Tο καραβάνι από πολυτελή αυτοκίνητα που μεταφέρουν VIPs, αποσκευές, κοσμήματα και γούνες άρχισε να καταφθάνει στο μικρό γραφικό χωριό του καντονιού της Βέρνης στις Ελβετικές Άλπεις τα πρώτα χρόνια μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Δέλεαρ για τους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής, αρχικά, ελίτ ήταν βέβαια οι πίστες του σκι, o πραγματικός λόγος όμως για τον οποίο όλοι επέστρεφαν –και εξακολουθούν να δίνουν το «παρών»– στο Γκστάαντ με ενθουσιασμό έχει να κάνει με την απολαυστική κοινωνική ζωή με την οποία είναι ταυτισμένο: γεύματα στο περίφημο και αποκλειστικό Εagle Club, στο διοικητικό συμβούλιο του οποίου ήταν εξέχον μέλος η πριγκίπισσα Γκρέις του Μονακό, μεσημεριανές συναντήσεις στα εστιατόρια του Gstaad Palace, prolongé δείπνα στο υπερμέγεθες σαλέ του σχεδιαστή μόδας Βαλεντίνο, χοροί μέχρι εξάντλησης σε κλαμπ όπως το GreenGo και το Chlösterli…
Η γοητεία του Γκστάαντ βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην επιμελώς διατηρημένη γραφική εικόνα του ελβετικού χωριού –όλα τα σαλέ και τα κτίρια αναπαλαιώνονται ούτως ώστε να μην αλλοιωθεί το παραδοσιακό τους χρώμα–, στους διάσημους επισκέπτες και στην αύρα της αποκλειστικότητας.
Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ είχε περιγράψει το τοπίο του στην πλοκή του βιβλίου του «Τρυφερή είναι η νύχτα», ενώ δεν είναι τυχαίο ότι εκεί βρίσκεται το χειμερινό campus του φημισμένου σχολείου Institut Le Rosey, στο οποίο έχουν φοιτήσει εκπρόσωποι βασιλικών οίκων και γόνοι των ισχυρότερων επιχειρηματικών δυναστειών της υφηλίου. Ανάμεσα στους εξέχοντες μαθητές του ο σάχης Ρεζά Παχλαβί της Περσίας, οι πρίγκιπες του Μονακό και μέλη της ελληνικής βασιλικής οικογένειας αλλά και των Ροκφέλερ και Ρότσιλντ.
Από τη δεκαετία του ’60, το περιοδικό «Time» είχε βαφτίσει το Γκστάαντ «The Place» γιατί, πολύ απλά, ήταν όντως «Ο Τόπος» συνάντησης όλων των πρωταγωνιστών του καλλιτεχνικού, επιχειρηματικού και κοινωνικού χώρου. Σε αυτό το χωριό είχε βρει καταφύγιο η Ελίζαμπεθ Τέιλορ το 1962, όταν είχε ξεσπάσει το σκάνδαλο μεγατόνων του «παράνομου» έρωτά της με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον.
Κρυμμένη στο σαλέ της, μαζί με τους δύο γιους και τη μικρή κόρη της, η σταρ απέφευγε τους παπαράτσι και τους δημοσιογράφους που ήθελαν να τη ρωτήσουν για τον αφορισμό της από την Καθολική Εκκλησία, αλλά και δεχόταν τις κρυφές επισκέψεις του Μπάρτον, που το έσκαγε από τη σύζυγο και τις κόρες του, οι οποίες έμεναν στο Σελινί, κοντά στη Γενεύη, για να περάσει λίγες ώρες με την κινηματογραφική «Κλεοπάτρα».
Είναι επίσης αγαπημένος προορισμός των βασιλικών οικογενειών της Ευρώπης, έστω και αν ο Χουάν Κάρλος της Ισπανίας έσπασε τη λεκάνη του πέφτοντας ενώ έκανε σκι εκεί το 1983. Η τέως ελληνική βασιλική οικογένεια πάντως δίνει σχεδόν κάθε χρόνο το «παρών» σύμπασα – ή έστω διά εκπροσώπων.
Δίχως άλλο, το πλέον ιστορικό σημείο συνάντησης είναι το ξενοδοχείο Palace. Χτισμένο το 1913 στην πλαγιά του λόφου που δεσπόζει πάνω από το Γκστάαντ, έχει την ωραιότερη θέα προς τις Άλπεις και την πιο exclusive πελατεία, ενώ εκεί δίνεται το καλύτερο ρεβεγιόν για τη νέα χρονιά.
