Εσύ διάλεξες «στρατόπεδο»;
Των Κωνσταντίνας Καρανάσου, Ιωάννας-Σοφίας Σκληρού
Ολα στη ζωή ερμηνεύονται ανάλογα με την οπτική γωνία που θα δεις όσα συμβαίνουν. Ενα τρανταχτό παράδειγμα είναι το φλέγον ζήτημα του πολέμου, το οποίο άλλους ταλανίζει καθημερινά και επιλέγουν να ενημερώνονται διαρκώς, ενώ την ίδια στιγμή άλλοι προτιμούν να αδιαφορούν και να κλείνουν τα μάτια σε ένα θέμα που, κατά τη γνώμη μας, μας αφορά όλους. Στις μέρες μας κάθε σπίτι έχει τουλάχιστον μια συσκευή τηλεόρασης η οποία ικανοποιεί τις ανάγκες και των δύο πλευρών προσφέροντας τόσο ψυχαγωγικά σόου όσο και ενημερωτικά δελτία.
Γεγονός αποτελεί ο κατακλυσμός της τηλεόρασης από ριάλιτι ενώ στην πραγματικότητα η ανθρωπότητα βιώνει τους δικούς της κατακλυσμούς από τον πόλεμο και τα παρελκόμενά του. Κάθε τηλεοπτικός σταθμός επιλέγει ποια πλευρά θα υποστηρίξει, προβάλλοντας το αντίστοιχο περιεχόμενο. Δυστυχώς όμως, λόγω της έντονης οικονομικής κρίσης που παρατηρείται, πολλοί σταθμοί επιλέγουν να προβάλλουν οτιδήποτε θα τους επιφέρει μεγαλύτερο κέρδος. Ακόμα και όταν επιλέγουν να υπηρετούν τον ρόλο τους ενημερώνοντας τους τηλεθεατές, δεν εξυπηρετούν την αντικειμενικότητα αλλά τάσσονται στην υπηρεσία ορισμένων πολιτικών σκοπιμοτήτων οδηγώντας στη μονόπλευρη ενημέρωση.
Κάθε φορά που οι τηλεθεατές ανοίγουν την τηλεόραση κάνουν και αυτοί τη δική τους επιλογή. Με την πλειοψηφία των ανθρώπων να επιλέγει τη νόθα ψυχαγωγία, εντείνεται η αδιαφορία των πολίτων για τα προβλήματα της ανθρωπότητας. Η αδιαφορία αυτή οδηγεί στην αύξηση της αδράνειάς τους, απομακρύνοντάς τους συνεχώς από την ενεργή πολιτειότητα. Σύμφωνα με τον Περικλή, αυτού του είδους οι πολίτες χαρακτηρίζονται ως «άχρηστοι». Επομένως, η διαμόρφωση τέτοιων πολιτών ελλοχεύει κινδύνους για τη διατήρηση της δημοκρατίας.
Προκειμένου να αμβλυνθούν οι κίνδυνοι αυτοί που αναφύονται και αλλοιώνουν τον χαρακτήρα της δημοκρατίας αποδυναμώνοντάς την, είναι απαραίτητη η τήρηση ορισμένων προϋποθέσεων μέσω των οποίων θα ισχυροποιηθεί η λειτουργία της. Στο πλαίσιο της πολυπολιτισμικής κοινωνίας οι πολίτες έχουν καθήκον να φροντίζουν να ενημερώνονται αντικειμενικά για θέματα παγκόσμιου επιπέδου και να συμμετέχουν ενεργά σε διάφορες δράσεις που διοργανώνονται για αυτά, παραδείγματος χάριν αποστολή αγαθών πρώτης ανάγκης. Επιπλέον, η ενασχόληση των πολιτών με τα κοινά εδραιώνει το αίσθημα της κοινωνικής υπευθυνότητας, οξύνοντας το ενδιαφέρον τους για τα ευρύτερα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας.
Η ύπαρξη αλτρουιστικού πνεύματος είναι χρέος όλων μας. Με αυτόν τον τρόπο δείχνουμε τη στάση που πρέπει να κρατάμε απέναντι στους λαούς που μας έχουν ανάγκη. Εσείς σε ποια κατηγορία πολιτών ανήκετε; Ποια στάση κρατάτε απέναντι σε θέματα που αφορούν την παγκόσμια κοινότητα; Ενημερώνεστε ή αδιαφορείτε;
Πόλεμος, από τα βιβλία στην πραγματικότητα
Της Ιουλίας Κερασοβίτη
Μετά την οικονομική κρίση (που εμείς δεν τη ζήσαμε ακριβώς αλλά ακούσαμε ότι έτσι την είπαν – εμείς εκεί μέσα γεννηθήκαμε), την πανδημία με τις μάσκες, την καραντίνα και τους περιορισμούς, να κι ο πόλεμος. Πίστα 4, βαθμός δυσκολίας μεγάλος. Θα το περάσουμε κι αυτό. Οχι εμείς – οι άλλοι. Αυτοί οι άλλοι, που είναι μακριά – αλλά όχι και τόσο μακριά ώστε να μην τους ακούμε ή να μην τους βλέπουμε ή να μην τους σκεφτόμαστε. Μεταξύ μας, πάντα θα έπρεπε να σκεφτόμαστε όσους υποφέρουν από τους πολέμους κάθε είδους, αλλά – πώς να το κάνουμε – να που αυτό είναι κοντά μας.
