Πέντε χρόνια μετά την COVID-19 και την καραντίνα
Η μεταπολεμική συνθήκη της Δύσης στηριζόταν εν πολλοίς στη σταδιακή κατάκτηση μιας σειράς βεβαιοτήτων: ότι η οικονομική και κοινωνική πρόοδος ήταν δεδομένη· ότι η επιστήμη είχε διασφαλίσει τον έλεγχο των ασθενειών· ότι παρά τον πυρηνικό ανταγωνισμό ΗΠΑ και Σοβιετικής Ενωσης ο πόλεμος είχε εξοβελιστεί από την καθημερινότητα.
Μια μακρόχρονη πορεία είχε συντελέσει στην εμπέδωσή τους στη συλλογική συνείδηση. Ενα σύντομο χρονικό διάστημα που ορίζεται από τη χειρότερη οικονομική κρίση από το 1929, την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού άρκεσε για να τις κατεδαφίσει όλες.
Η έλευση της COVID-19 υπήρξε η πιο δραματική αναίρεση. Αφενός, γιατί, παρά τις τακτικές προειδοποιήσεις επιστημόνων για τους κινδύνους μετάβασης ασθενειών από ζώα στον άνθρωπο που συνεπάγεται η υπερεκμετάλλευση του περιβάλλοντος, οι παραστάσεις μιας επιδημίας απουσίαζαν από τη συλλογική μνήμη. Αφετέρου, γιατί η αρχική εκατόμβη, ιδιαίτερα στην Ιταλία, έδειξε με σαφήνεια την ασύλληπτη ταχύτητα με την οποία μπορεί να εξαπλωθεί μια φυσική καταστροφή και τα όρια των δυνατοτήτων μας απέναντί της.
Η επιστροφή στην πρωτόγνωρη για τον 21ο αιώνα λύση της καραντίνας, ο περιορισμός στον ιδιωτικό χώρο, η αίσθηση της αβεβαιότητας που προερχόταν από την απουσία θεραπείας, η εκθετική αύξηση των κρουσμάτων και των θανάτων προκάλεσαν ένα ισχυρό σοκ σε κοινωνίες εντελώς ασυνήθιστες σε παρόμοια φαινόμενα.
Αν και τα παγκόσμια συστήματα υγείας δεν κατέρρευσαν και η επινόηση του εμβολίου έθεσε την πανδημία υπό έλεγχο σε πολύ μικρότερο χρόνο από ό,τι ιστορικά είχε απαιτηθεί σε παρόμοιες περιστάσεις στο παρελθόν, κανένας δεν μπορεί να αγνοήσει το βαρύτατο ανθρώπινο κόστος: τα 7,1 εκατομμύρια των νεκρών αποτελούν μέγεθος συγκρίσιμο με τις απώλεις παγκόσμιας σύρραξης – στα πεδία των μαχών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου υπολογίζεται ότι έπεσαν 10 εκατομμύρια στρατιώτες.
Με την απόσταση πέντε ετών από τον Μάρτιο του 2020 και τη διαδικασία του lockdown, είναι καιρός να αναστοχαστούμε την εμπειρία της COVID-19, να εντοπίσουμε τα διδάγματά της, να ζυγίσουμε το υγειονομικό και ψυχολογικό βάρος που κληροδότησε, να αναλογιστούμε αν και κατά πόσο είμαστε προετοιμασμένοι, ή έστω πιο έμπειροι, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε την επόμενη πανδημία.
Το αποτύπωμα και η εμπειρία
Του Αθανάσιου Τσακρή

Είναι μεγάλη πρόκληση να είσαι μικροβιολόγος όταν μια πανδημία εξελίσσεται μπροστά σου, σε πραγματικό χρόνο. Και, επιπλέον, όταν όσα λες και κάνεις έχουν άμεση επίπτωση στους ανθρώπους. Οσοι υπηρετούμε αυτό το επιστημονικό πεδίο, σε όλο τον κόσμο, έτσι αισθανθήκαμε το 2020. Προειδοποιητικά σημάδια για μια επερχόμενη πανδημία υπήρχαν εδώ και χρόνια, ειδικά από κορωνοϊούς, όπως ο SARS, το 2003, που προκαλούσε οξύ αναπνευστικό σύνδρομο, αλλά ευτυχώς περιορίστηκε σχετικά γρήγορα, και ο MERS, που εμφανίστηκε το 2010.
