Τα άλματα άνευ φοράς εντάχθηκαν στα αγωνίσματα του στίβου από την Ολυμπιάδα του 1900 στο Παρίσι και διατηρήθηκαν ως το 1912 στη Στοκχόλμη. (Με τον Ελληνα Κωνσταντίνο Τσικλητήρα, μάλιστα, να διακρίνεται σ’ αυτά.) Η ένταξή τους τιμούσε ένα αγώνισμα που, όπως τόσα άλλα, υφίστατο στους Ολυμπιακούς της αρχαιότητας. Συχνά τότε οι αθλητές χρησιμοποιούσαν «αλτήρες» – λίθινα ή μολύβδινα βάρη περί τα τρία κιλά, σε ελλειψοειδές ή αμφίσφαιρο σχήμα. Πίστευαν ότι πετώντας τα με δύναμη πίσω θα πηδούσαν μακρύτερα. Μοιάζει απίθανο, μα το ξύλινο κοντάρι – ο «κανόνας» – που μετρούσε τις επιδόσεις ενίσχυε αυτή την πίστη. Κατά την αναβίωση των Ολυμπιακών δεν επανήλθαν οι αλτήρες και το ίδιο το αγώνισμα καταργήθηκε το 1912. Στον κόσμο της νεωτερικότητας θα έμοιαζε αστεία η βατραχοειδής στάση και το ανάλογο σάλτο από έναν βατήρα.
Σε χώρες όπως η δική μας ωστόσο, όπου η νεωτερικότητα δεν έχει εμπεδωθεί ακόμη, τέτοια «άλματα» εμπνέουν την πολιτική ζωή και επαναθεσπίζονται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Διότι τι άλλο είναι το σφιχταγκάλιασμα με τον κ. Καμμένο και η αιφνίδια αποτίναξή του εκτός από έντεχνο άλμα στο «σκάμμα» του μεσαίου χώρου; Τέσσερα χρόνια σύνδεσης με ό,τι πιο δεξιό, εθνικιστικό, συντηρητικό, ομοφοβικό και χυδαίο υπάρχει πριν από τη Χρυσή Αυγή μετατράπηκαν στα «βάρη» που, αποβαλλόμενα, τείνουν να προσφέρουν καλύτερη ώθηση.
Γελοία κατάσταση. Ωστόσο η γελοιοποίηση ποτέ δεν εμπόδισε τη λεγόμενη ανανεωτική Αριστερά να γεφυρώνει αγεφύρωτες αντιφάσεις. Και τα εγκλήματα του Στάλιν αναγνωρίζονται ως «εγκλήματα», αλλά και ο σκοπός για τον οποίο έγιναν παραμένει ιερός. Και οι χώρες με αμιγώς αριστερές κυβερνήσεις βυθίστηκαν στη μιζέρια, παντού στον κόσμο, αλλά και η προσδοκία οικονομικής άνθησης υπό τον ΣΥΡΙΖΑ ενισχύεται συνεχώς. Και καταδέξια στελέχη σε υπουργικούς θώκους, και δημιουργία κεντροαριστερού πόλου. Και δημοκρατική πολυφωνία, βεβαίως, μα και πλήρης επικράτηση της Αριστεράς, αφού κάθε αντίπαλός της είναι φασίστας. «Εχει περάσει η εποχή μονοκομματικών κυβερνήσεων» δήλωνε με ύφος σοφού ο κ. Φίλης στον απορημένο κ. Αρβανίτη της ΕΡΤ, αλλά έκανε αμέσως σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι «κορμός της συγκυβέρνησης προοδευτικών δυνάμεων». (Οπως η Ρωσία για τις χώρες του ανατολικού μπλοκ υποθέτω.) Η τετραετής σύμπλευση με τον κ. Καμμένο εξηγείται από το ότι κι αυτός τα αγεφύρωτα γεφυρώνει. Και τιμές αρχηγού κράτους κατά την αποχώρησή του από το υπουργείο, μα και στάση κουτσομπόλας της γειτονιάς, κατά τους σχολιασμούς των «αποστατών» του. Ταιριαστός με την κ. Αννέτα Καββαδία, η οποία χαρακτήρισε τους νεοδημοκράτες «απογόνους μαυραγοριτών ή συνεργατών των ναζί» και «κήρυκες μίσους», χωρίς να αντιλαμβάνεται πόσο ο πρώτος χαρακτηρισμός της ενέτασσε και την ίδια στην κατηγορία του δεύτερου.
