Ας φανταστούμε ότι η Μεγάλη Λογοτεχνία κάνει πάρτι. Κι ότι στην είσοδο έχει βάλει φύλακες για να ελέγχουν προσκλήσεις – ας τους αποκαλέσουμε «κριτικούς», «λογοτεχνικά βραβεία», κ.λπ. Κάποια στιγμή οι φύλακες αυτοί, αμήχανοι, χτυπάνε σήμα στα κεντρικά: «Κυρία, έχουν έρθει εδώ κάτι τύποι που γράφουν, λένε, ιστορικά μυθιστορήματα. Τους αφήνουμε να περάσουν;». Στην άλλη άκρη της γραμμής πέφτει σιωπή, και μετά έρχεται η απάντηση, κοφτή. «Αντε, άσ’ τους κι αυτούς. Να δούμε τι θα καταλάβουν».
Κανένας δεν το λέει ακριβώς αλλά όλοι ξέρουν πως (στη χώρα μας τουλάχιστον) τα «ιστορικά μυθιστορήματα» κατατάσσονται στη Β΄ Εθνική. Αν εξαιρέσουμε τους ιστορικούς που κατά κανόνα (και συνήθως με το δίκιο τους) τα σιχαίνονται, αντιμετωπίζονται απλώς με συμπάθεια επειδή «κάτι ζωντανεύουν» – κάτι που επίσης κατατάσσεται ως νεκρό. Δεν πρόκειται, λέγεται, για αληθινή λογοτεχνία αλλά για μια παραφυάδα της, σαν σχολική παράσταση ή ερασιτεχνικό θεατρικό όμιλο.
Αδικο; Από τη μια, η ταμπέλα «ιστορικό μυθιστόρημα» εξυπηρετεί μιαν οπτική μάρκετινγκ για τα ράφια βιβλιοπωλών και τα μιντιακά αφιερώματα που θεωρείται αναγκαία σήμερα – δεν νομίζω ότι στην εποχή τους προβλήθηκαν ως «ιστορικά μυθιστορήματα» το Πόλεμος και Ειρήνη ή Η Ιστορία δυο Πόλεων· από την άλλη, πολλά μυθιστορήματα με κεντρικό θέμα ένα ιστορικό γεγονός ή πρόσωπο, απλώς δεν είναι καλά μυθιστορήματα. Το πρόβλημα με την ιστορική μυθοπλασία είναι ότι πάνω από το κεφάλι του συγγραφέα της καραδοκούν και η Λογοτεχνία κι η Ιστορία, και οι δυο αυτές κυρίες έχουν τους δικούς τους κανόνες από τους οποίους κανένας σωστός αναγνώστης δεν μπορεί, και δεν πρέπει, να τον απαλλάξει. Το ιστορικό μυθιστόρημα δηλαδή καλείται και να είναι μυθιστόρημα και να σέβεται (αν όχι να υπηρετεί) την ιστορική αλήθεια. Γιατί λοιπόν να υποβάλλει κάποιος τη συγγραφική του βάσανο (με όλο το θάρρος και θράσος που αυτή προϋποθέτει) σε τέτοια έξτρα ταλαιπωρία;
Ισως επειδή ορισμένοι γαλουχηθήκαμε με μερικά από τα ωραιότερα βιβλία που γράφτηκαν ποτέ και ήσαν, ακριβώς, «ιστορικά». Ισως επειδή κάποιοι βρίσκουμε πως ο πυρήνας της λογοτεχνίας, δηλαδή το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης, αναδύεται συγκλονιστικότερα μέσα από τη λογοτεχνική καταβύθιση σε ό,τι πραγματικά έγινε κι υπήρξε. Ναι, υπάρχουν βιογραφίες (στη χώρα μας δυστυχώς λίγες), αλλά μόνο η λογοτεχνία μπορεί να αποδείξει πως αυτό που «ζωντανεύει» δεν ήταν τελικά νεκρό. Και επομένως μας αφορά.
Αλλά είναι κι επειδή κάποιοι βρίσκουμε παρηγοριά στο παρελθόν. Γιατί δεν αντέχουμε το παρόν και γιατί ό,τι κι αν κάνουμε κι όσο κι αν το αγνοήσουμε, το παρελθόν βρίσκεται κάτω από τα πόδια μας και μέσα στο συλλογικό μας DNA. Και γιατί, αν μιλάμε για μυθοπλασία κι επινόηση, είναι το πιο πλούσιο υλικό που διαθέτουμε. Ναι, επινόηση: όπως λένε οι σοβαρότεροι ιστορικοί, το παρελθόν δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο η ματιά μας πάνω σε αυτό – και με τη λέξη «ματιά» η μικρή λαίμαργη φλόγα της λογοτεχνίας φουντώνει: Ματιά; Αφήστε τη σε μένα.
Δεν είναι μόνο τι λες, είναι πώς το λες. Δεν είναι λοιπόν το «ιστορικό», όπως δεν είναι το «αστυνομικό» ή το «ταξιδιωτικό». Είναι το μυθιστόρημα. Που μπορεί να ασχολείται με αυτοαναφορικές αναμνήσεις του οποιουδήποτε ή την υπαρξιακή αγωνία του Αδριανού, που μπορεί να μας ενδιαφέρει πολύ, όπως η ερωτική ζωή των millennials, ή καθόλου, όπως τα δράματα των Τυδώρ, αλλά που θα μας καθηλώσει το ίδιο αν κάνει τη δουλειά του.
Η σχέση Ιστορίας και λογοτεχνίας δεν αφορά τα όρια αλλά τις γέφυρες μεταξύ τους. Εκεί όπου συναντώνται. Εκεί όπου η λογοτεχνία αγωνιά για την αειθαλή ιστορία πίσω από την Ιστορία. Ο χρόνος δεν περιγράφεται· ανιχνεύεται, κάτω από τα προδοτικά συρματοπλέγματα της μνήμης. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη παγίδα για τον συγγραφέα, γιατί είναι τόσο πιο εύκολο να μείνει μέσα στην περιφέρεια του καιρού, στις χρονολογίες, το ντεκόρ και το βεστιάριο, τόσο πιο δύσκολο να αναζητήσει τι έφτασε μέχρι σήμερα αναλλοίωτο, σαν να συνέβη τώρα και να μπορεί να συμβεί και αύριο. Οπότε και να μας αφορά.
Για εκείνους που τσαλαβουτούν στην Ιστορία, τους τυμβωρύχους βίων και γεγονότων, υπάρχει μια ευθύνη και μια ενοχή: η ευθύνη είναι φυσικά απέναντι στους αναγνώστες τους, τους οποίους οφείλουν τουλάχιστον να μην παραπλανήσουν – τουλάχιστον. Κι η ενοχή, γιατί οι νεκροί είναι ανυπεράσπιστοι. Οι διάσημοι νεκροί, ακόμα περισσότερο. Φιμωμένοι για πάντα, τους «διηγούμαστε» επωφελούμενοι την αφωνία τους. Χρειάζεται σεβασμός, προσοχή, ελαφρύ πάτημα.
Η περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης. Ιστορία και λογοτεχνία φυτρώνουν από εκεί και συνέχεια εκεί ξαναγυρίζουν. Αυτή είναι η αλήθεια. Ολα τα άλλα είναι ψέματα – με τα οποία, φυσικά, όλοι οι συγγραφείς καθημερινά συνεργάζονται.
Η κυρία Καρολίνα Μέρμηγκα είναι συγγραφέας.