Σε τρεις εβδομάδες από τώρα θα διεξαχθούν οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 27 χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα είναι η δέκατη κατά σειρά αναμέτρηση από το 1979, όταν για πρώτη φορά έλαβε χώρα η άμεση εκλογή των – τότε 410 – ευρωβουλευτών στις ακόμη εννέα χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Το τοπίο που διαμορφώθηκε από την εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου 1979 ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που εμφανίζεται στη σημερινή μετανεωτερική συνθήκη. Σε εκείνη την αναμέτρηση οι Σοσιαλιστές επικράτησαν των Χριστιανοδημοκρατών, ενώ οι δεξιοί λαϊκιστές που εστίαζαν σε ζητήματα εθνικής ταυτότητας και πολιτισμικών απειλών αποτελούσαν περιθωριακή ομάδα.
Στο μεταξύ οι συσχετισμοί δυνάμεων έχουν αλλάξει ριζικά. Η ισχύς των ευρωπαίων Σοσιαλδημοκρατών έχει υποχωρήσει σημαντικά και η δυναμική των Χριστιανοδημοκρατών είναι φθίνουσα.
Στη μεταψυχροπολεμική Ευρώπη και ιδίως από το 2014 και μετά η λαϊκιστική ριζοσπαστική δεξιά καλπάζει εκλογικά έχοντας εδραιωθεί ως συνεκτική πολιτική ομάδα με την ονομασία «Ταυτότητα και Δημοκρατία (Identity and Democracy / ID)» στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Ενα κομματικό περιβάλλον που ήταν καχεκτικό και στιγματισμένο λόγω εκλεκτικών συγγενειών με τον φασισμό πέτυχε μέσα σε λίγες δεκαετίες την εκλογική του απογείωση.
Συγκρίνοντας το εκλογικό αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών του 2019 με τις εκτιμήσεις εκλογικής επιρροής που προκύπτουν από τις δημοσκοπήσεις για τις ερχόμενες εκλογές (βλ. Poll of Polls, «Politico»), η ομάδα ID φαίνεται να αθροίζει εκλογικά κέρδη που μπορεί να μεταφραστούν σε περίπου 10 έδρες περισσότερες από το 2019.
Σε ανοδική τροχιά βρίσκεται και η πολιτική ομάδα των συντηρητικών ευρωσκεπτικιστών (European Conservatives and Reformists / ECR), στην οποία επίσης βρίσκει καταφύγιο ένα τμήμα της ριζοσπαστικής λαϊκιστικής δεξιάς, μεταξύ αυτών η εγχώρια Ελληνική Λύση, παλιότερα και οι Ανεξάρτητοι Ελληνες που συγκυβερνούσαν με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Οι λόγοι που οδηγούν σε αυτήν τη μεταστροφή ψηφοφόρων από τα κατεστημένα κόμματα της δεξιάς και της αριστεράς στα μορφώματα του εν τη ευρεία εννοία ακροδεξιού χώρου έχουν αναλυθεί εκτενώς: πολιτισμικοί φόβοι και οικονομικές απειλές που έχουν επιταθεί την περίοδο της βαθιάς παγκοσμιοποίησης και των πολυκρίσεων δημιουργούν ένα ευνοϊκό υπόβαθρο για την ενίσχυση της ακροδεξιάς.
Μια όχι ευκαταφρόνητη μερίδα Ευρωπαίων νιώθει δυσφορία απέναντι σε αυτές τις αλλαγές που επιτείνουν τις οικονομικές ανισότητες, δημιουργούν εντονότερες κοινωνικές ευαλωτότητες, κυρίως στις μεγαλύτερες ηλικιακά και με χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο πληθυσμιακές ομάδες και βαθαίνουν το πολιτισμικό και αξιακό χάσμα σε μια Ευρώπη όπου οι παραδοσιακές αξίες χάνουν έδαφος έναντι μιας κοσμοπολιτικής παγκοσμιοποίησης που τείνει να επικρατήσει.