Τον ξέρουμε πολύ καλά τον πόλεμο – θεωρητικά πάντα. Εχουμε γράψει εκθέσεις για τα καλά της ειρήνης και τα κακά του πολέμου. Εχουμε γράψει διαγωνίσματα στην Ιστορία για πολέμους και μεγάλους στρατηγούς. Εχουμε εξυμνήσει ήρωες και γενναίους που πέθαναν υπερασπιζόμενοι υψηλά ιδανικά. Εχουμε κάνει και Θουκυδίδη. Ολα τα ξέρουμε. Μας φαίνονται σχεδόν αυτονόητα στα βιβλία – όπλα, βομβαρδισμοί, καταφύγια, σειρήνες, άμαχοι, τραυματίες, πολιτικοί που μιλάνε, που απειλούν, που διαπραγματεύονται… Ετσι είναι και στις ταινίες. Ετσι είναι και στην πραγματικότητα τελικά. Και μαζί με αυτά, τα παιδιά στην ηλικία μας και τα πιο μικρά που παίρνουν τον δρόμο να σωθούν και τα λίγο πιο μεγάλα – και από τις δύο πλευρές – που παίρνουν τα όπλα. Ισως να υπάρχει κάποια κρυμμένη λογική σε όλο αυτό που οι υπεύθυνοι μπορούν να καταλάβουν. Ισως τα παιδιά στις τάξεις στο μέλλον να ακούνε την εξήγηση της καθηγήτριάς τους και να ξεκαθαρίζουν τις αιτίες και τις αφορμές. Το λέει και ο Θουκυδίδης. Ομως τι το κάναμε αυτό το «κτήμα ες αεί»; Μάθαμε άραγε τίποτα πέρα από αυτό που γράψαμε στο διαγώνισμα; Υποτίθεται ότι θα μαθαίναμε την ανοησία, την αδικία, τη φρίκη που κρύβει ο πόλεμος και θα μέναμε πιστοί στα αγαθά της ειρήνης. Και τελικά τίποτα. Δεν είναι κάτι νέο, μας είπαν. Πόλεμοι γίνονται συνέχεια. «Πόλεμος πάντων πατήρ». Αλλά τότε γιατί αυτός ο κόμπος στον λαιμό; Είναι τόσο άβολο γιατί δεν είναι κάπου στην άλλη άκρη του κόσμου ή του χρόνου; Είναι η αγωνία του τι θα γίνει παρακάτω; Είναι το τι θα έχει η επόμενη πίστα;
Οι πρόσφυγες του τότε και του τώρα
Των Αριστιάννας Θεριανού, Γεωργίας Καββαδά, Γεωργίας Θερμού
Εφέτος η χρονιά είναι πάλι χρονιά επετείου, καθώς είναι η ανάμνηση των εκατό χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, τη μεγαλύτερη συμφορά της σύγχρονης ιστορίας μας. «Την ήττα και την υποχώρηση του ελληνικού στρατού ακολούθησε η πυρπόληση της Σμύρνης το ίδιο μήνα από τους Τούρκους και ο απηνής διωγμός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, του Ευξείνου και του Πόντου…». Οι πρόσφυγες πήγαν παντού. Για την ακρίβεια, τους πήγαν παντού.
