Στις αρχές της δεκαετίας του 2010, καθώς τα επακόλουθα της κρίσης των αμερικανικών στεγαστικών δανείων συνδυάζονταν με τα δομικά προβλήματα του ευρώ προξενώντας την κρίση χρέους, το πολιτικό τοπίο της Ευρωπαϊκής Ενωσης έμοιαζε να μετασχηματίζεται δραστικά.
Από τη Γαλλία και τη Γερμανία ως την Ισπανία και την Ελλάδα, τόσο στις χώρες του δυναμικού οικονομικά Βορρά όσο και στις αλήστου μνήμης PIΙGS τού στο χείλος της χρεοκοπίας Νότου (με γεωγραφική και πολιτική εξαίρεση το άλλο I, εκείνο της Ιρλανδίας), οι πρώην σταθεροί κομματικοί πυλώνες της μεταπολεμικής συντηρητικής και προοδευτικής παράταξης έμοιαζαν να φθείρονται προς όφελος μιας ενισχυμένης λαϊκιστικής Δεξιάς και μιας ανερχόμενης ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Η χρονική διαδοχή δεν ήταν ακριβώς η ίδια ούτε και η εκλογική επιρροή παρόμοια, ωστόσο το φάσμα της αναδιάταξης, ιδιαίτερα στον χώρο της Κεντροαριστεράς, πλανιόταν πάνω από την Ευρώπη.
Οσο ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν στην κυβέρνηση, οι Ισπανοί Podemos αμφισβητούσαν με αξιώσεις την κυριαρχία των σοσιαλιστών, το γερμανικό SPD υποσκελιζόταν δημοσκοπικά από τους Πράσινους, η υποκατάσταση μιας ήδη συρρικνωμένης σοσιαλδημοκρατίας από μια πιο αριστερόστροφη πολιτική οικογένεια φαινόταν συμβατή με τα κελεύσματα των καιρών. Εκτοτε, οι εξελίξεις δεν ακολούθησαν γραμμική πορεία.
Στη δεκαετία που μεσολάβησε η πορεία των αντισυστημικών κομμάτων ανακόπηκε, το ριζοσπαστικό ρεύμα έχασε έδαφος, το ευρωπαϊκό πολιτικό εκκρεμές στράφηκε προς τα δεξιά. Παρά το γεγονός ότι η προηγούμενη συμπόρευση στην Ισπανία επισφραγίστηκε πρόσφατα με τη συμφωνία νέας μετεκλογικής συνεργασίας μεταξύ των σοσιαλιστών και του ανανεωμένου Sumar υποδηλώνοντας τις αντοχές των δυνάμεών της, η νέα ευρωπαϊκή Αριστερά βρίσκεται σήμερα ενώπιον ενός πολύ πιο κατακερματισμένου πεδίου.
Η εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, η αλλαγή ηγεσίας και οι εσωκομματικές αντιδράσεις σε αυτήν, έθεσαν με μεγαλύτερη ένταση από ό,τι προηγουμένως το ζήτημα του αρχηγισμού και της προσωποκεντρικής εξουσίας, ενώ η διάσπαση του γερμανικού Linke και η δημιουργία του προσωπικού σχήματος της Σάρα Βάγκενκνεχτ προκάλεσαν ερωτήματα γύρω από τη δυνητική εισχώρηση μιας αντιμεταναστευτικής συνιστώσας σε μια μερίδα του αριστερού ακροατηρίου.
Η γενικότερη υποχώρηση ενός ρεύματος ριζοσπαστισμού το οποίο είχε διακριθεί στα χρόνια της οικονομικής κρίσης υποδεικνύει προφανώς το κλείσιμο ενός κύκλου. Το ερώτημα είναι αν αυτή η φυσιολογική και συνήθης σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα μετάπτωση είναι ταυτόχρονα και δηλωτική μιας βαθύτερης αποσταθεροποίησης, μιας γενικευμένης ιδεολογικής και πολιτικής κρίσης του χώρου που σχετίζεται με κοινωνικές μετατοπίσεις ή αν, αντίθετα, πρόκειται για μια συγκυριακή φάση μετάβασης και αναδιάρθρωσης.