Σε παλαιότερο κείμενό μας, αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, και από αυτήν εδώ τη θέση («Το κινηματικό συμβόλαιο», «Το Βήμα», 1.2.2015), είχαμε διατυπώσει τη γνώμη ότι το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του πολιτικού σχηματισμού είναι η «κινηματική του ταυτότητα». Τότε που αρκετοί ανέμεναν να κάνει την «κωλοτούμπα», θεωρούσαμε ότι ανεξαρτήτως του οποιουδήποτε ενδεχόμενου συμβιβασμού ο ΣΥΡΙΖΑ, επειδή ακριβώς είναι γέννημα της κινητοποίησης των «Αγανακτισμένων», δεν μπορεί, και σε πείσμα της γενικότερης κάμψης της κινηματικής έκφρασης, παρά να είναι «εξαρτημένος» από τους συγκεκριμένους κινητοποιητικούς όρους, υλικούς και συμβολικούς, της γέννησής του. Η «κινηματική του μεροληψία», η δημαγωγική και λαϊκιστική του προδιάθεση, ο άτυπος εθνοκεντρισμός του είναι στοιχεία που προσδιορίζουν δομικά τη φυσιογνωμία του, από αυτά απορρέει η τακτική του τόσο σε κομματικό όσο και σε κυβερνητικό επίπεδο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εξέφρασε και συνεχίζει να εκφράζει ένα μεγάλο μέρος της αντιμνημονιακής κοινωνικής δυσφορίας προσανατολίζοντάς τη στον λαϊκισμό. Είναι καταστατικά, διακηρυκτικά δεσμευμένος από αυτό το αντιπολιτικό πλαίσιο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχει περιθώρια συμβιβασμών με τον «εχθρό». Παρ’ όλα αυτά οφείλει ανά πάσα στιγμή να υπολογίζει σοβαρά πιθανούς κραδασμούς και ενδεχόμενες αποσκιρτήσεις της νεοπαγούς κοινωνικής του βάσης, η οποία κουβαλάει παλιές, «κεκτημένες» συνήθειες. Ταυτόχρονα, η επίσημη ρητορική, θέλοντας να δείξει ότι δεν έχει αποστεί του ιδρυτικού κινηματικού συμβολαίου, θα πρέπει να αναπαράγει αυτές τις ψευδαισθήσεις.
Αν ληφθεί υπόψη και το ειδικότερο γεγονός, όπως άλλωστε προκύπτει και από ορισμένες έρευνες γνώμης, ότι σημαντικό μέρος του ακροατηρίου του, αλλά και γενικότερα του πληθυντικού, οριζόντιου αντιμνημονιακού ακροατηρίου, μεταφέρει αιτήματα παλινόρθωσης μιας πελατειακής Ελλάδας και ουσιαστικά προνεωτερικές αξίες περί κοινωνικής συνοχής, μια κοινωνική και νοοτροπιακή τάση δηλαδή, την οποία πρόσφατα ο Στέλιος Ράμφος την ονόμασε «ριζικό ανατολισμό», με την έννοια μιας αγκίστρωσης στην ελληνορθόδοξη κοινοτιστική κληρονομιά, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε τα εμπόδια που συναντά ο εν λόγω σχηματισμός για την «ωρίμανσή» του, για τη θεσμοποίηση της διάστασης διαμαρτυρίας-καταγγελίας του λαϊκιστικού του λόγου. Και όλα αυτά βέβαια χωρίς να συνυπολογίσουμε και το στοιχείο της λεγόμενης «βούλησης»: διότι από πουθενά δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι όντως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης «θέλουν» να ξεπεράσουν τη λαϊκιστική στιγμή της κινηματικής τους ίδρυσης, αλλά προσκρούουν στον ρωμαλέο παιδισμό του κοινωνικού τους ακροατηρίου. Το αντίθετο, θα έλεγε κάποιος. Η επίσημη ρητορική, παρά τον αυτοανακηρυγμένο ρεαλισμό της, ιδεολογικοποιεί τις αντιθέσεις με τους πιστωτές καθώς και τη σύγκρουσή της με τους πολιτικούς εκπροσώπους του Μνημονίου, αναπαράγει δηλαδή το λαϊκιστικό πολεμικό ύφος της διαίρεσης Μνημόνιο/αντιμνημόνιο, συνεχίζει να προτάσσει τον ιδεολογικό ανενδοτισμό της «εθνικολαϊκής κυριαρχίας».