Περιμέναμε μια νέα ζωονόσο – περισσότερο, βέβαια, κάποια νέα παραλλαγή ιού γρίπης – και για την «επιδημική ετοιμότητα» υποτίθεται ότι εκατομμύρια δολάρια δαπανούνταν ετησίως από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και τις κυβερνήσεις αρκετών κρατών. Ομως ο SARS-CoV-2 αιφνιδίασε τους πάντες: μεταδιδόταν πολύ εύκολα, ακόμη και από φορείς ασυμπτωματικούς, και ταυτόχρονα μπορούσε να προκαλέσει μια σειρά σοβαρών επιπλοκών και πολλούς θανάτους.
Μολονότι σημαντικό μέρος της επιστημονικής κοινότητας, πριν τα κρούσματα εξαπλωθούν εκτός Κίνας, υποτιμούσε τη σοβαρότητα της κατάστασης, από νωρίς είχα ανησυχήσει βλέποντας τη δυναμική του ιού, που διέφερε κατά πολύ από τον SARS και τον MERS. Δυστυχώς, δεν διαψεύστηκα.
Θυμάμαι τα τηλεφωνήματα φίλων από τη Βόρεια Ιταλία που μας περιέγραφαν το δράμα του Μπέργκαμο με τους χιλιάδες νεκρούς. Θυμάμαι τα ξενύχτια στο εργαστήριό μας, στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με τα αμέτρητα δείγματα τα οποία έφταναν από όλη την Ελλάδα και την απελπισία μας για τις ελλείψεις στη διεθνή αγορά – όχι μόνο σε αντιδραστήρια αλλά και σε γάντια, μάσκες, σύριγγες –, που δυσχέραιναν το έργο μας.
Θυμάμαι την αγωνία μου για τους δικούς μου ανθρώπους και για τον εαυτό μου – κανείς δεν μπορούσε να αισθάνεται άτρωτος απέναντι σε μια τέτοια απειλή – και το χρέος που νιώθαμε, με τους υπόλοιπους συναδέλφους, να ενημερώσουμε τους πολίτες με εγκυρότητα και ψυχραιμία.
Εγιναν λάθη στη διαχείριση της πανδημίας στη χώρα μας; Ναι. Ως έναν βαθμό δικαιολογούνται από το ότι είχαμε να κάνουμε με κάτι άγνωστο και ευμετάβλητο, οι παράμετροι άλλαζαν από τη μια μέρα στην άλλη. Επιβλήθηκαν και μη αναγκαία μέτρα; Αναμφίβολα. Το να απαγορεύεται, για παράδειγμα, να κάνουν οι άνθρωποι μπάνιο ολομόναχοι σε μια απομονωμένη παραλία ήταν παράλογο, όπως και η επιβολή οριζόντιων εμβολιασμών, χωρίς εξαιρέσεις. Είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι σήμερα για την επόμενη πανδημία;
Οι απαντήσεις διαφέρουν ανάλογα με το πρίσμα μέσα από το οποίο θα το δει κανείς. Από τη μια πλευρά δεν μπορείς να είσαι προετοιμασμένος για κάτι αν δεν ξέρεις τι ακριβώς θα είναι αυτό. Και όσα φάρμακα και εμβόλια και αν διαθέτουμε, ένας ιός έχει πάντα τη δυνατότητα να αποκτήσει, μέσω γενετικών τροποποιήσεων και ανασυνδυασμών στο DNA του, ένα καινούργιο χαρακτηριστικό που θα τον κάνει πιο μεταδοτικό και ικανό να προκαλέσει μια μεγάλη επιδημία. Από την άλλη, η εμπειρία της πανδημίας δεν έχει αξιοποιηθεί όσο θα έπρεπε, δεν έχει οδηγήσει στην οικοδόμηση αξιόπιστων δομών δημόσιας υγείας και στη χάραξη αποτελεσματικών στρατηγικών επιτήρησης – αυτό ισχύει και για την Ελλάδα και για άλλες χώρες.