«Η ατμόσφαιρα εκεί είναι υπέροχη, εορταστική», είχε αφηγηθεί ο Ντίμης Κρίτσας, ένας από τους παλιότερους Έλληνες επισκέπτες του χωριού. «Εάν δεν είσαι πελάτης ή προσκεκλημένος από κάποιον που έχει κλείσει τραπέζι για το ρεβεγιόν, είναι πάρα πολύ δύσκολο να περάσεις μέσα στο ξενοδοχείο. Οι τουαλέτες μεγάλων μετρ που φορούν οι κυρίες συναγωνίζονται η μία την άλλη σε κομψότητα, ενώ τα κοσμήματα αμύθητης αξίας κάνουν τη σάλα να μοιάζει με βιτρίνα κοσμηματοπωλείου. Παλαιότερα όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους καθώς σύχναζαν εκεί πολλά χρόνια. Οι νεόπλουτοι δεν τολμούσαν να περάσουν ούτε καν για λίγες ημέρες, είτε διότι δεν έβρισκαν ξενοδοχείο είτε διότι δεν γνώριζαν κανέναν».
Το χωριό έχει εδώ και δεκαετίες ιδιαίτερα ελληνικό χρώμα καθώς οι εκπρόσωποι των μεγάλων επιχειρηματικών οικογενειών πηγαίνουν εκεί από τη δεκαετία του ’40, κάποιοι μάλιστα από ακόμα νωρίτερα, όπως η οικογένεια Γουλανδρή. Εμβληματική φιγούρα των τελευταίων δεκαετιών ήταν βέβαια ο Taki, κατά κόσμον Τάκης Θεοδωρακόπουλος.
«Έγινα μέλος του Eagle Club το 1958», είχε διηγηθεί. «Με είχε προτείνει ο στενός μου φίλος Γιάννης Ζωγράφος. Εκείνες τις “αλκυονίδες μέρες”, το Eagle Club είχε πολλή πλάκα. Ήμαστε μόνο εκατό μέλη, οι καλοί τρόποι είχαν περισσότερη αξία απ’ ό,τι το χρήμα και το να διασκεδάζουμε ήταν ο στόχος όλων μας. Δεν κράτησε πολύ. Προς το τέλος της δεκαετίας του ’60, το κλαμπ άρχισε να κάνει δεκτές όλες τις “κουτσές Μαρίες”. Τώρα άλλαξε πάλι την πολιτική του. Η Λούλα Γουλανδρή-Χανδρή και ο Λεωνίδας Γουλανδρής είναι στην επιτροπή, οι άνθρωποι περιμένουν τρία χρόνια για να γίνουν δεκτοί και όσοι έχουν προσφέρει ποσά στο κλαμπ, όπως εγώ, βρίσκουν τραπέζι, έστω κι αν έχουν διαπράξει το αμάρτημα να πάνε για σκι αργά…».
Από τα πιο λαμπερά πάρτι, λίγο πριν από την Πρωτοχρονιά του 1983, εκείνο που έδωσαν στο σαλέ τους ο Βασίλης και η Ελίζα Γουλανδρή. Καλεσμένοι, φίλοι τους από την Ελλάδα και το εξωτερικό. «Ακόμα και ένας μυημένος στην τέχνη δεν μπορούσε παρά να μείνει με ανοιχτό το στόμα αντικρίζοντας τα μυθικά και ανυπολόγιστης αξίας έργα που βρίσκονταν στο μεγάλο σαλόνι», λέει γνωστός επιχειρηματίας που είχε την τύχη να βρίσκεται στη μόνιμη λίστα των καλεσμένων του ζεύγους.
Οι παλαιότεροι Έλληνες επισκέπτες αποκαλούσαν το χωριό «Γκστααντούπολις» θέλοντας να τονίσουν το ιδιαίτερο ελληνικό χρώμα του. Εμβληματική φιγούρα ήταν κάποτε ο Παύλος Βαρδινογιάννης, που κυκλοφορούσε φορώντας κρητικές μπότες, βράκα και μοντέρνο μπουφάν και κρατώντας μια γκλίτσα. Αγαπημένο του αστείο, να μπαίνει στο κατάστημα του οίκου Van Cleef και να καλημερίζει: «Μπονζούρ, Βαν Κλέφτης». «Νο, νο, νο», απαντούσαν οι υπάλληλοι, «σε Βαν Κλεφ, νο Βαν Κλεφτής»!
Φανατικοί θαμώνες του χωριού είναι οι οικογένειες Βαρδινογιάννη, Λάτση, Φιξ, Μαυρολέων, Κόβα, Καρρά, Εμπειρίκου και Αγγελόπουλου. «Τα τελευταία χρόνια, τα πράγματα έχουν αλλάξει κατά πολύ και όλοι όσοι έκαναν μερικά χρήματα και είχαν ακούσει για το Γκστάαντ έκαναν την εμφάνισή τους προσπαθώντας να γευτούν τουλάχιστον την ατμόσφαιρα του μέρους», είχε πει ο Ντίμης Κρίτσας. «Όμως, όταν δεν γνωρίζεις πρόσωπα και πράγματα, η ατμόσφαιρα σου διαφεύγει. Πάρα πολλοί από τους θαμώνες του Γκστάαντ το επισκέπτονται πλέον την εποχή Φεβρουαρίου-Μαρτίου και λιγότερο τις γιορτές των Χριστουγέννων».
Photo: Αρχείο Life&Style/ Aρχείο Νίκου Βερνίκου