Ακόμη πιο προκλητικά, ο κ. Τσίπρας και κέρδισε με το σύνθημα «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», και καταγγέλλει τη ΝΔ για τακτική «που οδηγεί στην ένταση και στον διχασμό» – τον «υποθάλπτει» (sic), όπως διευκρινίζουν διαπρεπείς φιλοκυβερνητικοί δημοσιογράφοι.
Εάν η αγραμματοσύνη και ο κακοκρυμμένος ολοκληρωτισμός είναι ταυτοτικό στοιχείο της Αριστεράς, δικαίως αναμένεται να ηττηθεί εκλογικά μα και ιδεολογικά. Τι άλλο χρειάζεται ώστε να συνειδητοποιήσουμε στην Ελλάδα πως δεν υπάρχει τέλεια κοινωνία, στο όνομα της οποίας κάθε αντίθετη φωνή είναι φασιστική; Γιατί άραγε η απαξίωση της «δεξιάς ιδεολογίας», ως ιδεολογίας του ανταγωνισμού, της εκμετάλλευσης και του πατρίς – θρησκεία – οικογένεια, είναι απολύτως νόμιμη, ενώ οφείλει να προκαλεί φρίκη η απαξίωση της «αριστερής ιδεολογίας» ως παρωχημένης και «ελαττωματικής», όταν ένα ανέφικτο όραμα εισηγείται διαρκώς μανιχαϊκές ρήξεις και γίνεται τροχοπέδη στην ομαλή λειτουργία του σύγχρονου κράτους κοινωνικής πρόνοιας; Από πρωίας μέχρι νυκτός οι δημοσιογράφοι της ΕΡΤ επαναλαμβάνουν ότι «η σύγκρουση έγινε, πλέον, σύγκρουση προοδευτικών δυνάμεων και Ακροδεξιάς». Ερμηνεύοντας την επιθυμία για μια ιδεολογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ σαν επιθυμία «να διώκονται οι πολίτες για τις ιδέες τους». Ερμηνεία που κατά γράμμα εφαρμόζει τη θέση του θεωρητικού του ναζισμού Carl Schmitt, ότι «οι έννοιες μπορούν να γίνονται κατανοητές μόνο όταν γνωρίζουμε εναντίον τίνος στοχεύουν».
Πόσο ακόμα πρέπει να διατηρηθεί ο μοναδικά ελληνικός παραλογισμός, τον οποίο εδραίωσε το ΚΚΕ, πως το να είσαι «αντικαπιταλιστής» είναι ό,τι ευγενέστερο, ενώ ο «αντικουμμουνιστής» είναι κάτι σαν παιδόφιλος, σαδιστής και συφιλιδικός ταυτοχρόνως; Βεβαίως, να είσαι αντικομμουνιστής το 1950 σήμαινε, έστω έμμεσα, να ανέχεσαι τις εξορίες, ή το 1967-1974 να εγκρίνεις τη στρατιωτική δικτατορία. Μετά το 1974, όμως, ο «αντικομμουνισμός» δεν μπορεί παρά να συμπίπτει με τον κοινοβουλευτισμό. Ιδίως μετά το 1989-1991, το να είσαι υπέρ μιας κομμουνιστικής κοινωνίας σημαίνει να επιδιώκεις έναν «καλό» ολοκληρωτισμό, που θα εξαλείψει την κοινοβουλευτική δημοκρατία επειδή αυτή εκτρέφει, όπως πράγματι εκτρέφει, την ανισότητα. Τι άλλο συνιστά ο χειρισμός της συμφωνίας των Πρεσπών, εάν όχι ευκαιρία να υπηρετηθεί η κατά βάθος λενινιστική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ; Η στρατηγική να καταστεί αξιωματική αντιπολίτευση η Χρυσή Αυγή. Ετσι ώστε κάθε αξιοπρεπής πολίτης να μείνει με το δίλημμα να υποστηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ ή να κόψει τις φλέβες του. Εκεί επενδύει η «αποτίναξη» Καμμένου. Ενα άλμα άνευ φοράς, με συνδρομή αλτήρα (αμφίσφαιρου, εμφανώς). Αμφίβολα αποδοτικό στην αρχαιότητα, γελοίο στη νεότερη εποχή, μα τα «κοντάρια» των δημοσκόπων ίσως δείξουν, όλως παραδόξως, ότι ενισχύει το σάλτο προς το «σκάμμα» του μεσαίου χώρου. Ή προς τη λάσπη του.
Ο κ. Πέτρος Μαρτινίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ και συγγραφέας.