Ας μην ξεχνάμε ότι στη χώρα μας εν πολλοίς «το παιχνίδι χάθηκε» όχι τόσο στις ΜΕΘ που δεν επαρκούσαν, αλλά κυρίως στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, όταν ασθενείς δεν είχαν σε ποιον να απευθυνθούν και πολύτιμος χρόνος χανόταν, όπως και στις γραφειοκρατικές διαδικασίες που καθυστερούσαν τη χορήγηση αντι-ιικών φαρμάκων.
Είναι λανθασμένη προσέγγιση της Ιστορίας να την εκλαμβάνουμε ως σειρά μαθημάτων. Οι άνθρωποι έχουμε την τάση να παραδίδουμε στη λήθη τα δυσάρεστα, τα επώδυνα. Επομένως, ξεχνιούνται και οι πανδημίες, έστω και αν έχουν αφήσει βαρύ αποτύπωμα στις κοινωνίες. Ποιος θυμάται ότι το 1927-1928 το 90% των Αθηναίων νόσησαν από τον ιό του Δάγκειου Πυρετού (που, παρεμπιπτόντως, με τις νέες συνθήκες τις οποίες δημιουργεί η κλιματική αλλαγή πιθανότατα θα γίνει σύντομα ενδημικός στη Μεσόγειο);
Αν, πάντως, κάτι καταφέρουμε να κρατήσουμε στο μέλλον από όσα βιώσαμε, ας είναι η επιτακτική ανάγκη στήριξης του ΕΣΥ και του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού μας και ο καθοριστικός ρόλος της διαφάνειας σε μια τέτοια κρίση, με όλα τα επιστημονικά και επιδημιολογικά δεδομένα προσβάσιμα από όλους τους πολίτες, ειδικούς και μη, για να μην υπάρχει περιθώριο παρερμηνειών και συνωμοσιολογίας. Αυτά τα δύο δεν πρέπει να επιτρέψουμε να σβηστούν από τη μνήμη μας. Το οφείλουμε στους 40.000 και πλέον συμπολίτες μας που έχασαν τη μάχη με τον ιό.
Ο κ. Αθανάσιος Τσακρής είναι καθηγητής Μικροβιολογίας στο ΕΚΠΑ.
Από τον κορωνοϊό πίσω στη χολέρα του 19ου αιώνα
Του Θανάση Μπαρλαγιάννη

SARS (2002-2003), γρίπη των πτηνών (2003), γρίπη H1N1 (2009-2010), MERS (2012), Eμπολα (2014-2016), Ζίκα (2015-2016). Ο 21ος αιώνας, ο «αιώνας των ιών», δείχνει ότι οι επιδημίες δεν συνιστούν εξαίρεση αλλά συνυφαίνονται με την κοινωνία την οποία πλήττουν και από την οποία αποκτούν νόημα. Το ερώτημα «τι πρέπει να κάνουμε για να αντιμετωπίσουμε μελλοντικές επιδημίες;» δεν μπορεί να προσεγγιστεί ανεξάρτητα από το ερώτημα «τι έκαναν οι προηγούμενοι για να αντιμετωπίσουν μια επιδημία;».
Με δεδομένη αυτή την «αλληλεγγύη των εποχών» (Μαρκ Μπλοχ), την αμοιβαιότητα δηλαδή μεταξύ της κατανόησης του παρόντος και της γνώσης του παρελθόντος, το άρθρο επαναπροσεγγίζει την ιστορία της χολέρας.
Η χολέρα είναι μια λοίμωξη του λεπτού εντέρου με έντονους εμέτους, βίαιη διάρροια και τελικά πλήρη αφυδάτωση του σώματος. Η θνητότητα αγγίζει το 40% χωρίς θεραπευτική αγωγή. Είναι επίσης μια ανθρώπινη αρρώστια: το σώμα προσφέρει το περιβάλλον για την ανάπτυξη του βακτηρίου (δονάκιο της χολέρας), ενώ οι μετακινήσεις των ανθρώπων και οι συνήθειές τους είναι που την εξαπλώνουν. Ενδημούσε για αιώνες στις άνω κοιλάδες του Γάγγη και του Βραχμαπούτρα (το δονάκιο είναι υδρόβιο), ωστόσο είναι στις αρχές του 19ου αιώνα που απέκτησε μεγάλη παθογονικότητα και άρχισε να προκαλεί, από το 1817 μέχρι σήμερα, επτά πανδημίες.