Στη Λευκάδα έφθασαν μετά από πολύ ταξίδι, στάσεις και κάθε είδους περιπέτειες κάπου 5.500 πρόσφυγες κουβαλώντας μαζί τους τα απολύτως απαραίτητα. Κάποιες φορές μάλιστα δεν είχαν ούτε κι αυτά. Οι μη έχοντες στον ήλιο μοίρα πέρασαν από το Κάστρο όπου διέμειναν στα σωζόμενα τότε κτίρια ή σε σκηνές και αργότερα εγκαταστάθηκαν στα «προσφυγικά». Κοντά σε λιμνάζοντα νερά, περιοχές που συχνά πλημμύριζαν εκείνους τους παλιούς χειμώνες, που όταν άρχιζε να βρέχει στη Λευκάδα ξέχναγε να σταματήσει. Και τα σπιτάκια εκείνα ήταν όπως παντού όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες – χαμηλά, φτωχικά και καθαρά, γεμάτα λουλούδια και μυρωδιές από παράξενα φαγητά… Και όπως παντού, τους αντιμετώπισαν στην καλύτερη περίπτωση με επιφύλαξη και στη χειρότερη με ανοιχτή εχθρότητα. Χρειάστηκε χρόνος αρκετός για να συνηθίσουν τους ξένους. Χρειάστηκε χρόνος για να δουν ότι αυτοί οι ξένοι ήταν άνθρωποι που στις περιοχές τους είχαν περιουσίες και δουλειές, είχαν οικογένειες, γνωστούς και φίλους που τους σέβονταν και τους εκτιμούσαν. Χρειάστηκε χρόνος για να αμβλυνθούν οι διαφορές και να γίνουν οι πρόσφυγες αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας – της ελληνικής γενικά και της λευκαδίτικης συγκεκριμένα. Μιας κοινωνίας που υιοθέτησε πολλά στοιχεία, αφομοίωσε δημιουργικά άλλα και στο τέλος πέτυχε να διαμορφώσει τη σημερινή ελληνική ταυτότητα. Αραγε θα είναι το ίδιο και για τους πρόσφυγες που βλέπαμε μέχρι πρόσφατα από τις χώρες αυτές τις μακρινές – ή και τις λιγότερο μακρινές τώρα πια; Ποιος να ξέρει. Εκεί που πιστεύαμε ότι αυτά δεν μας αγγίζουν τώρα πια παρά μόνο μέσα από τα βιβλία της Ιστορίας, δυστυχώς αντιλαμβανόμαστε ότι η Ιστορία αυτή δεν αφορά το παρελθόν αλλά το παρόν και πολύ πιθανόν το μέλλον. Είναι τελικά πολύ εύκολο να συμβεί. Οι οικογένειες από την Ουκρανία που αναζήτησαν καταφύγιο στις χώρες με τις οποίες συνόρευαν αλλά και στην Ελλάδα ακόμα – και στη Λευκάδα ακόμα πιο συγκεκριμένα -, εκεί που είχαν γνωστούς και συγγενείς, αλλά και άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, κρατώντας στα χέρια τους μπόγους με ό,τι μπόρεσαν να πάρουν μαζί, με την ίδια απορία στο βλέμμα, την ίδια αβεβαιότητα για το μέλλον, την ίδια φρίκη για τα σπίτια που χάθηκαν και την παλιά ζωή που θάφτηκε κάτω τους, πόσο μοιάζουν με αυτούς τους κατατρεγμένους των βιβλίων…
Τώρα πια κάτω από το πρίσμα των γεγονότων, οι ιστορίες των προσφύγων φαίνονται πιο οδυνηρές. Ιστορίες όχι των ξεθωριασμένων φωτογραφιών, αλλά ιστορίες πραγματικών ανθρώπων που υπέφεραν αλλά δεν τα παράτησαν. Οι οικογένειες των προσφύγων του τόπου μας φαίνεται να πλέκονται με τις ιστορίες των άλλων προσφύγων που αναζητούν πάλι καταφύγιο εδώ. Τώρα μπορούμε ίσως περισσότερο να καταλάβουμε την πίκρα τους και η συμπεριφορά μας να είναι πιο κοντά σε όσους βασανίζονται από τις αντιξοότητες αυτού του κόσμου. Οι οικογένειες του Καμπουργιανίδη, του Θωματζίδη και τόσων άλλων του χθες πέρασαν από δρόμους παρόμοιους με αυτούς των Πορετσένκο ή των Ταρασιούκ του σήμερα. Και ποιος μπορεί να ξέρει πού θα καταλήξουν… Σε ποιες καινούργιες ζωές άραγε; Καινούργιες γειτονιές, καινούργιες μυρωδιές, καινούργιες δουλειές. Και οι άνθρωποι γύρω τους; Με την ίδια καχυποψία του τότε, την ίδια άρνηση, την ίδια περιφρόνηση; Ή μήπως σήμερα οι άνθρωποι μπορεί να ανοίξουν πιο εύκολα την καρδιά τους και την κοινωνία τους ανακαλύπτοντας το ευμετάβλητο των καιρών; Μήπως σε αυτά τα παιδιά που έρχονται κυνηγημένα δουν εκείνα τα παιδιά που βρέθηκαν μέσα στις σκηνές του Κάστρου της Αγίας Μαύρας το 1923 και τα αγκαλιάσουν λίγο πιο γρήγορα; Μήπως οι άνθρωποι καταλάβουν επιτέλους ότι είναι πιο πολλά αυτά που τους ενώνουν από αυτά που τους χωρίζουν;