Πρέπει ίσως να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι ήταν αυτό που υπό το όχημα της κοινωνικής δυσφορίας και αντίστασης ανήλθε στην επιφάνεια τα τελευταία χρόνια στη χώρα. Αυτό που συνέβη ήταν ότι έσπασε ο «αφύσικος» δεσμός ανάμεσα σε ένα κεκτημένο και σύγχρονο επίπεδο διαβίωσης με τις προνεωτερικές αξίες του κρατικού προστατευτισμού, της κοινωνικής αναγνώρισης («αξιοπρέπεια») από τους άλλους, της κοινωνιοκεντρικής ομφαλοσκόπησης, με αποτέλεσμα οι εν λόγω «αξίες» να κληθούν να αναπληρώσουν το «υλικό κενό», να στραφούν κατά της απώλειας, να γίνουν το όχημα μιας ταυτοτικής αντίστασης. Ολα αυτά έλαβαν χαρακτήρα κοινωνικής κινητοποίησης, και ταυτόχρονα πολιτικοποιήθηκαν. Πολιτικοποιήθηκε και ριζοσπαστικοποιήθηκε η «ταυτότητα», ο λαός ανασυγκροτήθηκε ως «υποκείμενο» στη βάση αυτών των αξιών.
Η ευθύνη της ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν είναι τόσο ότι πλαισίωσε αυτή την κινητοποίηση όσο ότι την αποδέχθηκε άκριτα στο σύνολό της, και μάλιστα φρόντισε αφενός να ιδεολογικοποιήσει τα «θέλω» της και αφετέρου να διακηρύξει ούτε λίγο ούτε πολύ ότι εδώ και τώρα «ένας κόσμος χωρίς μνημόνια είναι εφικτός». Η αντιμνημονιακή επικοινωνιακή καταιγίδα των τελευταίων ετών, αλλά και των τελευταίων πέντε μηνών, σύμφωνα με την οποία το παν είναι η «πολιτική βούληση» και όλα μπορούν να αλλάξουν, ότι η κοινωνική αλλαγή είναι θέμα «βούλησης», όπως διακηρύσσει το ντεσιζιονιστικό «πιστεύω» όλων των λαϊκιστικών κομμάτων και κινημάτων παντού σε όλον τον κόσμο, και μάλιστα με ισχυρές συναισθηματικές φορτίσεις, η ηθικοποίηση των πολιτικών διακυβευμάτων και συγκρούσεων, η διάχυτη συνωμοσιολογία (του τύπου: ό,τι κακό συμβαίνει είναι προϊόν εμπρόθετης δράσης των «ισχυρών»), αυτός ο τύπος δημόσιου λόγου αναζωπύρωσε ένα προϋπάρχον διάχυτο, οριζόντιο εθνικόφρον φαντασιακό (αυτοθυματοποιητικό και αντιστασιακό ταυτοχρόνως), το οποίο πλέον αναγνωρίζεται, πέραν των γνωστών πολιτικών διαιρέσεων, σε «ουδέτερες» πρωθυπουργικές ρήσεις σύμφωνα με τις οποίες «ένα κυρίαρχο κράτος αποφασίζει μόνο του το είδος των περικοπών», των φόρων κ.τ.λ. Φαίνεται τελικά ότι είναι ο καθημερινός, ο κοινότοπος, ο κατ’ ορισμένους «αβλαβής» εθνικισμός το προκαλλιεργημένο έδαφος πάνω στο οποίο χτίστηκαν τα σημερινά πολιτικά αδιέξοδα.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