Γερνάμε και φτωχαίνουμε σαν χώρα.
Οι στατιστικές λένε ότι το 2050 θα είμαστε ενάμισι εκατομμύριο λιγότεροι – και πολύ πιο γέροι. Γεννιούνται λιγότερα παιδιά, φεύγουν περισσότεροι νέοι και αν συνεχίσουμε έτσι μπορεί να λιγοστέψουμε τόσο, που να μας κρατήσει η Ευρώπη σαν δείγμα. Ετσι, για να φυλάμε την Ακρόπολη.
Δεν με απασχολεί το 2050 – άλλωστε αποκλείεται να υπάρχω τότε, όσες εξελίξεις και αν εμφανιστούν στη γηριατρική. Και για την Ελλάδα δεν θα πενθήσω από τώρα: ο κάθε λαός φτιάχνει τη μοίρα του.
Ναι, είναι η πατρίδα μου. Και ναι, φυσικά την αγαπάω. Αλλιώς δεν θα έγραφα τόσα βιβλία, άρθρα και σχόλια προσπαθώντας να τη βοηθήσω. Ναι, τα περισσότερα ήταν επικριτικά. Αλλά το έχω ξαναπεί: αληθινός πατριώτης δεν είναι αυτός που φωνάζει «Ζήτω» και βουρκώνει όταν ακούει τον Μάντζαρο. Αντίθετα, είναι εκείνος που προσπαθεί να επισημάνει και να διορθώσει τα κακώς κείμενα.
Εχω διορθώσει κανένα «κακώς κείμενο»; Πολύ αμφιβάλλω. Εχω διορθώσει μερικά κακά κείμενα – δικά μου και άλλων. Αλλά δεν νομίζω ότι έχω αλλάξει κάτι. Κι αυτό το κείμενο επισημαίνει ένα κακώς κείμενο. Τερατωδώς κακό. Θα αλλάξει;
Το θέμα αυτού του κειμένου είναι ο διεθνώς πιο επιτυχημένος έλληνας συγγραφέας της γενιάς του. Είναι Ελληνας επειδή γράφει ελληνικά. Αλλά τυπικά δεν είναι: «λόγω (όπως γράφει) της πολυετούς άρνησης του ελληνικού κράτους να του χορηγήσει την ελληνική υπηκοότητα».
Μπήκε «λαθραία» στην Ελλάδα από την Αλβανία, χωρίς να ξέρει λέξη ελληνικά, το 1991. Εκανε όλες τις δουλειές του λαθρομετανάστη: οικοδόμος, λαντζιέρης περιπτεράς. Μαθαίνοντας ελληνικά. Σπούδασε Φιλολογία στο Καποδιστριακό και ολοκλήρωσε διδακτορικό στο Πάντειο. Για δέκα χρόνια (2001-2011) ήταν αρθρογράφος στα «ΝΕΑ». (Εκεί τον πρωτοδιάβασα, μαζί με χιλιάδες άλλους.) Εγραψε τρία βιβλία στα ελληνικά που μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, πολωνικά, δανέζικα και φυσικά αλβανικά. Τώρα διδάσκει σε αμερικανικό πανεπιστήμιο. Το βιογραφικό του, στο εξώφυλλο της τελευταίας ελληνικής έκδοσής του, τελειώνει με τη φράση: «Μετά από 25 χρόνια εργασίας και ζωής στην Ελλάδα, αποφάσισε να μεταναστεύει στις ΗΠΑ λόγω…» βλ. παραπάνω.
Διαβάζοντας αυτά τα λόγια ένιωσα βαθιά ντροπή. Δηλαδή, κύριοι γραφειοκράτες και καρεκλοκένταυροι, τι παραπάνω θα έπρεπε να κάνει ένας μετανάστης για να σας πείσει ότι είναι άξιος να αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα, που ήδη έχει το παιδί του; Εγώ θα τον αναγόρευα όχι απλώς Ελληνα, αλλά «επίτιμο Ελληνα». Μακάρι να είχαμε κι άλλους δύο-τρεις σαν κι αυτόν.
Ηδη αγανακτώ για το καψώνι που κάνει ο Δήμος Αθηναίων σε γνωστούς μου Αλβανούς: είκοσι δύο χρόνια στην Ελλάδα, άψογα ελληνικά, τα παιδιά τους ήδη Ελληνες, δουλευταράδες, έχουν αγοράσει σπίτι και ξεπληρώνουν τακτικά τις δόσεις. Τέσσερα χρόνια – και βάλε – αναμονής η επιτροπή για να αποφασίσει!
Ας επιστρέψουμε στην αρχή του άρθρου: γερνάμε και λιγοστεύουμε! Οταν τον 13ο αιώνα η κυρίως Ελλάδα είχε ερημώσει (επιδημίες, πόλεμοι, πειρατές), οι Αλβανοί (που αργότερα ονομάσαμε Αρβανίτες) κατέβηκαν και αποίκησαν την Αττική, τη Βόρεια Πελοπόννησο, τα νησιά του Αργοσαρωνικού κι άλλα μέρη της Ελλάδας. Πολέμησαν μαζί μας στην Επανάσταση και ήταν οι γενναιότεροί μας οπλαρχηγοί. Κάντε μια βόλτα στο Πεδίον του Αρεως να δείτε πόσοι ήρωες έχουν αλβανικά ονόματα… Και μπορεί να αλλάξαμε τα τοπωνύμια που έμαθα παιδί: Μπογιάτι, Κιούρκα, Λιόπεσι, Κριεκούκι, αλλά μερικά μας ξέφυγαν: το αεροδρόμιό μας θυμίζει τον μεγάλο πολέμαρχο, αρχιστράτηγο της Βενετίας, Μπούα Σπάτα.
Η χώρα που γερνάει και φθίνει χρειάζεται νέο αίμα. Μου φαίνεται, αλήθεια, περίεργο να θέλει κανείς να γίνει Ελληνας, τη στιγμή που όλο και περισσότεροι Ελληνες θα ήθελαν να είναι κάτι άλλο. Οσο κι αν φαίνεται λίγο… προδοτικό, μερικούς μετανάστες τούς χρειαζόμαστε πια περισσότερο από όσο μας χρειάζονται αυτοί.
Οσο για τον συγγραφέα, όπως αρκετοί θα έχουν μαντέψει, ονομάζεται Γκαζμέντ Καπλάνι. Διαβάστε το υπέροχο βιβλίο του «Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων» που κυκλοφόρησε σε νέα έκδοση. Προκαλώ τον υπεύθυνο που τον «έκοψε» να μας εξηγήσει γιατί μας στέρησε από έναν τέτοιον συμπατριώτη και την ελληνική γλώσσα από έναν σπουδαίο συγγραφέα. Αλλιώς, του αφιερώνω το γνωστό σύνθημα: «Αλβανέ, Αλβανέ, δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ!» από την… ανάποδη.