Αντίδοτο στην ανέχειασε χωράφια και αλυκές

Μίνι οικονομική ιστορία του τόπου - Η ελβετική συμβολή στη βελτίωση των υποδομών, η προσοδοφόρος καλλιέργεια του πανσέ, οι «Καρυάτιδες» του αλατιού και τα ξεχωριστά κεντήματα από την Καρυά

Νότια Λευκάδα, δεκαετία του 1960… Ανέχεια και δυστυχία, όπως στο μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας. Μία Μη Κερδοσκοπική Οργάνωση της εποχής καταφτάνει και αναλαμβάνει δράση στοχεύοντας στην αναβάθμιση της περιοχής. Και να πώς έχει η ιστορία.

Το 1962 το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών υλοποιεί ένα πρόγραμμα συνεργατικής ανάπτυξης στη Λευκάδα υπό τον συντονισμό της ελβετικής χριστιανικής οργάνωσης «CFD». Καταφτάνουν στο νησί μηχανικοί, νοσηλευτές, γεωπόνοι, ως εθελοντές, «στα πίσω χωριά» παίρνοντας μόνο μια μικρή αποζημίωση για την κάλυψη των αναγκών τους. Συνεργάζονται με τη Διεύθυνση Γεωργίας, την Πρόνοια, τον Μητροπολίτη Δωρόθεο και τον κοινοτάρχη Θεόδωρο Βουκελάτο.

Δεν υπάρχει σχέδιο δράσης ούτε όμως και φιλανθρωπία. Στόχος είναι να δουν τις ανάγκες της περιοχής και να συμβάλουν στην ανάπτυξή της με ίδια μέσα. Αφουγκράζονται τη «φωνή» του τόπου και της ψυχής των κατοίκων και δίνουν άλλη προοπτική στις ήδη υπάρχουσες εργασίες με την τεχνογνωσία και τα τεχνικά μέσα που φέρνουν (π.χ. τρακτέρ).

Η πολυεπίπεδη προσφορά

Ανοίγονται δρόμοι, κατασκευάζονται γέφυρες, φυτεύονται δέντρα, εισάγονται αποδοτικές ράτσες ζώων, χτίζονται στάβλοι, επεξεργάζονται και τυποποιούνται τα φρούτα, αξιοποιούνται οι γνώσεις της υφαντικής και καλαθοπλεκτικής, τα προϊόντα προωθούνται. Εξαιτίας του μικροκλίματος της περιοχής, των υδάτινων πόρων και της καταλληλότητας του εδάφους ευδοκιμεί ο πανσές, ο σπόρος του οποίου εξάγεται και το εισόδημα των ντόπιων ενισχύεται.

Γλώσσα επικοινωνίας; Η ελληνική, που μαθαίνουν οι εθελοντές, αλλά και εκείνη η σιωπηλή γλώσσα που την καταλαβαίνει κανείς χωρίς να μπορεί να εκφραστεί, η γλώσσα που ανοίγει τα «όρια του κόσμου». Γιατί οι «Ελβετοί» – έτσι επικράτησε να λέγεται αυτή η ομάδα – συνέβαλαν όχι μόνο στο «ζην» αλλά κυρίως στο «ευ ζην» των κατοίκων, φροντίζοντας για την εκπαίδευση των παιδιών, για τη σύσταση βιβλιοθηκών σε κάθε χωριό, για την ψυχαγωγία τους με παραστάσεις κουκλοθέατρου, για τη βελτίωση σχέσεων γονέων – παιδιών και για τη θέση των γυναικών.

Οπως πολύ σωστά επισημαίνει η κοινωνική ανθρωπολόγος Λίντα Παπαγαλάνη-Καλαφάτη σε σχετική συνομιλία μας «οι Ελβετοί άνοιγαν παράθυρα για ελπίδα στις δυνατότητες αυτών που δεν είχαν φωνή για βελτιωμένους όρους ζωής, για όνειρα και προοπτική. Εδωσαν λόγο στους αφανείς, ομορφιά και ελπίδα στα παιδιά και βοήθησαν στη βεβαιότητα ότι το εμείς είναι πιο εύκολο από το εγώ…». Από την άλλη, οι ξένοι εθελοντές γνωρίζουν την πραγματική Ελλάδα, τη νοοτροπία, αλλά και τη σοφία μιας άλλης εποχής που ακόμη κρατούν ζωντανή στον κύκλο τους.

