Η γκρίζα πλευρά της λειτουργίας των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) μας φανερώθηκε πρόσφατα μέσα από ένα σκάνδαλο διαφθοράς.
Το πρόβλημα της διαφθοράς επανέκαμψε ως δημόσιο ζήτημα και μάλιστα σε έναν χώρο, αυτόν των ΜΚΟ, ο οποίος θεωρείται κατεξοχήν πεδίο ανανέωσης της πολιτικής. Σε έναν χώρο δηλαδή που θέλει να ηθικοποιήσει το πολιτικό πεδίο και εμπράκτως υποκαθιστά το υπόδειγμα της παραδοσιακής πολιτικής αντιπροσώπευσης.
Γιατί οι ΜΚΟ συνιστούν κατεξοχήν έκφραση της κοινωνίας των πολιτών, αρκετές από αυτές της «παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών». Ο μη κερδοσκοπικός τους χαρακτήρας, η ανιδιοτέλεια και ο εθελοντισμός τους, οι οικουμενικές αξίες που προωθούν, έξω από θεσμικές ή πολιτισμικές επιρροές, τις κατέστησαν νέο πολιτικό παράδειγμα. Αν η διαδικασία της ανάδειξής τους, συνώνυμης εν πολλοίς της παγκοσμιοποίησης, συνυφαίνεται με την ανάδυση του υποδείγματος της «διακυβέρνησης» και της λεγόμενης «συμμετοχικής δημοκρατίας», δηλαδή της πολιτικής ιδωμένης εκ των κάτω, είναι γιατί αυτές οι οργανώσεις εκπροσωπούν έναν «τρίτου τύπου θεσμό», συνδυάζοντας την τοπική δράση με τη διεθνή συνεργασία, παρέχοντας, για παράδειγμα, αναπτυξιακή βοήθεια σε αναπτυσσόμενες χώρες, ή υλοποιώντας προγράμματα σε πολεμικές συρράξεις με στόχο την προστασία των πληθυσμών.
Σε πολύ γενικές γραμμές αυτό είναι το προφίλ των ΜΚΟ το οποίο πλήττεται σοβαρά όταν ενέχονται σε σκάνδαλα οικονομικής διαφθοράς. Δεν ακυρώνονται «απλώς» η μη κερδοσκοπική τους διάσταση, που αποτελεί ιδρυτική αρχή της ύπαρξής τους, και ο αξιακός τους πυρήνας, αλλά υπονομεύεται και απαξιώνεται στα μάτια των πολιτών ο αγώνας τους για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και για τα δικαιώματα των μειονοτήτων, ένα άλλο, ευρύ, πολιτικο-πολιτισμικό πεδίο εντός του οποίου πολλές από αυτές τις οργανώσεις δραστηριοποιούνται. Γι’ αυτό τον λόγο, σε ορισμένες χώρες, η λειτουργία τους πλαισιώνεται από τη δημιουργία και την ενίσχυση εθνικών μηχανισμών πρόληψης και καταστολής της διαφθοράς, αλλά και κυρίως από οριζόντιες παρεμβάσεις μείωσης της διαφθοράς στη δημόσια διοίκηση εν γένει (έλεγχος, αξιοκρατία, κ.λπ.), με την οποία συναλλάσσονται οι ΜΚΟ.
Πέρα ωστόσο από ζητήματα διαφθοράς και πέρα από τη σημαντική συμβολή των ΜΚΟ σε όλα αυτά τα πεδία, το βασικό πολιτικό ερώτημα για την εκ μέρους τους αξίωση υποκατάστασης της πολιτικής συνεχίζει να αιωρείται. Αραγε, η σημερινή ντεφάκτο λειτουργία τους ως παγκόσμιων δρώντων που κατέχουν ένα μη ευκαταφρόνητο μερίδιο ευθύνης στη διαχείριση ενός μέρους προβλημάτων του πλανήτη, συνιστά μια προσωρινή λειτουργία στο εσωτερικό ενός μη πολιτικά ρυθμισμένου ακόμη παγκόσμιου συστήματος ή, υλοποιώντας μια νέα μορφή ηθικής στράτευσης, προλέγει μια νέα μορφή παγκοσμιοποιημένου πολιτικού παραδείγματος; Με άλλα λόγια, στην εθελοντική δράση, εκτός από το να υποδείξει ένα σημαντικό κοινωνικό ή πολιτισμικό πρόβλημα, μπορεί να ανατεθεί και η ευθύνη της επίλυσής του;
Κάποιοι θα απαντούσαν ότι οι πολιτικές κοινωνικής αλληλεγγύης στις οποίες στρατεύονται αρκετές ΜΚΟ είναι αδιάψευστος μάρτυρας μιας περισσότερο ή λιγότερο εκούσιας απόσυρσης του κράτους από το εν λόγω πεδίο. Η απάντηση δεν είναι αβάσιμη, έστω και αν πολλές φορές προβάλλεται καταχρηστικά στο πλαίσιο υπεράσπισης μιας παλιάς διεκδικητικής ατζέντας που εξακολουθεί να βλέπει στον κρατικό προστατευτισμό και στον ομώνυμο κυριαρχισμό τις ενσαρκώσεις της πολιτικής και της εξουσίας. Αν όμως δούμε τη σημερινή διαδικασία της παγκοσμιοποίησης ως «αναντίστρεπτη» τάση και, στο εσωτερικό της, μια πολυσημία αξιών και πρακτικών, νέες μορφές αγωνιστικών διεκδικήσεων, τη μαχητική συμβίωση αναπτυξιακών και απο-αναπτυξιακών προσδοκιών και σχεδίων, κ.λπ., τότε μπορούμε καλύτερα να καταλάβουμε τόσο τον πεπερασμένο χαρακτήρα της παραδοσιακής πολιτικής όσο και την αποσπασματική και κερματισμένη δράση των νέων μικροκοινωνικών ή μακροκοινωνικών φορέων (ανάλογα με την κλίμακα της εμπλοκής τους) που είναι οι ΜΚΟ. Στο πολιτικά αχαρτογράφητο τοπίο μιας μεταβατικής περιόδου, όπως είναι η σημερινή, οι ΜΚΟ φαίνεται να εκπροσωπούν ταυτοχρόνως νέες δυνατότητες αλλά και αδυναμίες που απορρέουν ακριβώς από το διάνυσμα μεταξύ του τοπικού και του παγκόσμιου. Ενας επιπλέον λόγος, που σκάνδαλα οικονομικής διαφθοράς μπορούν να αποβούν μοιραία για αυτές, στον βαθμό που θέλουν να εκπροσωπούν μια νέα δυνατότητα της πολιτικής στην παγκοσμιοποιημένη εποχή.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