωρίζεται ευκρινέστατα η εξόχως ευεργετική επίδραση που μπορεί να ασκήσει η ορθή απονομή του δικαίου στην οικονομική πρόοδο και στην υλική ευημερία κάθε πολιτείας. Ο θεμέλιος λίθος του λαοκρατικού και φιλελεύθερου καθεστώτος, δηλαδή η αμερόληπτη και ανεπηρέαστη εκάστοτε έκδοση της δικαστικής ετυμηγορίας υπό συνθήκες πολιτικής και κοινωνικής ειρήνης και ομόνοιας, αναδεικνύεται στην προκειμένη περίπτωση σε νόμιμο εφαλτήριο για τη θεμιτή απόκτηση πλούτου και δύναμης.
Μένει κάποιος κατάπληκτος όταν συνειδητοποιήσει ότι, πλην του ησιόδειου διδακτικού corpus, και τα δύο ηρωικά έπη του Ομήρου, η «Ιλιάδα» και η «Οδύσσεια», πριμοδοτούν τη μεγάλη αξία της ανακωχής και της πρόσκαιρης έστω συμφιλίωσης, ακόμη κι αν αυτές επάγονται βαρύτατο ηθικό τίμημα για τη μια και την άλλη πλευρά. Η ιλιαδική κατακλείδα ειδικότερα περιγράφει με ιδιαίτερη ενάργεια την υλοποίηση του «ειρηνευτικού σχεδίου» που έχει εκπονήσει ο ύψιστος διαιτητής θείων και ανθρώπινων υποθέσεων, ο Δίας, με στόχο αφενός να απαμβλύνει το αβυσσαλέο μίσος του Αχιλλέα εναντίον των Τρώων για τον θάνατο του προσφιλούς του Πατρόκλου και αφετέρου να ανασχέσει τον αποτρόπαιο βανδαλισμό του νεκρού Εκτορα.
Ο οδυσσειακός επίλογος έρχεται κι αυτός να αναδείξει με εντυπωσιακό ρεαλισμό την επιτακτική ανάγκη για ειρήνευση και διακοπή επιτέλους του επάλληλου κύκλου της βίας και του αίματος μέσα σε μια κοινωνία που σπαράσσεται από εμφύλια πάθη και ανηλεείς αντεκδικήσεις. Σε αυτή τη θλιβερή συγκυρία, ωστόσο, η θεά Αθηνά ως διορατικός κριτής αλλά και ειρηνοποιός δύναμη επιβάλλει με το επουράνιο κύρος της τη γεφύρωση των διεστώτων και την επώδυνη βεβαίως αλλά αναγκαία συνδιαλλαγή μεταξύ των αντιμαχόμενων φατριών της Ιθάκης.
Οι πρώτοι σπόροι του δημοκρατικού συστήματος διακυβέρνησης έχουν φυτευτεί από τους πατριάρχες της αρχαιοελληνικής γραμματείας μας, τον Ομηρο και τον Ησίοδο. Η επικράτηση της ειρήνης λοιπόν διά μέσου της ορθής απονομής της δικαιοσύνης από έγκριτα και αδέκαστα επιδιαιτητικά όργανα πρέπει να είναι πάντοτε η σκοποθεσία κάθε μεγάλης κλίμακας διοικητικού και διακυβερνητικού αλγορίθμου.
Προκειμένου να αποφύγουμε την ανείπωτη οδύνη περιττών θυσιών και, κυριότερα, τη διηνεκώς συνακόλουθη ανοχή στην επάρατη γύρω μας βαναυσότητα, οφείλουμε να αναθεωρήσουμε τον μοιρολατρικό ηρωισμό που εκπηγάζει από μάταια αυτοθυσιαστικά διαβήματα, της μορφής που φαντάζεται ο κατά τα άλλα εκλεκτός ελληνολάτρης συγγραφέας και στρατιωτικός Τόμας Εντουαρντ Λόρενς: «Για να παρατηρήσεις τον κόσμο, καμιά σκοπιά δεν είναι ψηλότερη από έναν σταυρό».
Ενδεχομένως οι νεότερες γενιές θα θελήσουν να επισκοπήσουν τον κόσμο μέσα από τα λιγότερο οδυνηρά φίλτρα ενός δικαιικού και διαχειριστικού αλγορίθμου με παλλόμενη αρχαιοελληνική ψυχή. Αλλά νομίζω ότι αξίζει να συνεχίσουμε αυτή την πνευματική περιήγηση.
Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών «Παραστατικές Τέχνες» στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.