Η καλλιέργεια του πανσέ

Μετά από προτροπή των Ελβετών, επισκέφτηκε τα χωριά Νικολή, Μανάση, Αγιοι Θεόδωροι, Ρουπακιάς, Αγιος Πέτρος κ.ά. ομάδα από οίκο σπόρων γεωπονικής επιχείρησης της χώρας. Σκοπός των μελών της ήταν να εξετάσουν τη σύνθεση του εδάφους ώστε να διαπιστωθεί αν είναι κατάλληλα για την καλλιέργεια σπόρων πανσέδων και μαργαρίτας με διάφορους χρωματισμούς και με διαφορετικά ονόματα. Συνολικά δεκατρείς ποικιλίες.

Το έδαφος ήταν κατάλληλο, όπως διαπιστώθηκε κυρίως λόγω των ασβεστολιθικών πετρωμάτων. Οι Ελβετοί φρόντιζαν οι ίδιοι στην αρχή τα χωράφια με τους πανσέδες, γιατί οι ντόπιοι ήταν διστακτικοί. Τους φαινόταν πολύ παράξενο ότι μπορούσαν να βγάλουν χρήματα από ένα λουλούδι. Ωστόσο, οι καλλιέργειες συνεχίστηκαν. Η σπορά και τα φυντάνια ήταν απολύτως ελεγχόμενα και η καλλιέργεια αυστηρή έτσι ώστε να παράγεται σπόρος ποιοτικός.

Κάθε οικογένεια είχε ένα με δύο στρέμματα για να καλλιεργεί αυτά τα πολύχρωμα λουλουδάκια. Αρχές Οκτωβρίου γινόταν η σπορά, τον Μάρτιο γινόταν η αραίωση ώστε να μένουν τα καλύτερα και πιο γερά φυτά. Τον Μάιο όλα τα λουλούδια άνθιζαν και τα χρώματά τους πλημμύριζαν τον κάμπο και οι άνθρωποι γέμιζαν τα μάτια τους χρώμα και τις ψυχές τους ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Τον Ιούνιο με Ιούλιο γινόταν η συγκομιδή των σπόρων, που ήταν πάνω-κάτω 8-15 κιλά η κάθε οικογένεια.

Σημαντικές απολαβές

Η τιμή ήταν γύρω στις 100.000 δραχμές το κιλό, άρα 800.000 έως 1,5 εκατομμύριο δραχμές για κάθε οικογένεια – μια σημαντική οικονομική συμβολή στα οικογενειακά εισοδήματα, αν το συγκρίνουμε με τον μηνιαίο μισθό ενός δημοσίου υπαλλήλου που εκείνη την εποχή ήταν γύρω στις 1.800 δραχμές.

Με αυτά τα χρήματα που αναλογικά δεν ήταν λίγα έγιναν σπίτια, περιουσίες, αλλά και προίκες για να παντρευτούν τα κορίτσια του σπιτιού. Γέμιζαν οι τσέπες και τα ντουλάπια των σπιτιών με μακαρόνια, καφέ και ζάχαρη, λουκούμια, ούζο και έκαναν τη ζωή των δύσκολων εκείνων εποχών λιγότερο στερημένη. Οι σπόροι αφού μαζεύονταν, παραδίδονταν στον εκπρόσωπο της εταιρείας και πακεταρισμένοι στέλνονταν στην Ελβετία. Οι Ελβετοί έστελναν τα χρήματα σε λογαριασμό στην τράπεζα και ο καθένας έπαιρνε αυτά που αναλογούσε η παραγωγή του. Αυτή ήταν η διαδικασία παραγωγής και πληρωμής των σπόρων του πανσέ στον κάμπο της Βασιλικής.

Οταν σταμάτησαν την παραγωγή γύρω στα μέσα του 1990 – αφού δεν υπήρχε πια ανάγκη για τους σπόρους – ήταν ένα οικονομικό σοκ για αρκετές οικογένειες στα χωριά που ακόμα έχουν στο μυαλό τους τις εικόνες από εκείνες τις εποχές.

 

Η δουλειά στις αλυκές

Το αλάτι, το πολύτιμο αυτό στοιχείο της φύσης που συντηρεί και μεταμορφώνει τα διατροφικά αγαθά, είχε από την αρχαιότητα τεράστια αξία για τον άνθρωπο.