Οι παράγοντες της μεταβολής στη συμπεριφορά του δονακίου ήταν κλιματικοί και κοινωνικοί. Μελέτες συνδέουν την παθογονικότητά του με την έκρηξη το 1816 (τη «χρονιά χωρίς καλοκαίρι») του ηφαιστείου Ταμπόρα στις Φιλιππίνες, μια από τις ισχυρότερες στη γεωλογική ιστορία του πλανήτη.
Το δονάκιο δεν θα προκαλούσε όμως πανδημίες δίχως την ανθρώπινη παρέμβαση: τη μεγάλη κλίμακα των μετακινήσεων για εμπόριο, πόλεμο και προσκύνημα (ιδίως στη Μέκκα) την εποχή των ατμόπλοιων, της διώρυγας του Σουέζ (που επιτάχυνε το ταξίδι προς την Ινδία), της βρετανικής επέκτασης στην ινδική χερσόνησο και της παγκοσμιοποίησης. Πρόκειται για διαδρομές που ενεργοποιήθηκαν και πρόσφατα: στην Ελλάδα ο κορωνοϊός έφτασε μέσω του εμπορίου (Ιταλία) και του προσκυνήματος (όρος Σινά).
Σε μικρότερη κλίμακα, ο 19ος αιώνας ήταν ένας αιώνας αστικής συγκέντρωσης και ταυτόχρονης διείσδυσης του ανθρώπου σε παρθένα οικολογικά συστήματα – κάτι που υπενθυμίζει το παράδειγμα της μεγάπολης Γουχάν και των «υγρών αγορών» της.
Από το 1820, όταν οι γιατροί της Ευρώπης (και οι Eλληνες) πληροφορούνταν από τους βρετανούς στρατιωτικούς γιατρούς στην Ινδία για μια ασθένεια με γαστρεντερολογικά συμπτώματα, στράφηκαν, όπως εμείς σήμερα που αναζητήσαμε τη γενετική προέλευση του SARS-CoV-2, στο παρελθόν… και ξαναδιάβασαν τον Ιπποκράτη. Στους Αφορισμούς του βρήκαν αναφορές στη «χολέρα», την οποία ταύτισαν με την «ασιατική» νόσο λόγω ομοιότητας των συμπτωμάτων.
Η Ελλάδα γνώρισε δύο επιδημίες: το 1854-1855 και το 1913. Και στις δύο περιπτώσεις το πλαίσιο επέκτασης ήταν ένας πόλεμος (ο Κριμαϊκός και οι Βαλκανικοί, αντίστοιχα) με τη συνακόλουθη πολιτική αναστάτωση, τη σιτοδεία και την προσφυγιά. Η αντιμετώπιση όμως διέφερε. Το 1854 ενεργοποιήθηκε ένας αστυνομικός μηχανισμός ελέγχου της ανθρώπινης κινητικότητας: η καραντίνα.
Ο Πειραιάς, η βασική εστία μόλυνσης, αποκλείστηκε από την αστυνομία από την υπόλοιπη χώρα, ενώ κάθε είσοδος στη χώρα ελεγχόταν στα λοιμοκαθαρτήρια. Αντίθετα, η επιδημία του 1913 ελέγχθηκε με εξυγιαντικά μέτρα, την απομόνωση των ασθενών και την εφαρμογή του εμβολιασμού.
Το 1913 ήταν καλύτερα γνωστός ο μηχανισμός μετάδοσης της χολέρας μέσω του μολυσμένου πόσιμου ύδατος από τα εκκρίματα των ασθενών – και άρχισαν να κατασκευάζονται αποχετευτικά συστήματα και να υιοθετούνται υγιεινότερες συνήθειες (π.χ., πλύσιμο χεριών). Το 1913 χορηγήθηκε από τον ελληνικό στρατό το αντιχολερικό εμβόλιο που είχε μέχρι και 80% αποτελεσματικότητα.
Μεταξύ των δύο χρονικών σημείων τα δυτικά υγειονομικά συστήματα κατάφεραν να απαλλαγούν από την απειλή της χολέρας. Δεν ήταν μια ευθύγραμμη πορεία. Η ιατρική αβεβαιότητα, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, τα προβλήματα μηχανικής στην κατασκευή των δικτύων, η οικονομική δυσπραγία και οι αντιδράσεις στην καραντίνα ήταν το ίδιο έντονες όπως στις μέρες μας. Υπάρχει όμως μια ποιοτική διαφορά: η χρονική διάρκεια.