Ο φόβος, η αίσθηση απειλής και η καχυποψία όσων αισθάνονται αποκλεισμένοι από τις εξελίξεις εργαλειοποιούνται από την ακροδεξιά προπαγάνδα, η οποία προβάλλει μια νατιβιστική εκδοχή του κράτους πρόνοιας.
Αυτό το ρεύμα επιδιώκει να προωθήσει τον κρατικό παρεμβατισμό εν ονόματι του έθνους-κράτους, προσφέροντας κοινωνικές υπηρεσίες που απευθύνονται αποκλειστικά και μόνο στους γηγενείς αποκλείοντας οποιονδήποτε άλλον εκλαμβάνεται ως απειλή για το έθνος.
Το νατιβιστικό αφήγημα της άκρας δεξιάς συμπληρώνεται με συνωμοσιολογικά στοιχεία που σταδιακά χτίζουν τη θεωρία της λεγόμενης «Μεγάλης Αντικατάστασης» (Grand Replacement), σύμφωνα με την οποία οι πολιτισμικές αλλαγές που εισάγει ο κοσμοπολιτικός φιλελευθερισμός οδηγούν στην αντικατάσταση των αξιών και του ίδιου του ευρωπαϊκού πληθυσμού με μετανάστες από άλλες πολιτισμικές ομάδες, επιτείνοντας έτσι την εχθρότητα για τους ξένους, τις προκαταλήψεις και τις ρατσιστικές αντιλήψεις.
Η ακροδεξιά είναι εκλογικά επιδραστική όχι βέβαια επειδή προσφέρει απαντήσεις σε πραγματικά προβλήματα, αλλά κυρίως επειδή έχει διαμορφώσει ένα ψευδο-αφήγημα γύρω από τις αγωνίες που απασχολούν ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, χωρίς μέχρι τώρα να έχει διαμορφωθεί συνεκτική αντι-αφήγηση στην ακροδεξιά εξιστόρηση.
Η παραδοσιακή (κεντρο-)δεξιά είναι διστακτική στο να κοντραριστεί μαζί της από φόβο μήπως αυτό προκαλέσει επιπλέον εκροές ψηφοφόρων της προς το ακροδεξιό milieu· σε ό,τι αφορά την παραδοσιακή (κεντρο-) αριστερά, προτιμά να καταγγέλλει τα κατεστημένα κόμματα για «κανονικοποίηση του ακροδεξιού λόγου» παρά να διαμορφώσει μια συνεκτική αφήγηση που θα αποκρούει την ακροδεξιά.
Οι όψιμες νεωτερικές κοινωνίες βρίσκονται σε φάση έντονου μετασχηματισμού. Οι μεγάλες ψευδαισθήσεις περί συνεχούς προόδου και ο αναπτυξιακός οίστρος αποδείχθηκαν χίμαιρα, υποστηρίζει ο Αντρέας Ρέκβιτς στο βιβλίο του «Το τέλος των ψευδαισθήσεων» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Πλέον κυριαρχεί η ενικότητα, η εξατομίκευση, η κατάρρευση της συλλογικότητας· πρόκειται για διεργασίες που μαζί με τις σύγχρονες μεγατάσεις (ψηφιακός μετασχηματισμός, κλιματική κρίση) επιτείνουν την επισφάλεια την οποία βιώνουν ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα της πάλαι ποτέ μεσαίας τάξης, η οποία έχει αναδειχθεί σε εκλογική δεξαμενή της ακροδεξιάς.
Όσο η ψευδο-αφήγηση της ακροδεξιάς δεν αποκρούεται με συνεκτικά αντι-αφηγήματα η διείσδυσή της στους πάλαι ποτέ τακτικούς ψηφοφόρους των καθιερωμένων κομμάτων θα είναι μια μονότονα επαναλαμβανόμενη διαπίστωση.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθύντρια και πρόεδρος του ΔΣ του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).