Οπως λέει η δρ Μαρία Λαμπρινού στα πρώτα χρόνια του 15ου αιώνα μ.Χ. διαμορφώθηκαν στη Λευκάδα αλυκές με σκοπό την εμπορική εκμετάλλευση του αλατιού προς όφελος των λατίνων ηγεμόνων του νησιού. Για αυτόν τον σκοπό επιλέχθηκε ως πλέον κατάλληλη τοποθεσία η θέση όπου σήμερα βρίσκεται η μαρίνα Λευκάδας, διότι η ρηχή λιμνοθάλασσα διέθετε την απαιτούμενη πυκνότητα αλατιού και στη συγκεκριμένη περιοχή επικρατούσαν εξαιρετικές συνθήκες αερισμού. Πολύ σημαντικά για την επιλογή της θέσης ήταν επίσης η εύκολη πρόσβαση των εργαζομένων από το νησί στις αλυκές, και η δυνατότητα μεταφοράς του αλατιού με πλωτά μέσα από τον τόπο παραγωγής του προς το λιμάνι «Δράπανο» και από κει προς τις αγορές της Ευρώπης και της Ασίας. Επί Ενετοκρατίας (1684-1797) προστέθηκε στην πρώτη εγκατάσταση ακόμα μία, ίδιας περίπου έκτασης, που ονομάστηκε νέες αλυκές ή αλυκές στου Καριώτη.

Ολες οι εργασίες άρχιζαν από τη δημιουργία και συντήρηση των αλατοπηγίων (ρηχών δεξαμενών) μέσα στις οποίες θα γινόταν η εξάτμιση του νερού μέχρι και τη φόρτωση του αλατιού στα πλοία. Οι δεξαμενές σχηματίζονταν στα αβαθή νερά της λιμνοθάλασσας σε πυθμένα που είχε καλυφθεί από αργιλόχωμα.

Τα στάδια της παραγωγής

Η διαδικασία της παραγωγής αλατιού ακολουθούσε τέσσερα διαδοχικά στάδια ως εξής: Εισαγωγή θαλασσινού νερού σε μεγάλες δεξαμενές που επικοινωνούσαν με τη θάλασσα, αλλά και με τις επόμενες δεξαμενές, με ανοίγματα ρυθμιζόμενης ροής. Μετά τον απαραίτητο χρόνο, το νερό, που είχε πλέον μεγαλύτερη πυκνότητα αλατιού, οδηγούνταν με ειδικά ξύλινα εργαλεία σε μικρότερες και πιο ρηχές δεξαμενές μέχρι την πλήρη εξάτμισή του. Στο τελευταίο αυτό στάδιο το αλάτι στοιβαζόταν σε λοφίσκους και κατόπιν φορτωνόταν στα πλοία που το μετέφεραν στις Δαλματικές ακτές ή στις μεγάλες αποθήκες αλατιού στη Βενετία.

Η εργασία στις αλυκές ήταν υποχρεωτική εκείνη την περίοδο για μια συγκεκριμένη κατηγορία εργατών με τη μορφή αγγαρείας – κοπιαστική και πάρα πολύ σκληρή. Αργότερα και μετά την ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος, το μεροκάματο που εξασφάλιζε παρά τις εξαιρετικές δυσκολίες ήταν ευπρόσδεκτο για τις φτωχές οικογένειες, οι οποίες έψαχναν να βρουν τρόπο να συμπληρώσουν τα πενιχρά εισοδήματα.

Οι γυναίκες, νεαρές και μεγαλύτερες σε ηλικία, δούλευαν πρώτες. «Ηταν σαν τις Καρυάτιδες σε κόντρα φως. Με τους τεντζερέδες που ήταν γεμάτοι αλάτι να πηγαινοέρχονται σε διαγώνιες γραμμές μέσα στο κάτασπρο από το αλάτι τοπίο των αλυκών» αναφέρει ο γνωστός φωτογράφος Κώστας Μπαλάφας που τις απαθανάτισε με τον φακό του.

«…Παντού συναντούσες γυναίκες εκείνη την εποχή γιατί οι περισσότεροι από τους άντρες βρίσκονταν στην εξορία και στα ξερονήσια…». Από την εποχή των πρώτων αλυκών μέχρι τις φωτογραφίες που τράβηξε ο Κ. Μπαλάφας δεν έχει αλλάξει ο τρόπος συλλογής και φόρτωσης του αλατιού – γίνεται όλο με το χέρι και τον ανθρώπινο κόπο.