Η αποστασιοποίηση στην πρόσφατη πανδημία δεν ήταν κοινωνική αλλά φυσική. Τα lockdowns ουδέποτε διέκοψαν τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, κυρίως στον τομέα της γνώσης. Παρόλο που η γνώση για τη χολέρα κυκλοφορούσε επίσης σε διεθνή δίκτυα, οι σημερινές ταχύτητες των ανταλλαγών μεταξύ Κίνας, ΗΠΑ και του ελληνικού ΙΙΒΕΑΑ ήταν τέτοιου μεγέθους, ώστε εντός δύο ετών να αντιμετωπιστούν ζητήματα που άλλοτε χρειαζόταν αιώνας.
Ο κ. Θανάσης Μπαρλαγιάννης είναι εντεταλμένος ερευνητής στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.
Με την απόσταση μιας πενταετίας
Της Αντωνίας Κουτσούκου
Είμαστε «5 χρόνια μακριά» από τότε που η ανθρωπότητα βρέθηκε στη δίνη μιας πρωτόγνωρης πανδημίας που διατάραξε την ισορροπία της παγκόσμιας κοινωνίας και ανέδειξε πόσο αδύναμοι και απροστάτευτοι ήμασταν απέναντι σε έναν «τόσο δα μικρό» ιό. Εναν ιό που εξαπλώθηκε ανεμπόδιστα, αψηφώντας κρατικά σύνορα, σθεναρές οικονομίες και πανίσχυρους εξοπλισμούς και στέρησε το οξυγόνο από εκατομμύρια ανθρώπους!
Είμαστε «5 χρόνια μακριά» από τις 11 Μαρτίου 2020 που ο πρώτος ασθενής με βαριά λοίμωξη SARS CoV-2 εισήχθη στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας της Πανεπιστημιακής Πνευμονολογικής Κλινικής στο Νοσοκομείο «Σωτηρία», τη μονάδα που πρώτη μπήκε στη μάχη της αντιμετώπισης της πανδημίας.
Θεωρείται ότι όταν βλέπουμε τα γεγονότα από απόσταση έχουμε καλύτερη εικόνα, απαλλαγμένη από την ένταση των στιγμών και το νέφος των συναισθημάτων. Πέντε χρόνια μετά και όμως η εικόνα παραμένει ίδια, γιατί τα γεγονότα που βιώσαμε ήταν συγκλονιστικά και τα συναισθήματα που νιώσαμε τόσο έντονα! Νιώσαμε την αίσθηση της απειλής καθότι ο ιός απειλούσε να μολύνει όλο τον πληθυσμό! Την αίσθηση του κατεπείγοντος, διότι έπρεπε να αντιδράσουμε άμεσα!
Την αίσθηση του κινδύνου να καταρρεύσει το σύστημα υγείας και η κατάσταση να γίνει ανεξέλεγκτη! Νιώσαμε ενθουσιασμό, γιατί κληθήκαμε να κάνουμε το καθήκον μας, αφού εμείς ήμασταν αυτοί που θα έτρεχαν στη μάχη! Νιώσαμε φόβο και πανικό, γιατί αντιμετωπίζαμε κάτι άγνωστο που απαιτούσε ειδικό εξοπλισμό, εξειδικευμένη κατάρτιση και μάλλον ήταν επικίνδυνο για εμάς και τις οικογένειές μας!
Καταφέραμε να ανταποκριθούμε γιατί εκτός από το ελληνικό φιλότιμο, το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό κουβαλούσε τη συνειδητή επιλογή να υπηρετεί ένα σύστημα υγείας η δομική συνιστώσα του οποίου ήταν η επαγγελματική αφοσίωση. Καταφέραμε να ανταποκριθούμε γιατί εφαρμόσαμε την «καλή κλινική πρακτική», ιατρική δηλαδή βασισμένη στην ομαδική δουλειά, στη σύγχρονη γνώση, στις κατευθυντήριες οδηγίες και στα θεραπευτικά πρωτόκολλα, με αφοσίωση, επαγγελματισμό και ενσυναίσθηση. Καταφέραμε να ανταποκριθούμε γιατί η επιστημονική κοινότητα πέτυχε μέσα σε μικρό διάστημα να εξασφαλίσει εργαλεία προστασίας, όπως το εμβόλιο, τα αντι-ιικά φάρμακα και η τεκμηριωμένη επιστημονική γνώση.
