Ενα από τα πιο χαρακτηριστικά πράγματα που μπορεί να αντικρίσει κανείς στη Λευκάδα είναι η κατασκευή των σπιτιών της. Οχι μόνο των αρχοντικών που μπορεί να εντυπωσιάζουν, αλλά όλων των σπιτιών της παλιάς πόλης. Είναι μοναδικά στο είδος τους. Τα σπίτια αυτά «γεννήθηκαν» από τον μεγάλο σεισμό του 1825.
Στις 7 Ιανουαρίου εκείνου του έτους, δώδεκα παρά δέκα, σεισμός φοβερός κατά τις περιγραφές, ο οποίος υπολογίζεται ότι ήταν μεγέθους άνω των 6,5 ρίχτερ, γκρέμισε τα σπίτια πλην ελαχίστων σε πόλη και χωριά. Η ανάγκη ήταν άμεση να αξιοποιηθούν τα υλικά από τα κατεστραμμένα σπίτια ώστε να καθαριστεί ο χώρος αλλά και να στεγαστούν οι πολίτες.
Ετσι συστηματοποιείται η χρήση του ξύλου ως υλικού κατασκευής σε συνδυασμό με τη χρήση πέτρας του ισογείου σε έναν αρμονικό, αν και απλό, συνδυασμό που επιδεικνύει μια αξιοθαύμαστη συμπεριφορά σε συνθήκες σεισμικής καταπόνησης.
Το λίθινο ισόγειο αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία στερεώνεται με σιδερένια άγκιστρα η ξύλινη βάση του πατώματος. Με τη σειρά του, εκεί επάνω στερεώνεται ο ξύλινος όροφος με ειδικούς αρμούς και καρφιά – χοντρά και σιδερένια, μήκους 30-40 εκ. Παλιότερα χρησιμοποιούσαν καρφιά από ξύλο σκληρό, που όμως καθιστούσε την κατασκευή πιο ανθεκτική σε περίπτωση σεισμού, πράγμα που ήταν το ζητούμενο. Το πιο βασικό χαρακτηριστικό ήταν το «ποντελάρισμα», δηλαδή η εσωτερική στηλοδομή. Στις πλευρές του εσωτερικού λίθινου τοίχου στερέωναν ξύλινο σύστημα κολονών, σε απόσταση όμως απο αυτόν, ώστε να μη συγκρούονται όταν γινόταν σεισμός. Σε περίπτωση σεισμού, ο λίθινος τοίχος κατέρρεε πάντα προς τα έξω. Οι ξύλινοι τοίχοι ήταν διπλοί και στο ενδιάμεσο ήταν γεμισμένοι με καλάμια ή άλλα παρόμοια υλικά. Η σκεπή ήταν φυσικά και αυτή ξύλινη. Αυτό που κάνει εντύπωση στον επισκέπτη είναι η εξωτερική λαμαρίνα που τοποθετείται για να προστατεύεται το ξύλο από κάτω.
Και «λευκή» και «μαύρη»!
Δεν είναι μόνο που η Λευκάδα είναι και νησί και στεριά – αντίθεση ασυνήθιστη. Είναι και που στο όνομά της παίζει και το «λευκό» και το «μαύρο» – δεύτερη ασυνήθιστη αντίθεση: Το «λευκό» στο όνομα Λευκάδα και το «μαύρο» στο όνομα Αγία Μαύρα!
Λευκάς πέτρα ή Λευκάς άκρα ονομάστηκε αρχικά το νοτιότερο άκρο του νησιού, το ακρωτήριο Λευκάτας. Υστερα Λευκάς ονομάστηκε η πόλη Νήρικος, που είχαν ιδρύσει οι Κορίνθιοι προς το τέλος του 7ου αιώνα, και τέλος όλο το νησί. «Μετωνόμασαν Λευκάδα επώνυμον δοκώ μοι του Λευκάτα» γράφει ο Στράβων στα «Γεωγραφικά». Από τη λέξη Λευκάς σχηματίστηκε το επίθετο Λευκάτης και δωρικά Λευκάτας, που σήμαινε τον κύριο της Λευκάδος πέτρας και δόθηκε στον Απόλλωνα, τον κύριο του ακρωτηρίου. Ενας αρχαίος μύθος, με εξαιρετική διάδοση στην Ευρώπη των νεότερων χρόνων, αφηγείται ότι από το ακρωτήριο αυτό πήδησε η Σαπφώ στη θάλασσα εξαιτίας του απελπισμένου έρωτά της για τον Φάωνα.
Αντίστοιχα, το όνομα Αγία Μαύρα είναι των μέσων χρόνων. Η Λευκάδα, τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1204-1294), παραχωρήθηκε το 1294 ως προίκα στον Ιωάννη Ορσίνι, ο οποίος έκτισε τον πρώτο πυρήνα του κάστρου της Αγίας Μαύρας. Το 1331 ο έκπτωτος Δούκας των Αθηνών Βάλτερος Βρυέννιος καταλαμβάνει τη Λευκάδα και την υποτάσσει στους Ανδεγαυούς της Νεάπολης. Τότε οι κατακτητές (καταγόμενοι από την κωμόπολη Sainte Maure του Νομού Indre et Loire της σημερινής Γαλλίας) κτίζουν τον μικρό ναό της Αγίας Μαύρας στο Κάστρο, αφιερωμένο στην προστάτιδα της πατρίδας τους, απ’ όπου πιθανότατα, κατά τον ιστορικό της Λευκάδας Πάνο Ροντογιάννη, παίρνει το όνομά του το Κάστρο και ύστερα η (μέσα στο Κάστρο πλέον) πόλη και όλο το νησί, όνομα που κρατήθηκε εν χρήσει μέχρι τα τελευταία χρόνια, οπότε και σταδιακά ατονεί και χρησιμοποιείται το όνομα Λευκάδα και για την πόλη και για το νησί.