Η παραγωγή των δύο αλυκών έφτανε τους 3-4 τόνους τον χρόνο και το μεγαλύτερο μέρος του κατευθυνόταν στο κρατικό μονοπώλιο (ανάλογα με την εποχή), ενώ μια ποσότητα κάλυπτε τις ανάγκες των Ιόνιων νησιών και των γειτονικών ηπειρωτικών τμημάτων της χώρας.

Ποτέ από την πόλη!

Η Λίντα Παπαγαλάνη κατέγραψε όλο το κοινωνικο-οικονομικό αντίκτυπο που είχε για τις γυναίκες του νησιού η εργασία στις αλυκές. Το κουβάλημα με το ζεμπίλι (το οποίο μπορούσε να ζυγίζει μέχρι 30 κιλά) και ο σωρός ήταν οι κύριες γυναικείες εργασίες στην αλυκή. Εκεί εργάζονταν σταθερά οι κάτοικοι της περιοχής του Αλέξανδρου ενώ στις περιόδους αυξημένης ανάγκης εργατικών χεριών κατέβαιναν και εργάτες έκτακτοι από τα χωριά – και ποτέ από την πόλη (όση φτώχεια κι αν επικρατούσε, το θεωρούσαν αδιανόητο). Οι γυναίκες κουβαλούσαν μέχρι τριάντα κιλά στο κεφάλι. Πηγαινοέρχονταν φορτωμένες, ξυπόλυτες και το αλάτι έμπαινε στο ταλαιπωρημένο δέρμα που έτσουζε φοβερά. Χωρίς άλλα ρούχα για να αλλάξουν, βρέχονταν και το αλάτι στέγνωνε επάνω τους και τα ρούχα γίνονταν σκληρά και άσπρα από το αλάτι… Κι έμεναν έτσι ανάλλαγες για μέρες, μέχρι να τους φέρει κάποιος συγγενής ή χωριανός τα απαραίτητα. Βασανίζονταν από το αλάτι, το ίδιο αυτό που τους έδινε τη δυνατότητα να ονειρεύονται το κάτι παραπάνω, που ίσως να έκανε λίγο καλύτερη τη στερημένη καθημερινότητα. Οι πρώτες αλυκές σταμάτησαν να λειτουργούν το 1948, ενώ το 1990 ο χώρος που τις φιλοξενούσε μπαζώθηκε και προσφέρθηκε για την επέκταση της πόλης της Λευκάδας ενώ τότε διακόπηκε και η λειτουργία των νέων αλυκών.

Στην Ελλάδα σήμερα η παραγωγή θαλασσινού αλατιού έχει περιοριστεί σημαντικά έναντι της εισαγωγής ορυκτού αλατιού, όμως θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι παραδοσιακές αλυκές συμβάλλουν σημαντικά στην τοπική οικονομία και στη συνύπαρξη αλοπηγίας και βιοποικιλότητας. Για τον λόγο αυτόν επιβάλλεται η επιβίωσή τους μέσω της αξιοποίησης των κατά τόπους παραδοσιακών αλυκών.

Το σπάνιο κέντημα

Το καρσάνικο κέντημα είναι ένα ξεχωριστό είδος κεντητικής τέχνης, ιδιαίτερα λεπτό, φίνο και μετρημένο με μαθηματική ακρίβεια, που απαντάται στην Καρυά Λευκάδας. Αποτελεί σύλληψη και δημιουργία της Μαρίας Σταύρακα (Κουτσοχέρω) και εξελίχθηκε σε σπάνια τέχνη από τις γυναίκες της Καρυάς. Γίνεται με τη βελόνα ραψίματος, με μεταξωτή ή βαμβακερή κλωστή.

Η καρσάνικη βελονιά ήταν ο καινούργιος τρόπος που οι κεντήστρες τρυπούσαν τις διασταυρώσεις των κεντημάτων τους και τα σχέδιά τους προέκυπταν κατά τη διάρκεια των διακοσίων περίπου ετών που οι γυναίκες δούλεψαν σε αυτό.

Η εικόνα των γυναικών που καθισμένες στα κατώφλια των σπιτιών ή πάνω σε χαμηλά σκαμνάκια κεντούσαν για ώρες ατελείωτες κεντήματα ήταν πολύ συνηθισμένη μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Τα κεντήματα αυτά προίκισαν κόρες, στόλισαν τα σπίτια και για πολλά χρόνια ήταν η πολύτιμη συνεισφορά των γυναικών στον οικογενειακό προϋπολογισμό και κάποιες φορές το κρυφό δικό τους εισόδημα για να προσφέρουν μια μικρή πολυτέλεια στο εαυτό τους και στους αγαπημένους τους.