«5 χρόνια μακριά» δεν είναι αρκετά για να ξεχάσουμε πόσο μας πλήγωνε το ότι καθημερινά συνηθίζαμε να περιγράφουμε την ανθρώπινη απώλεια με αριθμούς. Πόσο μας πλήγωνε το απάνθρωπο στοιχείο της απομόνωσης των ασθενών, οι οποίοι βίωναν τον φόβο του θανάτου μακριά από τους δικούς τους.
Η πανδημία έφερε στην επιφάνεια επώδυνες αλήθειες για τις ανεπάρκειες του συστήματος υγείας και την έλλειψη προετοιμασίας για μεγάλες καταστροφές. Επώδυνες αλήθειες για την πολυγλωσσία, την αμάθεια και την έλλειψη εμπιστοσύνης στους επιστήμονες που εκδηλώθηκε με το κύμα των αντιεμβολιαστών. Για το ότι δεν καταφέραμε, χρησιμοποιώντας τη γνώση, να αμβλύνουμε τον φόβο και να λύσουμε τις απορίες.
Επώδυνες αλήθειες για το ότι μια επόμενη πανδημία μπορεί να εμφανισθεί ανά πάσα στιγμή. Νέοι ιοί, όπως ο mpox (ευλογιά των πιθήκων), οι ιοί Marburg και Embola, ο άγνωστος ιός X ή η επανεμφάνιση ήδη γνωστών ιών, όπως η γρίπη των πτηνών, μπορεί να περάσουν τα σύνορα των φτωχών χωρών που ενδημούν και να απειλήσουν την υφήλιο. Διότι, όπως αναφέρει ο Δρ Τ. Α. Γκεμπρεγέσους, γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, η επώδυνη ανάμνηση της πανδημίας μας υπενθυμίζει ότι «δεν μπορεί εμείς να είμαστε ασφαλείς εάν δεν είναι όλοι ασφαλείς».
Κατά συνέπεια η προετοιμασία για μια επόμενη πανδημία αποτελεί επένδυση στην παγκόσμια σταθερότητα και ευημερία, και συνοψίζεται στην προσαρμογή του σχεδιασμού στα νέα δεδομένα, στην προστασία των λαών με την ενίσχυση των συστημάτων υγείας και στη διατομεακή και συνοριακή αλληλοσύνδεση (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, 2025).
Η πανδημία αποτέλεσε το ερέθισμα για δράσεις αντιμετώπισης των ανεπαρκειών, αν και μερικές φορές βραχυπρόθεσμες. Με συνοπτικές διαδικασίες δημιουργήθηκαν, εξοπλίστηκαν και στελεχώθηκαν αρκετές κλίνες Εντατικής Θεραπείας που διαχρονικά έλειπαν από το σύστημα υγείας. Η πανδημία έδωσε την έμπνευση και τη δύναμη στο αφοσιωμένο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό να εφαρμόσει καινοτόμες για τη χώρα μας πρακτικές, όπως η εξωσωματική οξυγόνωση.
Πέντε χρόνια είναι αρκετά για να έχουμε εμπεδώσει ότι θα πρέπει να διατηρήσουμε ό,τι κατακτήσαμε τότε. Οτι θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για την επόμενη δοκιμασία, θωρακισμένοι μέσα σε ένα πλαίσιο που ορίζεται από συνεχή εκπαίδευση και πίστη στην επιστήμη, από ενίσχυση των υγειονομικών υποδομών και από τη διασφάλιση της ποιότητας της παρεχόμενης φροντίδας.
Η κυρία Αντωνία Κουτσούκου είναι ομότιμη καθηγήτρια Πνευμονολογίας-Εντατικής Θεραπείας ΕΚΠΑ, συντονίστρια διευθύντρια Ιατρικής Υπηρεσίας Ιατρικού Κέντρου Αθηνών.