Η γενοκτονία της Ρουάντα υπήρξε ένα ορόσημο για τη διεθνή κοινότητα. Πριν από τριάντα χρόνια η σφαγή μέσα σε διάστημα τριών μηνών, μεταξύ Απριλίου και Ιουλίου 1994, 500.000 ως 800.000 Τούτσι από οπλισμένες πολιτοφυλακές Χούτου στο αποκορύφωμα του εμφυλίου πολέμου της χώρας δεν άρκεσε για να προκαλέσει την αποτελεσματική παρέμβαση των διεθνών οργανισμών.

Ως κεντρικά σχεδιασμένο όμως έγκλημα εκτελεσμένο από οργανωμένες παραστρατιωτικές δυνάμεις επανέφερε στη συλλογική συνείδηση μνήμες του Ολοκαυτώματος και σε συνδυασμό με τη συγκυρία των εξελισσόμενων πολέμων στη Γιουγκοσλαβία άφησε ισχυρό αποτύπωμα στη δυτική κοινή γνώμη. Οταν ο ΟΗΕ προχωρούσε τον Μάιο του 1993 και τον Νοέμβριο του 1994, αντίστοιχα, στη συγκρότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου Εγκλημάτων για τη Γιουγκοσλαβία και του Διεθνούς Δικαστηρίου Εγκλημάτων για τη Ρουάντα, η κίνησή του αντανακλούσε και την πίεση του δυτικού κοινού για απόδοση δικαιοσύνης.

Ωστόσο, το ζήτημα αυτό παρέμενε ακανθώδες, καθώς η δικαστική διερεύνηση εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας εξακολουθούσε να διατηρεί τον ad hoc χαρακτήρα που τη χαρακτήριζε από την εποχή των Δικών της Νυρεμβέργης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά συνέπεια, η σύσταση του μόνιμου Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου στη Χάγη το 2002, με έκδηλη την επίδραση της γενοκτονίας στη Ρουάντα, ήταν μια μείζων εξέλιξη.

Ως παράγοντας του διεθνούς δικαίου ο νέος θεσμός δεν διασφάλιζε απλώς τη συνέχεια ως προς την τήρηση των κανόνων αλλά συνιστούσε πλέον και έναν μηχανισμό σε διαρκή ετοιμότητα ως προς την εξέταση κατηγοριών που θα διατυπώνονταν. Σε πολλές περιπτώσεις τις επόμενες δεκαετίες (Νταρφούρ, Κονγκό, Λιβύη, Μάλι, Μιανμάρ) το ΔΠΔ πράγματι διερεύνησε δικαστικά πλήθος καταγγελιών.

Αναμενόμενα, ωστόσο, ίσως, η δράση του εξαρτήθηκε από τις διεθνείς ισορροπίες. Το γεγονός ότι κράτη όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία δεν είναι μέλη του υπήρξε εξαρχής ερωτηματικό ως προς την αποτελεσματικότητα της δικαιοδοσίας του. Η έκδοση εντάλματος σύλληψης του Βλαντίμιρ Πούτιν το 2023 και η πρόθεση έκδοσης αντίστοιχου για τον Μπενιαμίν Νετανιάχου (όπως και για τρία κορυφαία στελέχη της Χαμάς) τον περασμένο Μάιο, παρά την αδιαμφισβήτητη συμβολική της δύναμη, έθεσε με σαφήνεια το ερώτημα του κατά πόσο είναι εφαρμόσιμες παρόμοιες πρωτοβουλίες με δεδομένη τη διεθνή ισορροπία δυνάμεων. Κάτι που υποδεικνύει ότι στον 21ο αιώνα το ζήτημα της δικαιοσύνης παραμένει μετέωρο μεταξύ διεθνούς δικαίου και γεωπολιτικών συμφερόντων.