Επαγγελματικέςδιέξοδοι στον τουρισμόκαι στην παράδοση

Οι αλυκές δεν λειτουργούν πια και τους «σύγχρονους» πανσέδες αποτελεί ο τουρισμός που προσφέρει επαγγελματική στήριξη στην οικονομία του νησιού. Παράλληλα με την παραγωγή των παραδοσιακών προϊόντων έχει γίνει προσπάθεια αναζωογόνησης της καλλιέργειας σταφυλιών για κρασί αλλά όχι μόνο.
Στο οροπέδιο της Εγκλουβής, το οποίο βρίσκεται σε υψόμετρο 800-950 μ., μπορεί κανείς να δει μικρά χωράφια όπου καλλιεργείται η φακή και είναι διαμορφωμένα σε πεζούλες. Οι ελάχιστοι καλλιεργητές – ευτυχώς και οι νεότεροι – διατηρούν στον μεγαλύτερο βαθμό τον παραδοσιακό τρόπο καλλιέργειας, διαχείρισης και συγκομιδής της φακής.
Η ετήσια ποσότητα είναι βέβαια μικρή, και εξαρτάται αποκλειστικά από τις κλιματικές συνθήκες της κάθε χρονιάς. Η καλλιέργεια (με τον παλιό σπόρο φακής), το βοτάνισμα, η συγκομιδή, η εξόντωση ζιζανίων, το καθάρισμα γίνονται με το χέρι. Το αλώνισμα μέχρι πριν από πέντε χρόνια γινόταν όπως παλιά, στα αλώνια με τα ζώα, αλλά τώρα γίνεται με τη βοήθεια μηχανών. Οι ποσότητες εξαρτώνται από τις καιρικές συνθήκες και επειδή δεν γίνεται ευρεία χρήση λιπασμάτων είναι μικρή αλλά ποιοτική. Το ίδιο ισχύει και για ένα λιγότερο γνωστό όσπριο, τα λαθύρια.
Οι αργαλειοί δεν υπάρχουν πια – αν και γίνεται προσπάθεια μεγάλη από συλλόγους να μη χαθεί η τέχνη –, η τέχνη όμως που εξακολουθεί να ανθεί με άλλη μορφή είναι αυτή του κεντήματος. Οι γυναίκες που κεντούσαν τα υπέροχα τραπεζομάντιλα καθισμένες στις εξώπορτες ανήκουν στο παρελθόν, όμως το κέντημα έχει πάρει νέα μορφή, καθώς τα παραδοσιακά μοτίβα μετουσιώνονται σε στολίδια και ενδυματολογικά συμπληρώματα. Η παράδοση έχει δύναμη όταν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει έξω από τις προθήκες των μουσείων και αυτή η μορφή της φαίνεται ότι είναι δυνατή.

Το σήμερα και ο τόπος μας
Η Λευκάδα του σήμερα φαίνεται ριζικά διαφορετική από αυτήν του χθες. Τεχνολογία, εξελίξεις, τουρισμός αλλάζουν τη μορφή της δραματικά στο πέρασμα των χρόνων. Ποιο είναι λοιπόν το μέλλον για τους νέους που θα επιλέξουν να ζήσουν στον τόπο τους; Η αγωνία τους είναι μεγάλη, όσο και η αγάπη γι’ αυτόν. Αν κάποιος δεν θέλει να ασχοληθεί με τον τουρισμό με την τωρινή του μορφή, έχει άραγε προοπτική; Γιατί όχι;
Η απάντηση κρύβεται στις δυνατότητες που κρύβουν ο χώρος και οι άνθρωποι. Μια ανάπτυξη προσαρμοσμένη στις ανάγκες της εποχής, φιλική προς το περιβάλλον και με φαντασία. Οι νέοι άνθρωποι μπορούν να πατήσουν στο παρελθόν και να το προσαρμόσουν δημιουργικά ώστε να διαμορφώσουν το μέλλον. Ο οικοτουρισμός, οι βιολογικές καλλιέργειες φυτών ενδημικών της λευκαδίτικης φύσης, η αναζωογόνηση του ιβαριού, ο μετασχηματισμός της παράδοσης σε κάτι καινούργιο, ο πολιτισμός, όλα θα μπορούσαν να δώσουν ελπίδα…

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.